Σκηνοθεσία: Κλιντ Ίστγουντ
Παίζουν: Κλιντ Ίστγουντ, Τζιν Χάκμαν, Μόργκαν Φρίμαν, Ρίτσαρντ Χάρις
Διάρκεια: 131′
Στην εναρκτήρια σκηνή, σε ένα δειλινό που σχεδόν πυρακτώνει το τοπίο, μια μοναχική κατάμαυρη φιγούρα ίσα που διακρίνεται. Αντί για τον φτωχό και μόνο καουμπόι που απομακρύνεται στο βάθος του ορίζοντα που τρεμοπαίζει, στο φινάλε μιας περιπέτειας, η αρχική εικόνα μάς τοποθετεί στην καρδιά ενός τέλους που δεν λέει να τελειώσει. Είναι απλώς η πρώτη από τις αμέτρητες αναθεωρήσεις του κλασικού γουέστερν που περιμένουν τη σειρά τους.
Ο Ουίλιαμ Μάνι, φονικός πιστολέρο που σκόρπισε τον τρόμο στα νιάτα του, έχει προ πολλού ενταφιάσει τον παλιό του εαυτό, αλλά αυτή τη στιγμή κηδεύει την αναγέννησή του. Θάβοντας τη γυναίκα του, η οποία τον έβγαλε από τα λαγούμια της κόλασης, αγναντεύει ένα απέραντο κενό. Ο ερχομός ενός νεαρού φαφλατά κυνηγού επικηρυγμένων ανασύρει τις μνήμες από τις παλιές μέρες του χάους και του ολέθρου. Η πρότασή του για ένα επί πληρωμή φονικό φαντάζει θελκτική στον Μάνι όχι τόσο για το προφανές κίνητρο (τα χρήματα θα του επιτρέψουν να προσφέρει ένα καλύτερο μέλλον στα δύο του παιδιά), αλλά για έναν αθέατο λόγο: είναι ίσως η στερνή ευκαιρία, στο λυκαυγές της ζωής του, να επιστρατεύσει για πρώτη φορά το ταλέντο του στους σκοτωμούς για έναν ευγενή σκοπό, για μια δίκαιη τιμωρία.
Το Unforgiven του Κλιντ Ίστγουντ κινείται σε έναν αστερισμό απομάγευσης και απομυθοποίησης, όπου όλα τα σύμβολα και οι καθαγιασμένες εικόνες της γούεστερν εποποιίας τσακίζονται με κρότο, βρομιά και απαξίωση, αν όχι και φαιδρότητα. Αρχικά, η εικόνα του αγέρωχου καβαλάρη και δεινού σκοπευτή, που μπορεί να πετύχει τη μύτη της βελόνας από χιλιόμετρα, αποδομείται σε βαθμό καρικατούρας. Ο γερασμένος ήρωας παλεύει να κουμαντάρει το άλογο και το εξάσφαιρό του σαν να ‘ταν κάποιος αμούστακος καουμπόι. Ο σερίφης της πόλης (Τζιν Χάκμαν), αντί για ντόμπρος υπερασπιστής του νόμου και των αδύναμων, αποδεικνύεται ένας κοινός σαδιστής που αντλεί διεστραμμένη ηδονή από την αλόγιστη βία.
Μια μυθική περσόνα της Άγριας Δύσης, από εκείνες που γιγάντωσαν την εξωραϊσμένη υστεροφημία μιας ολόκληρης εποχής, απογυμνώνεται από τις φιοριτούρες: στην πραγματικότητα, δεν υπήρξε τίποτα άλλο από ένας μικροπρεπής απατεώνας που έχτισε τη φήμη του μέσα από συγκυρίες και ψέματα. Οι πόρνες δεν επωμίζονται σε καμία περίπτωση τον ρόλο της damsel in distress που έχει βρεθεί στον βούρκο από συγκυρίες και περιμένει τον ιππότη που θα τη σώσει. Αντιθέτως, επιζητούν με μανία εκδίκηση για την ατιμωτική βία που έχουν υποστεί.
