Σκηνοθεσία: Μπρους Ρόμπινσον
Παίζουν: Ρίτσαρντ Γκραντ, Πολ ΜακΓκαν, Ρίτσαρντ Γκρίφιθς
Διάρκεια: 107’
Ο Γουίθνεϊλ και εγώ. Κι όπου «εγώ», βάλτε τον σκηνοθέτη Μπρους Ρόμπινσον, ο οποίος αντλεί έμπνευση από προσωπικές εμπειρίες, και πιο συγκεκριμένα από τη φιλία και συγκατοίκηση με την αληθινή περσόνα του Βίβιαν ΜακΚέρνελ, στα τέλη των ξέφρενων swinging sixties του Λονδίνου. Μια συνύπαρξη σαν νιτρογλυκερίνη, βγαλμένη θαρρείς από κάποιο εγχειρίδιο αυτοκαταστροφής, παράνοιας και ατελείωτης παραζάλης. Διότι το Withnail and I (1987), ένα απόσταγμα ασύγκριτου βρετανικού φλέγματος, ρουφά με πάθος τις αναθυμιάσεις, παραληρεί και παραπατά με βλέμμα αλλοφροσύνης, ξυπνά τσαλακωμένο και ξεκινά πάλι από την αρχή. Εξάλλου, το καλύτερο γιατρικό για ένα hangover πολλών ρίχτερ δεν είναι άλλο από το να βουτήξεις και πάλι στη μαρμίτα του αλκοόλ. Η ομοιοπαθητική της μέθης στην πιο εμπνευσμένη της εκδοχή.
Σε ένα Λονδίνο τυλιγμένο σε μια ατμόσφαιρα πηχτή, βαριά και ασήκωτη, η τρέλα μοιάζει να παραμονεύει σε κάθε γωνιά. Σίγουρα πάντως η τρέλα φωλιάζει σε αυτό το σπίτι της συμφοράς, κάτω από τον νεροχύτη-χωματερή, στα αμέτρητα μικροαντικείμενα στα οποία ανήκει στην πραγματικότητα ο χώρος, στις στρατιές από αδειανές φιάλες. Από την πρώτη κιόλας σεκάνς, ο κεντρικός ήρωας, το alter ego δηλαδή του σκηνοθέτη, μας δίνει το πασπαρτού για το θολωμένο του μυαλό. Τα πάντα –από ένα άρθρο σε μια εφημερίδα, ένα φλιτζάνι τσάι ή ένα μια ζωγραφιά σε μια τουαλέτα– μπορούν να προκαλέσουν επιθέσεις πανικού, τα πρόσωπα των ανθρώπων μοιάζουν αλαφιασμένα και γκροτέσκα, οι δρόμοι είναι αφύσικα και απόκοσμα αδειανοί, οι απλές λειτουργίες της καθημερινότητας μετατρέπονται σε κύβους του Ρούμπικ και εφιαλτικά οράματα.
Ο Ρόμπινσον ευφυώς αρνείται να κατονομάσει τον κεντρικό ήρωα (είναι κάτι πολύ βαθύτερο από μια απομίμηση του ιδίου, είναι τα ανομολόγητα εσώψυχά του) και επιλέγει να τον βαφτίσει υπαινικτικά και αθόρυβα, λίγο πριν το φινάλε, με το όνομα Marwood που εμφανίζεται φευγαλέα στον φάκελο ενός τηλεγραφήματος. Είναι η στιγμή του φρένου, λίγο πριν τον γκρεμό. Ο ήρωας θα αποκτήσει όνομα, διότι θα αποκτήσει υπόσταση και σκοπό. Όσα έχουν προηγηθεί, όμως, είναι ένα αγνό και ξέφρενο ντελίριο. Και κάτι παραπάνω.
Ο Μάργουντ και ο Γουίθνεϊλ είναι δύο άνεργοι ηθοποιοί, που επιδεικνύουν αψεγάδιαστο επαγγελματικό ζήλο όσον αφορά το ανελέητο και χορταστικό ξόδεμα της ζωής τους. Κι αν ο Μάργουντ, παρότι σακαταμένος από φοβίες, καταχρήσεις και παραισθήσεις, εμφανίζει αραιά και πού εκλάμψεις λογικής, ο Γουίθνεϊλ (ο Ρίτσαρντ Γκραντ σε μια οιστριονική φρενίτιδα που κάνει πολυδιαφημισμένες ερμηνείες σε παρόμοιους ρόλους να μοιάζουν φρουτόκρεμες) ζει σε έναν κόσμο αχαλίνωτο και μαλωμένο με κάθε πιθανότητα συνεννόησης.
