Σκηνοθεσία: Κρίστοφερ ΜακΚουάρι
Παίζουν: Τομ Κρουζ, Βινγκ Ρέιμς, Σάιμον Πεγκ, Ρεμπέκα Φέργκιουσον, Χέιλι Ατγουελ, Βανέσα Κίρμπι
Διάρκεια: 165′
Ελληνικός Τίτλος: “Επικίνδυνη Αποστολή: Θανάσιμη Εκδίκηση – Μέρος Πρώτο”
Πέντε ολόκληρα χρόνια μετά την κυκλοφορία της τελευταίας Επικίνδυνης Αποστολής, ο περιβόητος Ίθαν Χαντ επιστρέφει στις μεγάλες οθόνες του πλανήτη, αντιμέτωπος με μία νέα πρόκληση που θέτει τη μοίρα του κόσμου σε κίνδυνο. Αυτή τη φορά, αντίπαλός του είναι η άυλη Οντότητα, ένα ψηφιακό εργαλείο που αυτονομήθηκε και κείται ανεξέλεγκτο στον Κυβερνοχώρο. Έπειτα από μία ιδιόμορφη υποβρύχια εισαγωγική σεκάνς που μας συστήνει τον ανταγωνιστή, το κυνηγητό στις μητροπόλεις του κόσμου ξεκινά. Με παλιούς γνώριμους και νέους συνοδοιπόρους άλλοτε να συνδράμουν τον αγώνα και άλλοτε να θέτουν επιπλέον εμπόδια, με τους σταθερούς φίλους του αταλάντευτα στο πλευρό του, ο Χαντ αποδέχεται τη νέα αποστολή χωρίς κανέναν δισταγμό, προτού καν προλάβει να αυτοκαταστραφεί το παραδοσιακό μήνυμα που τον καλεί να αναλάβει δράση.
Το τρίτο συνεχόμενο Mission Impossible που φέρει τη σκηνοθετική υπογραφή του Κρίστοφερ ΜακΚουάρι διέθετε εξαρχής γερές βάσεις, καθώς τα δύο προηγούμενα κεφάλαια αποδείχθηκαν υπερεπιτυχημένα στα ταμεία, δημοφιλή στην κριτική και διαμόρφωσαν ένα κεφάλαιο από το οποίο κάθε επόμενη ταινία μπορεί να αντλεί υλικό. Στο Dead Reckoning: Part One η συνταγή δεν αλλάζει ουσιωδώς, δείχνει όμως να τελειοποιείται˙ οι αναφορές στην πρόσφατη αλλά και απώτερη κληρονομιά της saga είναι καίριες, οι νέοι χαρακτήρες τίθενται αρμονικά στο σύνολο, όλα τα γνώριμα συστατικά είναι και πάλι εδώ. Μεγαλεπήβολα σχέδια που στραβώνουν και καλούν τους χαρακτήρες να δοκιμάσουν την οξυδέρκειά τους, τολμηρές επιλογές με βαρύ προσωπικό τίμημα, φαντάσματα του παρελθόντος και ένα δυσοίωνο και αναπόδραστο μέλλον την έλευση του οποίου ο Χαντ καλεί να αποσοβήσει. Είναι άραγε κάτι τέτοιο εφικτό; Εάν ήταν, δε θα είχαμε να κάνουμε με Mission Impossible και την ανατροπή του θα είχε αναλάβει κάποια άλλη δομή.
Ο κυρίαρχος εχθρός του Ίθαν Χαντ και της ομάδας του, όπως και στο Fallout, είναι κατά βάση ο χρόνος. Η κλεψύδρα σταδιακά δείχνει να αδειάζει, τα γνωστά ταχυδακτυλουργικά τεχνολογικά επιτεύγματα φαντάζουν ανεπαρκή και τρωτά, παντού ένα ρολόι που μετράει αντίστροφα είναι έτοιμο να αναγγείλει την άφιξη της νέας εποχής. Ο Τομ Κρουζ θα βρεθεί πάλι εκεί, έναν χρόνο μετά το Top Gun: Maverick, με την ίδια ξεροκέφαλη προσήλωση, βάζοντας σκοπό της ζωής του να αναβάλει για μία ακόμα φορά, για ένα ακόμα καλοκαίρι, την παράδοση της σκυτάλης. Είναι μία αποστολή που δραπετεύει από τα όρια της περιπετειώδους μυθοπλασίας, ένας ιερός αγώνας παλιομοδίτικης αισθητικής με όχημα το πιο δικό του κινηματογραφικό κατασκεύασμα από όλα, είναι ίσως το δυσκολότερο stunt που έχει επιχειρήσει στη γεμάτη παράτολμα κασκαντεριλίκια καριέρα του. Με άλλα λόγια, εδώ και χρόνια, το συγκεκριμένο franchise φυλάει τις Θερμοπύλες του χειροποίητου μπλοκμπάστερ κινηματογράφου, παραμένει η αποθέωση της κατασκευαστικής μαστοριάς, η χαρά του κοινού που προσδοκά να ταξιδέψει σε απίθανες τοποθεσίες και να χορτάσει το μάτι μία φαντασμαγορική παραγωγή που δεν εναποθέτει το άπαν στην ψηφιακή υποβοήθεια του CGI. Στο Dead Reckoning, λοιπόν, ο Κρουζ και η ομάδα του ανοίγουν διάπλατα τα χαρτιά τους και θέτουν υπόψιν μας τη δική τους παρακαταθήκη δίχως περιστροφές.