Το new kid on the block, που καμώνεται τον σπουδαίο και κομπορρημονεί για τα κατορθώματά του, καταρρέει ολοκληρωτικά στην ιδέα πως μόλις σκότωσε κάποιον άνθρωπο, μισεί την ίδια του την ύπαρξη και εγκαταλείπει το εξάσφαιρο χωρίς δεύτερη σκέψη. Ο φίλος και συνοδοιπόρος του Ουίλιαμ, ο μπαρουτοκαπνισμένος Νεντ (Μόργκαν Φρίμαν), λυγίζει την πιο κρίσιμη στιγμή και αναιρεί τη φήμη που τον συνοδεύει ως «τον άνθρωπο που θέλεις δίπλα σου στα δύσκολα».
Σε ένα παιχνίδι σαρδόνιας ειρωνείας, η μοναδική επιβεβαίωση των μύθων έρχεται από τον μόνο άνθρωπο που διαλαλούσε από την πρώτη στιγμή την αμετάκλητη αλλαγή του. Ο Ουίλιαμ Μάνι, θαρρείς ορμώμενος από ένα αθέατο χρέος που έχει σκαρώσει το σακατεμένο του ριζικό, πορεύεται αγκομαχώντας και τρεκλίζοντας. Και επιδίδεται σε αυτό που γνωρίζει καλύτερα: τον θάνατο. Έχει μάθει να ζει με αυτό, έχει μάθει να καταπίνει τις ενοχές, να σιχαίνεται και να ανέχεται τον εαυτό του. Το Unforgiven επιφυλάσσει τη μεγαλύτερη κατεδάφιση στο πιο βαθύ και ύπουλο αρχέτυπο της Άγριας Δύσης: την απενοχοποίηση-αποθέωση του θανάτου.
Σε αυτό το σύμπαν, κάθε σκοτωμός συνοδεύεται από πόνο, γρύλισμα, μαρτύριο, ικεσίες για έλεος, απώλεια αξιοπρέπειας. Κάθε σκοτωμός παράγει αποτελέσματα, αφήνει το στίγμα του στους ανθρώπους, ακινητοποιεί τον χρόνο. Αυτή η διατάραξη της ισορροπίας, η μέγιστη ύβρις απέναντι στη ζωή, επιφέρει αβάσταχτες συνέπειες αργά ή γρήγορα, άμεσα ή εμμέσως. Το Unforgiven δεν προσπερνά κανένα φονικό, αρνούμενο να αποδεχτεί την αφαίρεση μιας ζωής ως ιερή τελετουργία μιας εποχής που θεμελιώθηκε στην αρπαγή και στη βία. Αντιθέτως, κοντοστέκεται σε κάθε σφαίρα και σε κάθε κραυγή πόνου, δίνοντας έμφαση στα κίνητρα και στο ψυχικό άλμα της απόφασης, στην ίδια την τέλεση της φρικτής πράξης, στον δραματικό της απόηχο και αντίκτυπο.
Στον σπαρακτικό επίλογο, το αληθινό και επώδυνο ερώτημα της όλης ιστορίας, για το αν η βία μπορεί εντέλει να υπηρετήσει κάποιο ιδεαλιστικό σκοπό, λαμβάνει την πιο αποκαρδιωτική απάντηση. Ένα ξερό «όχι», που δεν συνοδεύεται όμως από ευχολόγια, στρογγυλέματα, πασιφιστικές φαντασιώσεις ή κάποια φαντασιακή κάθαρση. Η βία ασκεί σκοτεινή γοητεία στην κοινωνία, στον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά, στο ατομικό και συλλογικό θυμικό, στο βλέμμα του θεατή. Και ο Κλιντ το γνωρίζει καλύτερα από τον καθένα.
Ο Ουίλιαμ Μάνι απέδωσε δικαιοσύνη για λογαριασμό των αδύναμων, εκδικήθηκε για τον θάνατο ενός αθώου φίλου, ξεπάστρεψε μια στρατιά από τα χειρότερα καθάρματα. Κι όμως, παρά τα όσα επαναλάμβανε στον εαυτό του καθόλη την πορεία, έχει καταδικάσει την ίδια του την ψυχή στην πιο σκληρή τιμωρία: θα είναι για πάντα ασυγχώρητος. Ένας άνθρωπος τσακισμένος και στερημένος από την οποιαδήποτε ψευδαίσθηση πως έχει ξεφύγει από τους δαίμονές του, παίρνει τον δρόμο του γυρισμού. Το σπιτικό του είναι πλέον χτισμένο στο τίποτα και στο πουθενά.