What's On The Old Oak (2023)

10 Δεκεμβρίου 2023 |

0

The Old Oak (2023)

Σκηνοθεσία: Κεν Λόουτς

Παίζουν: Ντέιβ Τέρνερ, Έμπλα Μαρί, Κλερ Ρότζερσον, Τρέβορ Φοξ

Διάρκεια: 113′

H Γέρικη βελανιδιά είναι μια σαράβαλη και ετοιμόρροπη παμπ, με μουχλιασμένες κλειστές αίθουσες και σκονισμένες φωτογραφίες που παραπέμπουν σε αλλοτινά μεγαλεία: σαν το καθρέφτισμα της παρακμής ενός ολόκληρου τόπου. Σε αυτή την παραθαλάσσια κωμόπολη της βορειοανατολικής Αγγλίας, με τους αποκαμωμένους κατοίκους και την ψυχική κόπωση, Η τελευταία παμπ είναι το έσχατο καταφύγιο κοινωνικής συνεύρεσης και εκτόνωσης. Εκει, στην μπάρα και στα λιγοστά της τραπέζια, η ζοχάδα μιας χαμηλοτάβανης ζωής και τα παράπονα της (κάθε είδους) εγκατάλειψης βρίσκουν προσωρινή (και μάταιη) ανακούφιση στα παραγεμισμένα pints και στη θαλπωρή της συνήθειας. 

Όταν έρχεσαι αντιμέτωπος με το κύκνειο άσμα της σπουδαίας διαδρομής ενός τόσο σημαντικού σκηνοθέτη, όπως συμβαίνει με την περίπτωση του -αισίως 87χρονου- Κεν Λόουτς, καραδοκούν πολλοί μικροί ή μεγαλύτεροι κίνδυνοι. Από τη μια, είναι αδύνατον να μην μπεις στη διαδικασία να εκλάβεις την ταινία ως ένα στερνό κατευόδιο όχι μόνο μιας πλούσιας καριέρας, αλλά και μιας ολόκληρης κοσμοθεωρίας και αντίληψης για τον ρόλο και την αποστολή του κινηματογράφου. Από την άλλη, παραμονεύει μια διπλή παγίδα. Αφενός, να περιοριστεί κανείς στο διαχρονικό ουμανιστικό μήνυμα του Λόουτς ως τελικό επιμύθιο, προσπερνώντας καθετί άλλο που χρήζει (θετικής) αναφοράς στην ταινία. Αφετέρου, να επικρατήσει η αποσιώπηση κάθε ευκολίας ή υπεραπλούστευσης που μετέρχεται η ταινία στο όνομα ενός τυπικού (και σε καμία περίπτωση ουσιαστικού) σεβασμού. 

Πράγματι, στο δειλινό μιας πορείας ποτέ δεν έχασε τον ανθρωποκεντρικό της προσανατολισμό -είτε σκιαγραφώντας την ανήλιαγη κοινωνική πραγματικότητα των λιγότερο προνομιούχων στην Αγγλία είτε ανατέμνοντας κομβικά ιστορικά γεγονότα- ο Κεν Λόουτς έχει το βλέμμα αυστηρά προσηλωμένο στο κέντρο του στόχου. Στο δικό του σύμπαν, η αλληλεγγύη και η ενσυναίσθηση δεν είναι απλώς το τελικό ζητούμενο, αλλά το αδιαπραγμάτευτο προαπαιτούμενο. Παραφράζοντας τα όσα είχε γράψει κάποτε ο σπουδαίος Μισέλ Δημόπουλος στην ειδική έκδοση του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης για τον Κεν Λόουτς, οι ήρωες του βετεράνου Άγγλου σκηνοθέτη, παρότι ταπεινοί και καταφρονεμένοι, αλλά και φορτωμένοι με κάθε λογής βαρίδια, είναι προικισμένοι με το ύψιστο γαλόνι: είναι ικανοί παντού και πάντα, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, να αγαπήσουν τον συνάνθρωπό τους. 

