Fargo (1996)

Σκηνοθεσία: Τζόελ Κόεν

Παίζουν: Φράνσις ΜακΝτόρμαντ, Γουίλιαμ Μέισι, Στιβ Μπουσέμι, Πέτερ Στορμάρε, Χαρβ Πρέσνελ

Διάρκεια: 98’

1987, στη (μονίμως) χιονισμένη Μινεσότα. Ο Τζέρι (Γουίλιαμ Μέισι), μάνατζερ στην αντιπροσωπεία αυτοκινήτων που ανήκει στον πεθερό του, είναι χρεωμένος μέχρι τον λαιμό. Η κρίση του έχει θολώσει, η αυτοεκτίμησή του είναι στα τάρταρα, η καταπίεση που βιώνει στο σπίτι και στη δουλειά τού έχουν διαλύσει το μυαλό. Σαν ψαράκι που ξανοίγεται στον ωκεανό, ο Τζέρι θέτει σε εφαρμογή ένα σχέδιο που υπερβαίνει κατά πολύ τα ψυχολογικά και οργανωτικά του όρια.

Σε μια παρόρμηση από εκείνες που ξεκινούν ένα ντόμινο καταστροφής και χάους, προσλαμβάνει δύο κακοποιούς (Πέτερ Στορμάρε και Στιβ Μπουσέμι) για να απαγάγουν τη γυναίκα του, με σκοπό να εισπράξει τα λύτρα από τον πεθερό του. Φυσικά, το ξεκούρδιστο και παντελώς αταίριαστο ντουέτο των απαγωγέων θα τα κάνει θάλασσα στην πορεία, σκορπίζοντας πτώματα δεξιά και αριστερά. Φυσικά, τα πάντα θα καταλήξουν λίγο χειρότερα και από το πιο απαισιόδοξο σενάριο, σαν μια ορχήστρα που έχει πάρει οδηγίες να παίζει φάλτσα.

«Η ιστορία αυτή είναι αληθινή. Τα γεγονότα που διαδραματίζονται στην ταινία συνέβησαν στη Μινεσότα, το 1987. Από σεβασμό στους επιζώντες, έχουν γίνει αλλαγές στα ονόματα. Από σεβασμό στους νεκρούς, τα υπόλοιπα είναι ακριβώς όπως έγιναν». Με αυτή τη φράση επιλέγουν να ανοίξουν το Fargo (1996) οι αδερφοί Κοέν, οι οποίοι επισκέπτονται για πρώτη φορά τα πάτρια εδάφη της Μινεσότα, 12 χρόνια μετά το ντεμπούτο τους (Blood Simple, 1984) και έχοντας ήδη ένα διαμάντι στη φιλμογραφία τους (Barton Fink, 1991).

Κι όμως, το εναρκτήριο disclaimer της «αληθινής ιστορίας» κρύβει μέσα του μια παιχνιδιάρικη υπόνοια εξαπάτησης, ιδίως αν είσαι εξοικειωμένος με την ιδιότυπη ειρωνεία του Τζόελ και του Ίθαν. Χρόνια αργότερα, οι εικασίες για το ποιο είναι το έγκλημα από το οποίο εμπνεύστηκαν οι Κοέν, όπως και τα δικά τους μισόλογα για το θέμα, δεν έλεγαν να σταματήσουν. Το μόνο βέβαιο, πάντως, είναι πως οι Κοέν απευθύνουν ένα γράμμα στη «βαθιά Αμερική» των παιδικών τους βιωμάτων, που συνδυάζει την τρυφερότητα και την απαξίωση.

Χαρακτήρας-κλειδί στην τοπογραφία του Fargo δεν είναι άλλος από την αστυνόμο Mαρτζ Γκούντερσον (Φράνσις ΜακΝτόρμαντ), η οποία αναλαμβάνει να βάλει φρένο στα ψέματα και στα φονικά που έχουν ταράξει την ντόπια κοινότητα. Απέχοντας έτη φωτός από την παραδοσιακή εικόνα-εμφάνιση του ντετέκτιβ που ξεδιαλύνει ένα πολύπλοκο μυστήριο, σε κατάσταση προχωρημένης εγκυμοσύνης (μια πρώτη υπόνοια ελπίδας για το μέλλον, λοιπόν), με ευγενικούς τρόπους και ειλικρινές χαμόγελο, η Μαρτζ έρχεται σε αντίστιξη με την περιέρρευσα παράνοια και χυδαιότητα. Μεθοδικά και συνετά, επιστρατεύοντας λογική και ευρηματικότητα και ξεστομίζοντας αποφθέγματα στωικότητας και λαϊκής σοφίας, η Μαρτζ σχηματίζει τη μεγάλη εικόνα. Και παρά την «ταπεινή» της καταγωγή και την έλλειψη εμπειρίας σε ανάλογες καταστάσεις, δεν θα εκπλαγεί από την ανθρώπινη κακία, αλλά ούτε θα την αφήσει να τρυπώσει στη δική της φωλιά.

