Reviews Madre

9 Μαΐου 2020 |

0

Madre

Σκηνοθεσία: Ροντρίγο Σορογκόγιεν

Παίζουν: Μάρτα Νιέτο, Ζιλ Ποριέ, Άλεξ Μπρέντεμουλ

Διάρκεια: 129’

Ελληνικός τίτλος: “Εξαφανισμένος”

Της Κατερίνας Μελεζιάδου

Το Madre αποτελεί προέκταση της ομώνυμης μικρού μήκους ταινίας του 2017 του Ροντρίγο Σορογκόγιεν, που ήταν υποψήφια για Όσκαρ στην κατηγορία μικρού μήκους. Με τρόπο, μάλιστα, που φέρνει στο νου το Amour του Μίκαελ Χάνεκε ή το A Serious Man των αδελφών Κόεν, η μικρού μήκους ταινία αποτελεί την εισαγωγή της μεγάλου μήκους, λειτουργώντας ως δραματική συμπύκνωση αυτού που ο θεατής παρακολουθεί σε όλο το υπόλοιπο έργο. Η Ελένα (Μάρτα Νιέτο) μιλάει με τον εξάχρονο γιο της Ιβάν στο τηλέφωνο, την ώρα που εκείνος πέφτει θύμα απαγωγής σε κάποια έρημη παραλία της Γαλλίας. Εκτός εαυτού, αρπάζει την τσάντα της και ορμά έξω από την πόρτα για να τον βρει. Δέκα χρόνια μετά, βλέπουμε την Ελένα να περπατάει σε μια ακτή.

Είναι τώρα η “τρελή Ισπανίδα που έχασε το γιο της” (όπως τη χαρακτηρίζουν οι ντόπιοι) και μένει σε μια έρημη παραθαλάσσια περιοχή της Γαλλίας, που γεμίζει με κόσμο μόνο το καλοκαίρι, στην τουριστική σεζόν. Εκεί γνωρίζει τον Ζαν (Ζιλ Ποριέ), έναν δεκαεξάχρονο νεαρό που συμμετέχει σε ένα αθλητικό καμπ και έχει έρθει με την οικογένειά του από το Παρίσι για τις θερινές διακοπές. Της θυμίζει τον γιο της και οι δυο τους αναπτύσσουν μια ιδιότυπη φιλία.

Παρόλο που οι δυο πρωταγωνιστές πλαισιώνονται από συντρόφους και φίλους αντίστοιχη καθημερινότητά τους -η Ελένα στο εστιατόριο και στη σχέση της από τον Γιοσίμπα (Άλεξ Μπρέντεμουλ) και ο Ζαν από την οικογένεια και τους φίλους του- φαντάζουν παράταιροι εντός αυτών των πλαισίων. Κάθε φορά που η Ελένα λυγίζει συναισθηματικά (πχ όταν βλέπει τη φωτογραφία του Ιβάν μέσα από το βιβλίο, ή στο εστιατόριο), εκεί που ο θεατής περιμένει τον Γιοσίμπα να την πάρει αγκαλιά, να της μιλήσει γλυκά, να την υπερασπιστεί, αυτός αποσυνδέεται ψυχικά και απομακρύνεται από αυτήν.

Παρά τη σταθερή βοηθητική παρουσία του στην πλοκή, και παρά τα σχέδιά τους για κοινή ζωή, ο Γιοσίμπα αντιμετωπίζει την Ελένα με ανοχή και όχι με ανεκτικότητα. Από την άλλη, ο Ζαν επικοινωνεί με τους φίλους του με ένα είδος απόμακρου χιούμορ, με μια επιφανειακή σιγουριά και αδιαφορία, που δεν ανταποκρίνεται στα πραγματικά του συναισθήματα και στις αληθινές του σκέψεις. Διακρίνει τη θλίψη πίσω από την συμπεριφορά της Ελένα και γοητεύεται από την επαφή με ένα άτομο που λόγω ηλικίας, φύλου και χαρακτήρα διαφέρει ριζικά τόσο από την οικογένειά του όσο και από την παρέα των φίλων του.

Για δύο ώρες και δέκα λεπτά, ο θεατής παρακολουθεί ένα δραματικό ψυχογράφημα των χαρακτήρων. Η πλοκή ξεδιπλώνεται με αργό τρόπο, με λεπτομέρειες που άλλοτε ρίχνουν φως στην υπόθεση και άλλοτε δημιουργούν ερωτηματικά. Το σενάριο αναδεικνύει όλες τις λεπτές αποχρώσεις του ψυχικού κόσμου των ηρώων και βοηθάει τους ηθοποιούς. Αν και ο τρόπος εξέλιξης της σχέσης μεταξύ των δυο πρωταγωνιστών δεν είναι ιδιαίτερα ρεαλιστικός, όλοι οι υπόλοιποι διάλογοι είναι απόλυτα φυσικοί και βγαλμένοι από την πραγματικότητα, σχεδόν σαν ντοκιμαντέρ. Υπάρχει μια έντονη παρατηρητικότητα και μια στιβαρή και ακριβής αίσθηση της πραγματικότητας από την πλευρά του σκηνοθέτη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η σκηνή της Ελένας στο αμάξι με τους τέσσερις νεαρούς, η σκηνή της γιορτής ή ο διάλογος με το Ραμόν.

Υπάρχει μια απόσταση ενωμένη με απορία και αγάπη ανάμεσα στους δυο πρωταγωνιστές. Το γεγονός ότι αυτό γίνεται αντιληπτό στο θεατή οφείλεται στις απόλυτα φυσικές και πολύ δυνατές ερμηνείες των δυο ηθοποιών. Ο Ζιλ Ποριέ δίνει στον Ζαν μια πλήρη ισορροπία ανάμεσα στην παιδικότητα και την ενηλικίωση, κάτι που υποστηρίζεται και από το σενάριο, καθώς τα λόγια του πότε είναι σοβαρά και πότε φανερώνουν το νεαρό της ηλικίας του και την έλλειψη εμπειρίας από τη ζωή.