Στο The Old Oak, ο Λόουτς -με συνοδοιπόρο για μία ακόμη φορά τον σεναριογράφο Πολ Λάβερτι- υφαίνει ένα νήμα που συνδέει τον αγώνα των Άγγλων ανθρακωρύχων στα μέσα των 80s και την άτεγκτη στάση της θατσερικής κυβέρνησης που οδήγησε στη φτωχοποίησή τους με το σύγχρονο προσφυγικό δράμα. Μια κοινότητα που έχει αφεθεί εδώ και καιρό στη μεμψιμοιρία και στην παραίτηση καλείται να υποδεχτεί ανθρώπους από την άλλη άκρη του κόσμου, μα πάνω απ’ όλα να διαλέξει στρατόπεδο. Στο σύμπαν του Λόουτς, όπως πολύ καλά γνωρίζουμε, οι επιλογές είναι ευκρινείς και κρυστάλλινες και η συμπόρευση με τον αδύναμο είναι μονόδρομος. Παρόλα αυτά, χωρίς βέβαια να υποκύπτει στον αφελή πειρασμό της θαυματουργής επιφοίτησης-μεταμόρφωσης προς το καλύτερο, ο Λόουτς είναι πάντα έτοιμος να προσφέρει (καλοπροαίρετα αλλά ενιότε φαντασιακά) ελαφρυντικά ακόμη και σε όσους διολισθαίνουν προς τη μισαλλοδοξία. Στο δικό του αξιακό σύστημα, εξάλλου, η κακοψυχία είτε έχει αμιγώς ταξική προέλευση είτε είναι απόρροια μιας συστημικής και συστηματικής αδικίας που θολώνει το μυαλό και ωθεί στην αναζήτηση εξιλαστήριων θυμάτων. 

Όπως (σχεδόν) πάντα, ο Λόουτς δίνει το αρχικό στίγμα μέσα από μια πολυφωνική διαλογική σκηνή, ενορχηστρωμένη με μεράκι, κατανόηση και εσωτερικό τέμπο, από εκείνες που έχουμε δει και απολαύσει τόσες και τόσες φορές στη φιλμογραφία του. Παράλληλα, ήδη από την πρώτη στιγμή γίνεται φανερή η βαρυσήμαντη (και ευφυής) συμβολική χρήση της φωτογραφίας. Σε μια απάνθρωπη συνθήκη εκπατρισμού και αυτοεξορίας, η οποία μετατρέπει τους ανθρώπους σε ανώνυμες στατιστικές και άμορφες φιγούρες, η κεντρική ηρωίδα -μια φωτογράφος από τη Συρία- εξασφαλίζει στους δικούς της ανθρώπους, αλλά και στους αθέατους κατοίκους μιας πόλης σβησμένης από τον οικονομικό χάρτη της Αγγλίας, το προνόμιο όχι μόνο της ορατότητας και της εικόνας, αλλά και μιας κανονικής ζωής με χαμόγελα, αφηρημάδες, γέλια και κλάματα, στιγμιότυπα και ασχολίες της καθημερινότητας. Παράλληλα, ο Λόουτς βρίσκει τον τρόπο μέσα από υποπλοκές που δεν γεμίζουν αρχικά το μάτι, όπως την ιστορία με τον μικρό σκύλο (και την προέλευσή του ονόματός του), να προσδώσει ατόφια συγκίνηση στη σκόπιμα straightforward ιστορία που ξεδιπλώνει. 

Φυσικά, δεν λείπουν οι επιμέρους αστοχίες, οι οποίες σχετίζονται -τουλάχιστον σε έναν βαθμό- με το γεγονός ότι η σεναριακή κατάστρωση προσπαθεί να στριμωχτεί στο παζλ ενός ήδη προαποφασισμένου μηνύματος, αντιστρέφοντας κατά κάποιον τρόπο την επιθυμητή φορά. Αρχικά, η πρόσφατη επιμονή του Κεν Λόουτς σε ερασιτέχνες ηθοποιούς (σε αντίθεση με άλλες φορές, όπου το αποτέλεσμα δεν μοιάζει ανοίκειο, όπως στο I, Daniel Blake) αφαιρεί δραματουργικό βάθος από τους δύο κεντρικούς ήρωες, τον ιδιοκτήτη της παμπ και τη Σύρια φωτογράφο. Επιπλέον, η ματιά του Λόουτς στα ενδότερα της προσφυγικής κοινότητας μοιάζει διαμεσολαβημένη και (τεχνητά) φιλτραρισμένη, σε σύγκριση πάντα με την τόσο αβίαστη αυθεντικότητα που μεταδίδουν οι ντόπιοι ήρωές του. Τέλος, η κλιμάκωση του φινάλε -σε αντίθεση με την ειλικρινή ζεστασιά που εκπέμπουν πολλές ανύποπτες στιγμές της ταινίας, όπως προαναφέραμε- μοιάζει λίγο ουρανοκατέβατη, ταγμένη αποκλειστικά στο να (εξ)υπηρετήσει τα ιδανικά που καθοδηγούν το σινεμά του Λόουτς εδώ και περισσότερο από μισό αιώνα. 

Όπως και να έχει πάντως, ένα είναι σίγουρο: η προτροπή για ανθρωπιά και νοιάξιμο -τουλάχιστον στο δικό μας τεφτέρι- δεν θα βγει ποτέ εκτός μόδας. 




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