Οι Κοέν, πιστοί στις βασικές αρχές που διέπουν ολόκληρη τη φιλμογραφία τους, δείχνουν ακλόνητη εμπιστοσύνη στην ανθρώπινη μοχθηρία, βλακεία και μικροπρέπεια. Την ίδια στιγμή, όμως, επιστρατεύουν ένα αντίβαρο καλοσύνης, επιμονής και διαύγειας, που καθρεφτίζεται στην περσόνα της Μαρτζ Γκούντερσον. Κάπως έτσι, αυτό το αντιφατικό δίπολο συμπυκνώνει την εικόνα που έχουν οι Κοέν για την προσωπική τους πατρίδα, τις βόρειες πολιτείες των ΗΠΑ (εκπληκτικό το ενσταντανέ με τον άγαλμα του folklore ήρωα Πολ Μπάνιαν να δεσπόζει πάνω από έναν παγωμένο επαρχιακό δρόμο). Από τη μια, η αφέλεια, η καλοσυνάτη προδιάθεση, η ανεπιτήδευτη ευγένεια. Από την άλλη, η ανομολόγητη καταπίεση, η ψυχολογική απομόνωση από την υπόλοιπη Αμερική, η υπόγεια βία που κρύβεται κάτω από τον πάγο και το χιόνι.

Παρεμπιπτόντως, το πάλλευκο τοπίο του Fargo μετατρέπεται σταδιακά σε ισότιμο πρωταγωνιστή της ιστορίας, ως μόνιμη υπενθύμιση μιας αόρατης απειλής. Μακριά από τα κλισέ που συνοδεύουν (χαμένη αθωότητα, νοσταλγική παιδικότητα) το λευκό χρώμα, ο χιονισμένος καμβάς του Fargo στραγγίζει το αίμα και καταπίνει τις κραυγές. Οι Κοέν, πιστοί στην αγαπημένη τους συνήθεια να «νοθεύουν» κινηματογραφικά είδη, φτιάχνουν ένα κάτασπρο φιλμ νουάρ, παιχνιδίζοντας ταυτόχρονα με όλους τους κώδικες των whodunit crime movies.

Η ανθρωπογεωγραφία του Fargo, πάντως, δεν εξαντλείται στον λειτουργικό ρόλο του τοπίου και των εξωτερικών χώρων. Η ντοπιολαλιά της ταινίας, τόσο από άποψη προφοράς και εκφοράς του λόγου (που συγγενεύει με τις σκανδιναβικές γλώσσες, εξ ου και το επίθετο Γκούντερσον, όπως και το ιδανικό κάστινγκ του Σουηδού Πέτερ Στορμάρε) όσο και ως προς τους ιδιωματισμούς και την ιδιόλεκτο, έφτασε στο σημείο να αντιστρέψει τη φυσική φορά των πραγμάτων: αυτό που ξεκίνησε ως πιστή μίμηση αποδείχτηκε τόσο αυθεντικό που κατέληξε σημείο αναφοράς και αντικείμενο αναπαραγωγής από τους κατοίκους της περιοχής.

Πέρα όμως από την καταλυτική επιρροή της Μαρτζ στο σχέδιο των Κοέν, ο χαρακτήρας που συμπυκνώνει το σύμπαν του Fargo και μοιάζει βγαλμένος από το καλούπι των Κοέν είναι ο Τζέρι του Γουίλιαμ Μέισι. Ένας από τους πιο συνεπείς και εργατικούς καρατερίστες στο σύγχρονο αμερικανικό σινεμά, ο Μέισι προοριζόταν αρχικά για μικρότερο ρόλο στην ταινία. Παρόλα αυτά, η επιμονή του να υποδυθεί τον Τζέρι έκρυβε μια ταύτιση σχεδόν υπερβατική, η οποία έκαμψε κάθε αντίσταση από τους Κοέν. Με τα παγωμένα γαλάζια μάτια που γίνονται θαρρείς ένα με το ψύχος που κατακλύζει το τοπίο και τους ήρωες, ο Μέισι  αποπνέει στην εντέλεια τον πανικό, τη σύγχυση, τις ενοχές και τις φρούδες ελπίδες ενός ανθρωπάκου που βρέθηκε αντιμέτωπος με τα άγρια θηρία της ζωής: τη ματαίωση και τη ματαιότητα.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