Κείμενο του Χριστόφορου Θεοδώρου
Σκηνοθεσία: Τζόελ Κοέν, Ήθαν Κοέν
Παίζουν: Τζον Τορτούρο, Τζον Γκούντμαν, Τζούντι Ντέιβις
Διάρκεια: 116′
Έτος παραγωγής: 1991
Ο κινηματογράφος του δημιουργού (Ciné d’Αuteur), όπως αναφέρεται στη θεωρία του κινηματογράφου, είναι ο κινηματογράφος στον οποίο ο σκηνοθέτης έχει τον πλήρη έλεγχο του έργου, γράφοντας ή συμμετέχοντας ο ίδιος στη συγγραφή του σεναρίου, ώστε τελικά η ταινία του να αποτελεί αντανάκλαση της δικής του αντίληψης για τον κόσμο. Φεύγουμε έτσι από την αντίληψη που θέλει τον σκηνοθέτη απλώς διευθυντή (director κατά τους Αμερικάνους) των ηθοποιών και της ταινίας ή “πραγματοποιό” (réalisateur κατά τους Γάλλους) ενός σεναρίου και περνάμε στην αντίληψη ότι αν θέλουμε τα κινηματογραφικά έργα να είναι έργα τέχνης, θα πρέπει να αποτυπώνουν τις ιδέες και τα συναισθήματα του δημιουργού τους. Διάσημα παραδείγματα αυτού του κινηματογράφου είναι οι Τσάρλι Τσάπλιν, Άλφρεντ Χίτσκοκ, Ζαν Ρενουάρ, Όρσον Ουέλς, Στάνλεϊ Κιούμπρικ, Αντρέι Ταρκόφσκι, Ντέιβιντ Λίντς κ.α. μεγάλοι σκηνοθέτες.
Από νομικής πλευράς, στον κινηματογράφο του δημιουργού, ο δημιουργός είναι κι ο βασικός «πνευματικός» ιδιοκτήτης του έργου, αυτός δηλαδή που έχει το μεγαλύτερο έλεγχο όσον αφορά τα πνευματικά δικαιώματα της ταινίας και την εκμετάλλευσή του έργου του. Και εδώ έρχεται η σύγκρουση με τη λογική του Hollywood, όπου ο παραγωγός (περισσότερο επενδυτής επί της ουσίας παρά παραγωγός) έχει τον έλεγχο του παραγόμενου έργου, επιλέγει και καθοδηγεί σενάρια που θεωρεί ότι θα φέρουν κόσμο ώστε να έχει σίγουρο οικονομικό κέρδος και επιλέγει διευθυντές (directors) για την υλοποίησή τους, χωρίς να θέλει, πόσο μάλλον να απαιτεί, από τους δημιουργούς να εκφράζεται στην ταινία η αντίληψή τους για τον κόσμο. Εννοείται ότι το έργο καταλήγει να είναι πνευματική ιδιοκτησία της παραγωγού εταιρείας, η οποία έχει και τον απόλυτο έλεγχο στην εκμετάλλευσή του.