Ξεκινώντας αντίστροφα, θα λέγαμε ότι η σεκάνς που συμπυκνώνει καλύτερα τα παραπάνω είναι αυτή στο Οριάν Εξπρες. Η κορύφωση του έργου λαμβάνει χώρα εντός και επί του μνημειώδους τρένου, το οποίο συνιστά από μόνο του ένα σύμβολο άλλης εποχής που υπήρξε μάλιστα και κινηματογραφικά πολύτιμο, ενώ η επιλογή αυτή επιτρέπει και μία υπόκλιση στο πρωταρχικό φιλμ της σειράς δια χειρός Μπράιαν Ντε Πάλμα. Οι διακειμενικές προθέσεις της δημιουργικής ομάδας, βέβαια, θα είχαν ελάχιστη σημασία, αν δε μεταφράζονταν σε πνευματικό καύσιμο μερικών από τα ωραιότερα set pieces που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια στο genre. Ουσιαστικά, η ταινία απαρτίζεται από μερικές σκηνές δράσης μεγάλης διάρκειας, στις οποίες η αγωνία χτυπάει κόκκινο και παράλληλα συστήνονται νέοι ήρωες, τα κίνητρα εξηγούνται κομψά και επαρκώς και η πλοκή προωθείται επιτυχώς σε πολλαπλά επίπεδα, μέσω του σεμιναριακού μοντάζ του Έντι Χάμιλτον.
Παράλληλα, από το κείμενο της ταινίας παρελαύνουν ευχάριστες κινηματογραφικές αναφορές στο μεγάλο σινεμά του παρελθόντος (εδώ συναντιούνται από τον Σπίλμπεργκ μέχρι τον Χίτσκοκ, που έχει και την τιμητική του), αλλά και μία παιχνιδιάρικη αναμόχλευση μερικών σπουδαίων ρόλων της σταδιοδρομίας του Τομ Κρουζ. Ευχάριστο είναι δε το γεγονός ότι το κατασκοπευτικό υπόβαθρο της σειράς αναδεικνύεται σε πολύτιμο αφηγηματικό σκέλος της συγκεκριμένης ταινίας, αφού οι στιγμές που βασιλεύει η άγνοια περί των κινήτρων και της αλήθειας των λεγομένων διάφορων χαρακτήρων είναι συχνές και ιδιαιτέρως καλοκουρδισμένες. Η πολυδαίδαλη πορεία της πλοκής αντικατοπτρίζει την αβεβαιότητα της νέας ψηφιακής πραγματικότητας, όπου η αλήθεια σχετικοποιείται σε βαθμό που απαγορεύει οποιαδήποτε βεβαιότητα και η τεχνολογικά πρωτοπόρος ομάδα του Χαντ καλείται να επιστρέψει στην απαρχαιωμένη αναλογική εποχή για να παραμείνει ασφαλής.
Εν αναμονή, λοιπόν, του δεύτερου μέρους, το οποίο έχει προαναγγελθεί ήδη, το νέο κεφάλαιο των Επικίνδυνων Αποστολών μοιάζει το πιο άρτιο κατασκεύασμα της σειράς, χωρίς να λοξοδρομεί από την προδιαγεγραμμένη πορεία του. Είναι ενδεδυμένο με το score του Λορν Μπαλφ που κάνει το στέρνο να πάλλεται, λεπτομερές ως προς το φυσικό σχεδιασμό της παραγωγής και την αξιοποίηση των locations και υποδειγματικά ρυθμικό σε όλη τη διόλου ευκαταφρόνητη διάρκειά του. Είναι σινεμά μεγάλης κλίμακας, μεγάλου προϋπολογισμού, μεγάλου ρίσκου και, εν τέλει, αδιαπραγμάτευτα μεγάλης οθόνης.