Σκηνοθεσία: Τζόελ & Ίθαν Κοέν
Παίζουν: Μάικλ Στούλμπαργκ, Ρίτσαρντ Κάιντ, Σάρι Λένικ, Άαρον Γουλφ, Φρεντ Μέλαμεντ
Διάρκεια: 106′
Μεταφρασμένος τίτλος: “Ένας Σοβαρός Άνθρωπος”
Η πιο στρυφνή και “αφιλόξενη” δημιουργία των τρανών αδελφών Κοέν (η υπέροχη σεκάνς του προλόγου είναι μια, μαστορικής εμπνεύσεως, προειδοποίηση για το ιδιαίτερο περιεχόμενο της ταινίας που παρακολουθούμε: ανεξάρτητα από τις προσπάθειες μας να την καταλάβουμε, θα μάς φερθεί με σκληρό τρόπο), αντίθετα με ό,τι πιστεύεται γενικά, δεν προέκυψε ως αποτέλεσμα μιας επιθυμίας για “προσωπική” έκφραση, ελεύθερη από τις προσδοκίες του κοινού. Πράγματι σε μια πρώτη θέαση, το εξαιρετικό A Serious Man φαίνεται φτιαγμένο σχεδόν για να μην αρέσει στους περαστικούς και ανυπόμονους.
Τού λείπει το ονειρικό στιλιζάρισμα που συναντάμε σε κάποιες από τις πιο εξπρεσιονιστικές στιγμές τους (Barton Fink, The Man Who Wasn’t There), χωρίς να είναι, βέβαια, άμοιρο ενός κάποιου υπερρεαλιστικού τόνου εδώ κι εκεί, δεν διαθέτει τις αξιομνημόνευτες ατάκες που μετέτρεψαν το Big Lebowski σε φαινόμενο της σύγχρονης pop κουλτούρας ούτε την πλοκή-σταυροβελονιά με την οποία μας κατακλύζουν κάποια από τα ευφυέστερα κινηματογραφικά σενάρια των 30 τελευταίων χρόνων (αρχής γενομένης από το εμβληματικό Blood Simple).
Από την άλλη μεριά, μοιάζει να είναι μια, εκ πρώτης όψεως, “εβραϊκή” ταινία (πράγμα που υποστηρίχθηκε αφελώς από μεγάλη μερίδα του διεθνούς τύπου, λες και θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει μια ξεκάθαρα θρησκευτική ταινία ακόμα κι αν επρόκειτο για την κινηματογραφική μεταφορά της Παλαιάς Διαθήκης) με όλες αυτές τις λεπτομέρειες του ιουδαϊκού τρόπου ζωής που αναπαριστά, συνυπολογίζοντας και το γεγονός ότι οι Κοέν είναι επίσης Εβραίοι. Οι ηθοποιοί δεν είναι πρώτες “μούρες”, δεν υπάρχει Τζορτζ Κλούνι, Μπραντ Πιτ ή Χαβιέρ Μπαρδέμ ούτε για δείγμα εδώ πέρα, οπότε αθροίζοντας τα χαρακτηριστικά αυτά, το συμπέρασμα βγήκε: “πρόκειται για την πιο προσωπική τους ταινία”, αποφάνθηκε σύσσωμος σχεδόν ο κριτικός λόγος, εντός και εκτός συνόρων, “τώρα που δε χρειάζονται πια να αποδείξουν τίποτα”.