Σε αυτή την κόλαση για κάθε καλλιτέχνη εισέρχεται ο εβραίος καλλιτέχνης Barton Fink στην ομώνυμη ταινία των Κόεν, εν έτει 1941(!), όταν του γίνεται πρόταση να γράψει σενάριο για κινηματογράφο, μετά από ένα επιτυχημένο θεατρικό του έργο. Ο ίδιος όμως έχει ένα δικό του όραμα για το θέατρο και τον κινηματογράφο, που δε χωράει στα καλούπια αυτά: τέχνη για τον «ανθρωπάκο» (common man) που όλοι είμαστε ή βλέπουμε παντού γύρω μας. Για τα δικά του προβλήματα, τα υπαρκτά, τη φτώχεια, την καταπίεση, την ασημαντότητά του… Τέχνη για το λαό. Όχι τέχνη που συγκινεί ή ψυχαγωγεί απλά το λαό, με ιστορίες πολύ μακρινές και ουτοπικές προς αυτόν. Ήδη βλέπουμε μια μεγάλη αντίφαση που θα ταλαιπωρήσει τον ήρωα. Τι σχέση έχει αυτό το όραμα με τα συμφέροντα του Hollywood; Τι σχέση έχει η ανάγκη ενός καλλιτέχνη να εκφράσει την αντίληψή του με την ανάγκη του κεφαλαίου να πολλαπλασιαστεί;
Σε αυτή την αντίφαση προστίθεται και ένα περισσότερο εσωτερικό αδιέξοδο του ανθρώπου που αυτό-προσδιορίζεται ή τιτλοφορείται ως “καλλιτέχνης”. Η αδυναμία του να παραμερίσει το “εγώ” του και τον αφ’ υψηλού ιδεαλισμό του προκειμένου να δει την πραγματικότητα κατάματα. Ότι δηλαδή ο “ανθρωπάκος” για τον οποίο τόσο θέλει να μιλήσει και βρίσκεται ακριβώς μπροστά του (και στη διπλανή πόρτα…), δεν είναι και τόσο ενδιαφέρον θέμα για να κάτσει να γράψει ολόκληρο έργο. Ούτε έχει και κάποιο σπουδαίο βάθος η αντίληψή του, ούτε μπορεί να επαληθεύσει την εξιδανικευμένη εικόνα του “ανθρωπάκου” που φαντάζεται ο ίδιος ως ήρωα του έργου του. Απεναντίας, μαζί με τα βάσανα του, τις ελπίδες και τα όνειρά του, ο λαός κουβαλάει και τη μιζέρια του, την αγανάκτησή του και ένα απροσδιορίστου κατεύθυνσης μίσος. Μπορεί να είναι μορφωμένος και συνειδητοποιημένος, μπορεί όμως να είναι και αγράμματος και ελάχιστα σκεπτόμενος. Είναι ικανός και για το καλύτερο και για το χειρότερο. Ο “ανθρωπάκος” είναι ένας εν δυνάμει επαναστάτης που θα εξεγερθεί και την ίδια στιγμή ένας εκκολαπτόμενος φασίστας που θα ακολουθήσει όποιον του παρουσιαστεί ως Σωτήρας.
Αυτές οι αντιφάσεις εγκλωβίζουν τον ήρωα σε μια σχιζοφρενή κατάσταση όπου δεν μπορεί να δημιουργήσει και όπου οι παραισθήσεις του συναντούν το μαύρο χιούμορ, το σουρεαλισμό και τη νουάρ ατμόσφαιρα που χρησιμοποιούν οι Κόεν, δίνοντας ένα πραγματικά σπουδαίο έργο τέχνης. Δε σταματούν το σαρκασμό τους στην κόλαση των Hollywood-ιανών παραγωγών, συνεχίζουν και στους ελιτιστές καλλιτέχνες, που αποστασιοποιημένοι από τα πραγματικά προβλήματα του κόσμου, αυτοκαταστρέφονται και αλλοτριώνονται. Χρησιμοποιούν πολλούς σουρεαλιστικούς συμβολισμούς της παγκόσμιας κατάστασης του ’41, με αναφορές στην άνοδο του φασισμού, στον αντισημιτισμό, στη συντηρητικοποίηση της Αμερικής, στο ναρκισσισμό των “καλλιτεχνών” κ.α. και δημιουργούν ένα κινηματογραφικό κλίμα εντελώς αντίστοιχο της “σκοτεινής” εποχής, των υπαρξιακών αδιεξόδων του ήρωα.
Ο αυτοσαρκασμός τους είναι σχεδόν (αν όχι και τελείως) ξεκάθαρος. Δύο Εβραίοι κινηματογραφιστές, στους οποίους ανοίχτηκε η πόρτα του Ηοllywood μετά την επιτυχία του Blood Simple (1984) και έκτοτε φτιάχνουν ταινίες που ποτέ δε φτάνουν στη «λαϊκή» αποδοχή που τα στούντιο ζητούν, αλλά, ανεξαρτήτως προθέσεων, προσελκύουν μόνο το σινεφίλ κομμάτι. Παρόλα αυτά συνεχίζουν ακάθεκτοι, καθώς η αναγνώριση της «καλλιτεχνικής» τους προσφοράς από το ομώνυμο στερέωμα είναι πολύ μεγάλη. Ίσως είναι οι μόνοι που μπορούν και επιβιώνουν μέσα σε αυτή την ασυμβατότητα τέχνης και Hollywood.
Χριστόφορος Θεοδώρου