What's On En Guerre (At War)

22 Μαρτίου 2019 |

0

En Guerre (At War)

Σκηνοθεσία: Στεφάν Μπριζέ

Παίζει: Βενσάν Λιντόν

Διάρκεια: 118′

Ελληνικός τίτλος: “Σε Πόλεμο”

Η διοίκηση της γαλλικής εταιρίας Περέν, θυγατρικής ενός γερμανικού κολοσσού, αποφασίζει ότι παρά τα σημαντικά κέρδη που σημειώνει, στο πλαίσιο μίας συνολικότερης διασυνοριακής πολιτικής, είναι συμφέρον να διακόψει οριστικά τη λειτουργία του εργοστασίου της. Οι 1100 εργαζόμενοί της αντιδρούν μαζικά και δυναμικά, διατηρώντας ακέραιη αγωνιστική στάση, και απαντούν με απεργία διαρκείας. Ηγετική φιγούρα του κινήματός τους είναι ο Λοράν, ένας μεσήλικας εργαζόμενος, που εκπροσωπεί τα συμφέροντα των συναδέλφων και συνδιαλέγεται με την ανένδοτη εργοδοσία, καλώντας τους συνοδοιπόρους του σε μία έντιμη, ευγενή, μα ανυποχώρητη στάση.

Η νέα ταινία του Στεφάν Μπριζέ, ενός από τους σημαντικότερους Γάλλους δημιουργούς της σύγχρονης εποχής, σηματοδοτεί την επιστροφή του σε θεματικές που αφορούν τους αγώνες της εργατικής τάξης, τέσσερα χρόνια μετά το συγκλονιστικό «La Loi du Marché». Εμπιστεύεται και πάλι τον σπουδαίο Βενσάν Λιντόν, μόνο που αυτή τη φορά τον τοποθετεί εντός ενός ολότελα διαφορετικού πλαισίου, παρά το όμοιο πεδίο αναφοράς, και του αναθέτει έναν σαφώς διακριτό ρόλο. Διότι ο Τιερί του «Νόμου της Αγοράς» ήταν ένας άνθρωπος χαμηλόφωνος, θύμα μιας νέας ( ; ) εργασιακής πραγματικότητας, ενώ ο Λοράν της συγκεκριμένης ταινίας είναι αυτός που διευθύνει μία συλλογική αντίδραση και συνάμα το μάτι του Μπριζέ -άρα και του θεατή- στις διαδικασίες διαμόρφωσης της ενιαίας στάσης των εργαζομένων.

Μέσα σε ένα εικοσάλεπτο από την ορμητική εισαγωγή του έργου, ο Γάλλος δημιουργός καταφέρνει να χωρέσει ισορροπημένα και με αφόρητη ένταση όσα άλλοι συνάδελφοί του παλεύουν να εκφράσουν σε ταινίες επί ταινιών. Οι εργάτες έχουν απέναντί τους όλες ανεξαιρέτως τις λειτουργίες (ή εξουσίες, κατά την καθομιλουμένη και εν προκειμένω ακριβέστερη γλώσσα) του δημοκρατικού πολιτεύματος. Κατά σειρά, η δικαστική εξουσία κωφεύει στα αιτήματά τους, η εκτελεστική αρκείται σε κούφιες υποσχέσεις, η νομοθετική πασχίζει να προστατεύσει σαν ιερή την επιχειρηματική ελευθερία και, τέλος, ο Τύπος, υποτιθέμενος θεματοφύλακας των δημοκρατικών αξιών, στέκει στη γωνία για να αντλήσει κάθε πικαντική εκδοχή του αγώνα τους προς εκμετάλλευση των μικροσκοπών του κάθε φορέα του. Άλλωστε, μεγάλο μέρος της πρώτης πράξης του έργου παρουσιάζεται μέσα από τηλεοπτικά ρεπορτάζ, φέρνοντας τον θεατή σε ρόλο οιονεί τηλεθεατή. Η έκδηλη ταξική μεροληψία του φιλμ έρχεται ως απάντηση στην προϋπάρχουσα μεροληπτική στάση της συντεταγμένης εξουσίας υπέρ της άρχουσας κοινωνικής τάξης, όπως συμβαίνει και στο έργο του Κεν Λόουτς, με το οποίο το παρόν φιλμ καταφανώς συγγενεύει.

