Tο σινεμά του Άκι Καουρισμάκι έχει φώτα που τρεμοπαίζουν στο σούρουπο σαν σαράβαλες καρδιές, τραμ που έρχονται από το πουθενά και μεταφέρουν επιβάτες χωρίς προορισμό, κτίρια με ρωγμές και ανοιχτές πληγές, πραγματικά γκρέμια που μένουν πεισματικά όρθια σαν τους πρωταγωνιστές που δεν τσακίζονται ποτέ παρότι τρεκλίζουν. Έχει μπαρ και καταγώγια βγαλμένα από μια χρονοκάψουλα λήθης και απορίας, πινακίδες που αναβοσβήνουν σαν φάρος ελπίδας στο σκοτάδι, μεθυσμένους ναυαγούς της ζωής, αστραφτερά τζουκ μποξ και ροκ μπάντες που σολάρουν σαν να είναι ζήτημα ζωής ή θανάτου για ένα κοινό που δεν καταλαβαίνεις αν ακούει ευλαβικά ή αν έχει βουλωμένα αυτιά. Έχει μικροσκοπικά τραπέζια κουζίνας και κρεβάτια, φτιαγμένα για να υποδέχονται τους ήρωες ακριβώς στα μέτρα τους, μακριά από κάθε περιττή φιοριτούρα —στη λιτή αυτή κατασκευή, δεν υπάρχει ούτε ένα εκατοστό για χάσιμο, ακριβώς γιατί όλο το νόημα βρίσκεται στο πώς θα καλυφθεί το κενό που χωρίζει τη μοναξιά από την ανθρώπινη επαφή.
Έχει μυστηριώδεις φιγούρες, θλιμμένες αλλά ποτέ θλιβερές, ακίνητες κι όμως γεμάτες παλμό, σαν ολοζώντανα αγάλματα. Με πρόσωπα σαν τον Ντρούπι και στολές αντί για ρούχα, που πνίγουν το παράπονο και τη ματαίωση σε νοσταλγικές μελωδίες, σύννεφα καπνού και ποταμούς αλκοόλ, αλλά αρνούνται να υποκύψουν στην αποκτήνωση και στην αναξιοπρέπεια. Φυσικά, έχει αυτό το sui generis σκανδιναβικό χιούμορ του κλαυσίγελου, στην πιο ατόφια και πρωτόλεια μορφή του, που αγκαλιάζει τον παραλογισμό της ζωής και και τον σωτήριο αυτοσαρκασμό. Πάνω απ’ όλα, όμως, έχει εκείνη την απαραβάτη ηθική επιταγή, που το καθιστά πολύτιμο και ανεκτίμητο. Με ήρωες που –όσο και αν δεν τους φαίνεται– υπακούουν σε μια άνωθεν εντολή που επιβάλλει το νοιάξιμο και την αλληλεγγύη ως τις μέγιστες αξίες της ζωής.
Τα Πεσμένα φύλλα, δεύτερη ταινία μετά τη δήλωση αποχώρησης του Καουρισμάκι από το σινεμά, η οποία ευτυχώς δεν έχει γίνει ακόμη πραγματικότητα, μας μεταφέρει στην καρδιά ενός γνώριμου ξεκούρδιστου σκηνικού. Το Ελσίνκι, μακριά από την ταμπέλα της high-tech οικολογικής μεγαλούπολης που το συνοδεύει, είναι ο τόπος των απόκληρων και του περιθωρίου, της πιο στυγνής εκμετάλλευσης και της πιο γενναιόδωρης αλληλεγγύης, όπου θαρρείς η ίδια η πόλη και οι άνθρωποί της έχουν εξαφανιστεί για να κάνουν χώρο στους ήρωες του Καουρισμάκι, στις εμμονές και στις αδυναμίες τους, στα μπαρ και στα σινεμά, τα μόνα καταφύγια για τους αισθηματίες Μοϊκανούς ενός κόσμου σκληρού και απρόσωπου.
Στο Fallen Leaves, ο Καουρισμάκι πλάθει –ίσως πιο επίσημα και σκοπίμως από ποτέ άλλοτε– ένα ρετροφουτουριστικό σύμπαν, όπου το ημερολόγιο δείχνει το δεύτερο μισό του 2024, αλλά τα πάντα συνηγορούν σε ένα αναλογικό και απτικό παρελθόν, εξιδανικευμένο και στάσιμο την ίδια ακριβώς στιγμή. Στην πραγματικότητα, ο χρονικός προσδιορισμός παραπέμπει κάπου βαθύτερα, στον καταστατικό χάρτη του καουρισμακικού σινεμά: το μέλλον εξακολουθεί να είναι δυσοίωνο, τίποτα δεν θα αλλάξει ως δια μαγείας, ωστόσο η ανθρωπιά και το άγγιγμα δεν θα σταματήσουν ποτέ να ισοδυναμούν με μικρά θαύματα, ικανά να γυρίσουν τον κόσμο (του καθενός μας) ανάποδα. Πιστός και ασυμβίβαστος υπηρέτης μιας ιδιοσυγκρασιακής γλώσσας, ο Καουρισμάκι δεν ξεμακραίνει ποτέ από τα ταυτοτικά στοιχεία έκφρασης και τις αναφορές του, χωρίς ποτέ να εκπίπτει στη μηχανιστική επανάληψη: η μανιέρα του είναι δήλωση, το μοβίτο του γίνεται αξίωμα.
