Pulp Fiction (1994)

Σκηνοθεσία: Κουέντιν Ταραντίνο

Παίζουν: Τζον Τραβόλτα, Σάμιουελ Λ. Τζάκσον, Μπρους Γουίλις, Ούμα Θέρμαν

Διάρκεια: 154’

Έχει γραφτεί αμέτρητες φορές πως το Pulp Fiction χρωστά τη γοητεία του στους στιλάτους, φρενήρεις και σαρδόνιους διαλόγους. Πράγματι, οι εκτεταμένες διαλογικές σκηνές χαρίζουν στην ταινία μπρίο, εσωτερικό παλμό και προσμονή για μια μεγαλειώδη κορύφωση. Επιπλέον, αργά αλλά σταθερά, παραποιούν την πραγματικότητα, λες και η κανονική -ό,τι και αν σημαίνει αυτό- ζωή υπάρχει μονάχα ως (βαρετή) φαντασίωση. Θαρρείς και οι ήρωες της ταινίας ξεγελούν τον κόσμο ολόκληρο, μα πάνω απ’ όλα τη βία που περιβάλλει και ορίζει την ύπαρξή τους.

Πέρα όμως από το κοφτερό τους πνεύμα, οι διάλογοι της ταινίας είναι επιφορτισμένοι με μια βαρυσήμαντη αποστολή: να τεμαχίσουν τη γραμμικότητα της αφήγησης. Την ίδια στιγμή που οι ιστορίες διαπλέκονται με μη χρονολογική σειρά, ο διάλογος είναι υποδειγματικά ζυγοσταθμισμένος ώστε να λειτουργεί ως πρελούδιο ή επίλογος, ως οιωνός ή επεξήγηση. Για να το θέσουμε αλλιώς, o καταιγιστικός βερμπαλισμός του Pulp Fiction δεν είναι απλώς cool as hell, αλλά και βαθιά λειτουργικός. Στην πραγματικότητα, όλες οι φαινομενικά ασήμαντες κουβέντες, ατάκες και αράδες -ακόμη από σχεδόν φευγαλέους χαρακτήρες- κρύβουν μέσα τους πασπαρτού και στοιχεία που θα φανούν χρήσιμα στις επόμενες πίστες.

Προσέξτε, για παράδειγμα, πώς λειτουργούν οι διάλογοι στην ιστορία του πυγμάχου Μπουτς (Μπρους Γουίλις). Η συζήτηση με την Κολομβιανή οδηγό ταξί που τον φυγαδεύει προεικονίζει ότι λίαν συντόμως ο Μπουτς θα αφαιρέσει τη ζωή κάποιου ανθρώπου όχι πάνω σε έκρηξη αδρεναλίνης (όπως συνέβη στον αγώνα που αρνήθηκε να στήσει) αλλά ως λελογισμένη απόφαση/αναγκαιότητα. Λίγο νωρίτερα, το εκπληκτικό flashback -με την ονειρεμένη γκεστ εμφάνιση του Κρίστοφερ Γουόκεν, σε έναν μονόλογο που δίνει κωμικοτραγικές διαστάσεις σε ένα οδυνηρό παιδικό τραύμα- υποδηλώνει πως ο Μπουτς, όπως ακριβώς και οι πρόγονοί του, θα χρειαστεί να καταβάλλει κόπους και θυσίες για το ανεκτίμητο ρολόι που περνά από πατέρα σε γιο στο γενεαλογικό του δέντρο.

Τέλος, η κουβέντα του Μπουτς με τη σύντροφό του στο μοτέλ αντί να αναπαράγει αυτά που γνωρίζουμε ήδη (που τα γνωρίζουν και αυτοί), κατευθύνεται σε απόμερα μονοπάτια που φανερώνουν όλα όσα χρειάζεται να ξέρουμε για τη σχέση τους. Ως υστερόγραφο σε όλα τα παραπάνω, αν και τυπικά ανήκει σε άλλο επεισόδιο της ταινίας, αξίζει να γίνει μνεία στη φαινομενικά ξεκάρφωτη εμφάνιση της σύζυγου του ντίλερ (Ροζάνα Αρκέτ), η οποία απαριθμεί -φαινομενικά χωρίς λόγο- τα ατελείωτα piercing στο σώμα της. Πολύ σύντομα, στο ίδιο ακριβώς σκηνικό, θα εκτυλιχθεί μπροστά μας ένα piercing ζωής ή θανάτου, όταν μια ένεση αδρεναλίνης καρφώνεται στην καρδιά της ετοιμοθάνατης Μία (Ούμα Θέρμαν), επαναφέροντάς την στον κόσμο των ζωντανών.

Το Pulp Fiction, που έσκασε σαν βόμβα στην Κρουαζέτ το 1994, έφυγε με τον Χρυσό Φοίνικα στις αποσκευές του και επηρέασε -ίσως- όσο καμία άλλη ταινία ολόκληρη την ποπ κουλτούρα των 90s, κατοικεί σε έναν κόσμο που έχει εξορίσει καθετί συνηθισμένο, και προβλέψιμο. Το σύμπαν του Pulp Fiction είναι παραγεμισμένο με γκάνγκστερ που αμπελοφιλοσοφούν, ντίλερς που φέρνουν σε Μεγάλο Λεμπόφσκι, κατ’ επάγγελμα ανώμαλους βιαστές, ξεκούδουνα μαγαζιά που αναβιώνουν τις μέρες του ροκ ν ρολ και της χρυσής εποχής του Χόλιγουντ, μέχρι και ερασιτέχνες ερωτευμένους ληστές, σε σημείο που δεν αφήνει χώρο και περιθώριο σε κανέναν και τίποτα άλλο να παρεισφρήσει. Αναλογιστείτε, για παράδειγμα, ότι γίνεται συνεχώς λόγος για την αστυνομία, αλλά ούτε σε ένα πλάνο δεν βλέπουμε ή ακούμε κάποιο περιπολικό στους δρόμους, παρόλο που οι αφορμές είναι αμέτρητες, τη στιγμή που διάφορα φονικά συμβαίνουν μέρα μεσημέρι, σε ένα τοπίο που μοιάζει απογυμνωμένο από τους «φυσιολογικούς» ανθρώπους.