H ερμηνεία της Μάρτα Νιέτο, για την οποία τιμήθηκε με το Α’ βραβείο γυναικείας ερμηνείας του Φεστιβάλ Βενετίας στην κατηγορία Orizzonti, είναι πολυσύνθετη. Η κάμερα την τραβάει να περπατάει από πίσω, πολύ “ελαφριά”, σαν να μην πατάει στη γη και να είναι έτοιμη να φύγει προς κάπου, πολύ αδυνατισμένη, λίγο καμπουριασμένη, με τα ίδια χαρακτηριστικά βήματα, με μαλλιά γκρίζα. Στο οστεώδες πρόσωπό της κυριαρχεί ένα αινιγματικό βλέμμα. Και οπτικά και με την ερμηνεία της εκφράζει αντικρουόμενα συναισθήματα όπως παραίτηση, αναμονή, ελπίδα, άρνηση για ζωή, κάποιες φορές ένα ξέχασμα, κάποιες φορές ευγένεια, καλοσύνη ή θυμό.

Τα ενδιάμεσα πλάνα της θάλασσας στην άδεια, μουντή παραλία λειτουργούν ως δραματικές παύσεις διάσπαρτες στην πλοκή. Η φωτογραφία του Άλεξ ντε Πάμπλο συντελεί θετικά στο αίσθημα μυστηρίου της ταινίας, καθώς βλέπουμε τους πρωταγωνιστές είτε από αρκετά μακριά είτε από πολύ κοντά. Η κάμερα παρατηρεί την Ελένα έτσι όπως είναι αφημένη, παρατημένη σχεδόν μέσα στα σεντόνια και τα μαξιλάρια του κρεβατιού της στον ύπνο ή επικεντρώνεται στον Ζαν: ως φιγούρα, στο ασχημάτιστο εφηβικό του σώμα μέσα στους θαμώνες του εστιατορίου, και ως αγαπημένο πρόσωπο, στα μάτια, τα μαλλιά και το δέρμα του.

Ο ρόλος της μητέρας υπάρχει σε λανθάνουσα μορφή μέσα στην Ελένα, λόγω της απώλειας του γιου της: είναι μια μητέρα στερημένη από το αντικείμενο της αγάπης. Η φροντίδα, η γαλήνη, η προστατευτικότητα, το ενδιαφέρον, η χαρά, όλα αυτά τα συναισθήματα που θάφτηκαν ξαφνικά λάμπουν στην Ελένα με την παρουσία του Ζαν, σαν ρεύμα ζωής που τη διαπερνά. Στο δεύτερο μισό της ταινίας, η Ελένα γίνεται περισσότερο “γήινη “καθώς της δίνεται η ευκαιρία να προστατεύσει το νέο της “παιδί”. Ο θεατής την ακολουθεί καθώς αυτή πορεύεται σε μια παράκαμψη της ζωής που βγαίνει από μέσα της, παρερμηνεύοντας την και η ίδια ως νοσταλγία της νεότητας, ως φυγή- όμως η παράκαμψη στην πραγματικότητα την οδηγεί στην αρχική λεωφόρο. Όπου και οδεύει ταχύτατα προς την λύτρωση, τη συγχώρεση, την αποκατάσταση.

Οι σκηνές στο δάσος καθώς και το εφιαλτικό φλασμπάκ στον κορμό τονίζουν το στοιχείο του μυστηρίου που υπάρχει στην ταινία. Ο τελευταίος διάλογος μεταξύ των πρωταγωνιστών δεν αποτελεί δραματική κορύφωση, αλλά είναι μελαγχολικός, χαμηλότονος, λαμπερός και αποτελεί το ιδανικό απαλό κλείσιμο της πλοκής. Με αριστοτεχνική συμμετρία σε καταστάσεις και λόγια που ανταλλάσσονται, ο Σορογκόγιεν κάνει έναν κύκλο και αγκαλιάζει τους ήρωές του.

Κάθε φορά που οι δυο πρωταγωνιστές βρίσκονται μαζί στο καρέ, κάτι το ανοίκειο, υπερβατικό και αλλόκοσμο αναδύεται στην ατμόσφαιρα της ταινίας. Οι απλές κινήσεις της καθημερινότητας (το φαγητό, η μουσική, η ξεκούραση στον καναπέ βλέποντας τηλεόραση, η αγκαλιά) που εκτυλίσσονται μεταξύ Ελένας-Γιοσίμπα και Ελένας-Ζαν είναι ίδιες, αλλά η ποιότητα των στιγμών είναι εντελώς διαφορετική. Στην πρώτη περίπτωση μοιάζουν τυπικές και κενές νοήματος, ενώ στη δεύτερη περίπτωση είναι γεμάτες από μια μυστική κατανόηση μεταξύ των πρωταγωνιστών.

Υπάρχει μια λεπτότητα στην αλληλεπίδραση μεταξύ τους, μια γλυκύτητα, ένα αίσθημα “παραδείσου”, μια αμοιβαία έγνοια, ένα ασυνήθιστο βάθος αγάπης, που δεν εκφράζεται με λόγια, αλλά είναι φανερό σε κάθε διάλογο, βλέμμα ή κίνηση των ηρώων. Αυτό ακριβώς το ιδιαίτερο συναίσθημα είναι αυτό που λάμπει στην ταινία και, μαζί με το στέρεο ξεδίπλωμα της πλοκής που κρατάει το ενδιαφέρον του θεατή αμείωτο, τον συνοδεύει και μετά τη λήξη της.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