Ορμώμενοι από φαντασιακά σύνδρομα καταδίωξης και από μια παντελώς ουρανοκατέβατη επιθυμία φυγής, οι δύο φίλοι αποφασίζουν να μεταφέρουν την παραφροσύνη τους σε μια εκδρομή στην εξοχή, στο παραδοσιακό cottage που τους παραχωρεί ο Μόντι, ένας εκκεντρικός, ματσωμένος θείος του Γουίθνεϊλ, που γλυκοκοιτάζει σαν ξερολούκουμο τον Μάργουντ. Παρεμπιπτόντως, το subplot της σεξουαλικής παρενόχλησης του Μάργουντ (ξεκαρδιστικής και θεοσκότεινης την ίδια στιγμή) από τον Μόντι έχει, επίσης, αυτοβιογραφική χροιά, καθώς αποτυπώνει τις ορέξεις που είχε αναπτύξει για τον Ρόμπινσον ο Φράνκο Τζεφιρέλι, στο πλατό της ταινίας Ρωμαίος και Ιουλιέτα (1968) όπου ο Ρόμπινσον είχε υποδυθεί (σε ηλικία 21 ετών) τον Μπενβόλιο. Ο Ρίτσαρντ Γκρίφιθς, εξάλλου, συνδράμει ιδανικά στη συνολική αίσθηση απορρύθμισης με το ξέχειλο παρουσιαστικό, τα παιχνιδιάρικα μάτια, τα ροδαλά μάγουλα, την οπερετική προφορά και τις θεατράλε αντιδράσεις.
Το Withnail and I χτίζεται σε μια σειρά από σατιρικές αποδομήσεις-ειρωνείες, με πρώτη και καλύτερη την κατεδάφιση της αστικής φαντασίωσης για τις ευεργετικές συνέπειες της φυσιολατρικής διαφυγής. Οι δύο ήρωες, που αντιδρούν, μιλούν και συμπεριφέρονται σαν δύο μοντέρνοι Ρομαντικοί μιας εποχής χωρίς κανέναν ρομαντισμό, βιώνουν την απομάγευση της βουκολικής εξοχής, η οποία μοιάζει περισσότερο με βάλτο παρά με ειδυλλιακό δάσος.
Σε παιχνιδιάρικη αντιστοιχία με διάφορες θρυλικές μορφές του Ρομαντισμού, όπως λχ ο Τζον Κιτς, ο Μάργουντ και ο Γουίθνεϊλ διαπιστώνουν πως η γαλήνη του τοπίου είναι μια φενάκη, πως οι ιδεοληπτικές μανίες μάλλον διογκώνονται στη νεκρική σιγή της υπαίθρου παρά απαλύνονται. Φυσικά, η ειρωνεία είναι αμφίπλευρη: οι δύο κουλτουριάδηδες πότες φαντασιώνονται απειλές εκεί που δεν υπάρχουν και αυτοκολακεύονται διαρκώς στην υπόνοια ότι η λονδρέζικη καταγωγή τους αποτελεί κόκκινο πανί για όλους ανεξαιρέτως τους ντόπιους.
Όπως προαναφέραμε το σημείο τομής έρχεται μέσα από μια αναπάντεχη εξωτερική παρεμβολή σε έναν κόσμο που μοιάζει ανίκητος στην επαναληψιμότητά του: ένα τηλεγράφημα ανοίγει τον δρόμο στον Μάργουντ για το θεατρικό σανίδι, σαν ένα ύστατο και χαριστικό καμπανάκι πριν το τελικό νοκ άουτ. Ο τελευταίος χορός, πάντως, θα είναι αυτός που αξίζει σε μια φιλία σαν άγρια και συναρπαστική κατηφόρα. Αρχικά, μέσα από μια θεοπάλαβη και σαρκαστική φάρσα (γεμάτη, ωστόσο, ανομολόγητη θλίψη) στη χίπικη κουλτούρα λίγο πριν τον αληθινά σπαρακτικό αποχαιρετισμό. Και κάπου εκεί, κάτω από μια καταρρακτώδη βροχή ενηλικίωσης και απώλειας, συνειδητοποιείς ότι το Withnail and I, πέρα από την απενοχοποιημένη διασκέδαση, έχει προλάβει να μιλήσει για τα πάντα χωρίς να πει καλά καλά κουβέντα.
Για το stiff upper lip της αγγλικής αριστοκρατίας. Για την αυτάρεσκη αυτοαναφορικότητα των ανθρώπων της τέχνης. Για τις εμμονές και το παράλογο των ανθρώπινων σχέσεων, την ουσιαστική αδυναμία επικοινωνίας. Για τις φιλίες που καταπίνουν ωκεανούς, αλλά είναι καταδικασμένες μια μέρα να στερέψουν. Για την εγγενώς ερωτική φύση που κρύβεται πίσω από κάθε δοτική σχέση. Για τη νεανική ορμή που ξεθωριάζει σαν μακρινό όνειρο. Για τη ζωή που μοιάζει με ατελείωτο παλκοσένικο, με μελοδραματικά ξεσπάσματα, απρόσκλητα κλάματα και τρανταχτά γέλια. Και σε μια σκηνή από εκείνες που στ’ αλήθεια θα θυμάσαι μια ζωή, αποχαιρετά με λυγμό, δάκρυα και δέος μια ολόκληρη εποχή.
What a piece of work is man.. […]
the beauty of the world […]
the quintessence of dust…