Η απόσπαση από την πραγματικότητα αντικατοπτρίζεται πρωτίστως στις εξωφρενικές συζητήσεις ανάμεσα στους δύο πληρωμένους δολοφόνους, τον Τζουλς (Σάμιουελ Λ. Τζάκσον) και του Βίνσεντ (Τζον Τραβόλτα), που αναρωτιούνται με πάθος αν το μασάζ στα πόδια είναι ερωτική πράξη και εμβαθύνουν στις διαφορές ανάμεσα στα αμερικάνικα και τα γαλλικά μπέργκερ. Η πλήρης κατάλυση της λογικής, πάντως, επισφραγίζεται στο προτελευταίο -και πλέον κωμικό- από τα επτά επεισόδια, που φέρει τον περιπαικτικό τίτλο «The Bonnie Situation».

Σε μια ακόμη παρέκκλιση από καθετί αναμενόμενο, διάφοροι κατά συρροή δολοφόνοι και σεσημασμένοι εγκληματίες τρέμουν την πιθανή υστερία μιας συζύγου (που εργάζεται ως νοσοκόμα, σε ένα ακόμη παιχνιδιάρικο αστειάκι) που θα γίνει έξαλλη για τον κακό χαμό που επικρατεί στο σπιτικό της, σε σημείο που το ακέφαλο πτώμα ενός αθώου θύματος περνά όχι απλώς στα ψιλά, αλλά καταλήγει ντεκόρ και αφορμή για ένα σαρκαστικό ντελίριο. Σε εκείνο το σημείο, εξάλλου, έρχεται η τετράγωνη λογική και πρακτική σκέψη του Γουίνστον Γουλφ (Χάρβεϊ Καϊτέλ) για να βάλει το απολαυστικό κερασάκι στην τούρτα, σε μια σκηνή όπου οι δύο hitmen συμπεριφέρονται σαν μικρά παιδάκια που έκαναν σκανδαλιά και ακούν με προσοχή τον σεβάσμιο δάσκαλο.

Αν θεωρήσουμε ότι οι επτά επιμέρους ιστορίες της ταινίας διαχέονται σε τρεις βασικούς άξονες (Τζουλς και Βίνσεντ – Βίνσεντ και Μία – Μπουτς), το Pulp Fiction δομείται στο σχήμα διάψευση-επαλήθευση, όπου κάθε τρεις και λίγο ένα προαίσθημα επιβεβαιώνεται, μεταλλάσσεται ή αποσοβείται. Μέσα σε όλο τον κακό χαμό, η ευφυΐα της σκηνοθεσίας του Ταραντίνο συμπυκνώνεται σε μια αθέατη και πανέξυπνη αντίφαση. Σε μια ταινία λεκτικού καταιγισμού δεν ειπώνεται η παραμικρή κουβέντα για την πιο κομβική στιγμή, τον έναν και μοναδικό game changer της πλοκής: την «επιφοίτηση» και μεταστροφή του Τζουλς.

Χωρίς καμία ξεκάθαρη νύξη και δίχως την παραμικρή υπόνοια επιλόγου (είμαστε άλλωστε μόλις στο επεισόδιο 5), παρατηρούμε πως ο Βίνσεντ έχει τρυπώσει στο σπίτι του Μπουτς, για να τον τιμωρήσει για την ασέβειά του, χωρίς τη συνοδεία του Τζουλς, με τον οποίο είναι αχώριστοι σε όλη την ταινία. Λίγο αργότερα, θα αντιληφθούμε πως αυτή η σκηνή δεν είναι τυχαία ή αθώα, καθώς λειτουργεί ως σιωπηλή επιβεβαίωση της αλλαγής του Τζουλς, ο οποίος ερμήνευσε σοφά τα «θεϊκά σημάδια». Αντιθέτως, ο Βίνσεντ θα συναντήσει το μαύρο του ριζικό ακριβώς με τον τρόπο που του είχε ήδη φανερωθεί: στην τουαλέτα, διαβάζοντας ένα κόμικ την ώρα του ξαλαφρώματος, το ίδιο κόμικ που τον βλέπουμε να διαβάζει σε ανάλογη περίσταση, στη σεκάνς του φινάλε. Ο Ταραντίνο, παίζοντας στα δάχτυλα με τον φιλμικό χρόνο, ενσωματώνει τα προεόρτια στο μέλλον και τα μεθεόρτια στο παρελθόν. Και φτιάχνει μια ταινία δυσβάσταχτα cool, η οποία αποπνέει αυθορμητισμό και αναρχία ενώ στην πραγματικότητα έχει χαρτογραφηθεί μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια.

Υγ: παρατηρώντας την αναφορά στην τηλεοπτική σειρά Kung Fu (από τον ήρωα του Σάμιουελ Τζάκσον), με κυρίευσε η κάπως συγκινητική σκέψη ότι ο Ταραντίνο αναζητούσε από παλιά την αφορμή να εντάξει τον μακαρίτη Ντέιβιντ Καραντάιν σε κάποια ταινία του (όπερ και εγένετο στο Kill Bill).




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