Όσο όμως το φιλμ εξελίσσεται και ο αρχικός καταιγιστικός ρυθμός σταδιακά κοπάζει, ο Μπριζέ εισβάλλει στα άδυτα των συνελεύσεων που πραγματοποιούν συνεχώς οι εργαζόμενοι. Μέσω της οπτικής γωνίας του Λοράν–ο Λιντόν είναι ο μόνος επαγγελματίας ηθοποιός που συμμετέχει στο φιλμ– ο Γάλλος αναδεικνύει το βαρύ φορτίο που φέρει ο αδιάκοπος αγώνας. Τα αδιέξοδα, η συσσωρευμένη κόπωση, οι αμφιβολίες για την ορθότητα του δρόμου που πιστά διαβαίνει η αντίδραση, και τελικά οι πρώτες φωνές που καλούν σε υποχώρηση. Η αναπόδραστη κατάληξη κάθε μακράς συλλογικής διαδικασίας. Σε τούτη τη μάχη, ο χρόνος είναι ξεκάθαρα με το μέρος της εργοδοτικής ασυδοσίας, η οποία εκφράζεται μέσω της σιωπής ∙ ο κατακερματισμός των απόψεων οδηγεί τους εργάτες σε εσωτερικές αντιδράσεις. Εκεί είναι που ο Λοράν προσπαθεί να ανυψώσει το ηθικό τους, με λόγια που ούτε ο ίδιος ξέρει αν θα μπορέσει αν μετατρέψει σε έργα. Κάθε μικρή νίκη, κάθε βήμα, είναι καύσιμο για τους απεργούς, τους φέρνει λίγο πιο κοντά στην τελική σύγκρουση με την παντοκράτειρα κεφαλαιούχο διοίκηση.

Οι τοποθετήσεις των εργατών παρουσιάζονται νευρικά, προξενώντας στον θεατή μία αβίαστη αίσθηση αυτοπρόσωπης παρουσίας στο χώρο των συνελεύσεων. Η κάμερα “παρεμποδίζεται” από τα σώματα των παρευρισκομένων, όπως παρακωλύεται η οπτική επαφή σε έναν κατάμεστο χώρο. Πλάνα πάνω από ώμους και ιαχές επιδοκιμασίας ή αποδοκιμασίας κυριαρχούν. Το κοινό μετατρέπεται από μάζα τηλεθεατών σε σύνολο που συμμετέχει άηχα στη διαδικασία. Γίνεται μάρτυρας των καθημερινών αγωνιών, των εξελίξεων που επιδεινώνουν ή βελτιώνουν τη θέση των απεργών. Και έτσι, χωρίς κάποιον εξαναγκασμό ή εκβιασμό, συνδέεται αυτόματα με τον αγώνα των 1100, περίπου σαν να ήταν δικός του.

Οι σχέσεις των μερών στην εργασία είναι πάντα προκαθορισμένες ∙ όσο και αν θέλει η εργοδοσία να ισχυρίζεται ότι βρίσκεται στο ίδιο καράβι με τους εργαζόμενους, τα δύο μέρη βρίσκονται πάντα σε αντιπαλότητα, φύσει και θέσει, χωρίζονται από την άβυσσο των αντίθετων συμφερόντων τους. Γι’ αυτό και ο αγώνας είναι αιώνιος, αφού ουσιαστικά δεν τελειώνει με κανέναν συμβιβασμό. Οι δύο μεριές δεν μπορούν εξ ορισμού να τα βρουν στη μέση. Όσο οι τύχες των πολλών θα βρίσκονται στα χέρια των λίγων, οι πρώτοι θα μάχονται. Όσο καλλωπισμένη και αν θέλει να της παρουσιάσει ο ύστερος ευρωπαϊκός καπιταλισμός, η εικόνα είναι ακόμα η ίδια.

Η αλληλεγγύη για την εργατική τάξη δεν είναι όπλο στον αγώνα, αλλά στοιχείο επιβίωσης. Γιατί οι απέναντί τους είναι τόσο στενά δεμένοι, σαν γροθιά, ενωμένοι με τα δεσμά της αναζήτησης της συνεχώς αυξανόμενης κερδοφορίας. Έτσι τουλάχιστον αποτυπώνονται οι οριζόντιες -στην πραγματικότητα απολύτως κάθετες- σχέσεις εξουσίας στη γαλλική κοινωνία μέσα από το έργο του Μπριζέ. Μπορεί τα γιλέκα των εργαζομένων της Περέν να ήταν κόκκινα και όχι κίτρινα, το «Σε Πόλεμο» όμως είναι σάρκα από τη σάρκα μίας κοινωνικής τάξης που προασπίζεται τα προσβαλλόμενα συμφέροντά της. Και θα είναι πάντα επίκαιρο, επειδή ακριβώς ο δημιουργός του αντιλαμβάνεται ότι τα ζητήματα που θίγει είναι υπεράνω του χρόνου.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