Τα χρώματα, θαμπά και συγχρόνως εκτυφλωτικά, αναγνωρίσιμα από το πρώτο καρέ, μεταμορφώνουν τα απλά αντικείμενα σε σημαδούρες (περίπου σαν τις έγχρωμες ταινίες του Οζού), υπονοώντας την προσδοκία και την ομορφιά που περιμένουν υπομονετικά την κατάλληλη στιγμή. Το καδράρισμα των εσωτερικών χώρων και το φως που λούζει τα πρόσωπα (θυμίζοντας ταινίες του Μπρεσόν και του Φασμπίντερ) χαρίζει ανοιχτωσιά σε ένα ασφυκτικό περιβάλλον και φέρνει τον άνθρωπο στο μόνιμο επίκεντρο ενός ουμανιστικού –όνομα και πράγμα– σινεμά. Η μουσική, με ρόλο πολύ πιο κομβικό από έναν απλό γοητευτικό διάκοσμο, σαν μια αόρατη προστατευτική δύναμη, τραγουδά τα λόγια που κρέμονται από τα χείλη και παίρνει από το χεράκι τους διστακτικούς ήρωες που τρέμουν στην ιδέα ότι θα αγαπήσουν και θα αγαπηθούν. Το χιούμορ, λυτρωτικό και ακανόνιστο, γίνεται γιατρικό στις πιο ανύποπτες και (φαινομενικά) ακατάλληλες στιγμές. Φυσικά, δεν θα μπορούσε να λείπει από την εξίσωση το σινεμά, ο τόπος του μαζί και των ονείρων: στο σκοτάδι της αίθουσας οι δύο ήρωες θα επισφραγίσουν τι νιώθουν ο ένας για τον άλλο, ακριβώς έξω από την αίθουσα θα προστρέξουν ξανά και ξανά για να βρουν αυτό που χάθηκε, αυτό που εκκρεμεί.
Την ίδια στιγμή, το Fallen Leaves κλείνει το μάτι στην κληρονομιά του ίδιου του Καουρισμάκι, λειτουργώντας ως ανακεφαλαίωση και εξομολογητικό κατευόδιο (;) σε μια διαδρομή που μετρά ήδη τέσσερις γεμάτες δεκαετίες. Άτυπη συνέχεια της τριλογίας της εργατικής τάξης (Shadows in Paradise [1986], Ariel [1988], The Match Factory Girl [1990]). Αναφορά στην αρχή των πάντων, μιας και η Σερενάτα του Σούμπερτ που ακούμε στη βραδιά καραόκε παραπέμπει στην εναρκτήρια σκηνή από το ντεμπούτο του, Crime and Punishment (1983). Κλείσιμο ματιού μέσα από τις σκηνές του νοσοκομείου στο The Man Without a Past (2002). Εγκάρδιος χαιρετισμός στο σινεμά του Τζάρμους, με τον οποίο μοιράζονται τις εκλεκτικές συγγένειες της deadpan αμηχανίας (ας μην λησμονούμε εξάλλου την cameo εμφάνιση του Τζάρμους στο Leningrad Cowboys Go America [1989] και το φινλανδικό επεισόδιο στο Night on Earth [1991]).
Αν το καλοσκεφτεί κανείς, ο Καουρισμάκι επιφυλάσσει στους αγαπημένους του παρίες το ύψιστο και πιο αυτονόητο προνόμιο: το δικαίωμα να ζήσουν ένα rom com παραμύθι σαν όλους τους άλλους, με συμπτώσεις που φέρνουν κοντά, αναποδιές που δυναμώνουν τη φωτιά και γενναίες αποφάσεις που ζεσταίνουν την καρδιά. Στο Fallen Leaves, όπως και σε κάθε ταινία του Καουρισμάκι, η σιωπή και η αδράνεια δεν είναι ποτέ το τέλος του δρόμου αλλά μονάχα η αρχή. Γιατί κρύβουν μέσα τους όλες τις δυνατότητες. Γιατί ακόμη κι ένα απλό και φευγαλέο χαμόγελο ισοδυναμεί με κανονική κοσμογονία.