Τα δαιμόνια αδέλφια, όμως, δεν γυρίζουν “προσωπικές” ταινίες και αυτή εδώ δεν αποτελεί εξαίρεση. Δεν ξεκινάνε από καμιά πιεστική ανάγκη να εκφράσουν τα εσώψυχα τους, είναι μεγάλοι ειρωνικοί και το A Serious Man είναι η κορωνίδα μιας συναρπαστικής ειρωνικής φιλμογραφίας, που ξεχειλίζει από σαρκαστική περιφρόνηση και υπόγειο χλευασμό για το κακόμοιρο ανθρώπινο είδος. Στρατευμένοι σχεδόν, στην υπηρεσία μιας μηδενιστικής τέχνης που ανεξάρτητα από την ειδολογική μάσκα που διαλέγουν κάθε φορά να τής εφαρμόσουν (αυτή του θρίλερ, της ελαφριάς κωμωδίας, του φιλμ νουάρ,κτλ) επιδιώκουν πάντα τον ίδιο σκοπό: να καταδείξουν τις καταστροφικές συνέπειες της βλακείας σε κάθε σχέδιο που καταστρώνει η λογική σκέψη (και οι δύο ανθρώπινες ιδιότητες είναι άρρηκτα συνδεδεμένες), να ταυτίσει την –συχνά εγκληματική- επιπολαιότητα του ανθρώπου με το παράλογο του κόσμου του, να φανερώσει την αντιστοιχία της οντολογικής μας ατέλειας με την αδιαφορία του Θεού. Όπως σε όλες τις σπουδαίες ταινίες τους, έτσι και στο A Serious Man λοιπόν, δεν κάνουν τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο: ειρωνεύονται! Ακόμα και ο τίτλος τους μοιάζει -και είναι τελικά- ειρωνικός!
Το ρίζωμα της ιστορίας στα μέσα των 60’s (που πείθει ψευδόμενη, ειδικά όσους αντιλαμβάνονται αφελώς την ταινία σαν ένα ακόμα period piece), το εβραϊκό φόντο, οι λεπτομέρειες που αφορούν την ιουδαϊκή κουλτούρα, όλα αυτά είναι επίτηδες τοποθετημένα για να ξεγελάσουν το μάτι. Στην πραγματικότητα, κι αν αφαιρέσει κανείς το θεολογικό περίβλημα, το A Serious Man δεν είναι περισσότερο προσωπικό από το The Man Who Wasn’t There για παράδειγμα. To χάος των πιθανοτήτων, η αρχή της αβεβαιότητας, το παράλογο και το κακό σε έναν κόσμο που πλάστηκε υποτίθεται από ένα πάνσοφο και πανάγαθο ον (θα ήταν λάθος να διακρίνουμε εδώ μόνο μια αιχμηρή σάτιρα του ιουδαϊσμού, οι Κοέν εμπαίζουν έντεχνα κάθε θρησκεία, αφού όλες τους είναι κατασκευασμένες για να δίνουν εξηγήσεις σε ένα σύμπαν ουσιαστικά ά-λογο και αναίτιο, χωρίς αφετηρία και προορισμό), η υστερία των ερωτήσεων απέναντι στο ακατανόητο των αποκρίσεων, θεματικές που έχουν εξερευνηθεί και διακωμωδηθεί από το συγγραφικό δίδυμο στο παρελθόν, επανέρχονται μέσα από ένα νέο πρίσμα: αυτό της ηθογραφικής ιλαροτραγωδίας προαστίων.
Και δεν χρειάζεται να είσαι εβραίος για να νιώσεις τον πανικό του Λάρι Γκόπνικ που βλέπει με τρόμο την ηθικά τακτοποιημένη, λογική, έμπλεη μαθηματικών βεβαιοτήτων, ζωή του να καταρρέει από τη μια μέρα στην άλλη. Φυσικά δεν είναι καθόλου τυχαία η επιλογή των Κοέν να τοποθετήσουν στη δίνη των αλλεπάλληλων διαψεύσεων έναν καθηγητή θετικών επιστημών. Ένας τέτοιος “σοβαρός” άνθρωπος βρίσκεται εκ πεποιθήσεως σε διαμετρική αντίθεση με τον ισχυρισμό ότι η ζωή δε βγάζει νόημα. Έχει μάθει να σκέφτεται ορθολογικά, έχει γυμνάσει το βλέμμα του να αντικρίζει παντού αντιστοιχίες, συνέχειες, αρμονίες.
Η εύθραυστη αίσθηση ασφάλειας του μικροαστού θίγεται εδώ, όχι ο μυστικισμός του εβραίου που σε τίποτα δε διαφέρει, στα αδρά χαρακτηριστικά του, από τον ανάλογο μυστικισμό του χριστιανού. Η παράλογη κόλαση μέσα στην οποία τον εκτοξεύουν χωρίς κανένα έλεος οι Κοέν (και είναι παροιμιώδης η μισανθρωπία τους) δεν απέχει πολύ από την κόλαση του “αλλόθρησκου” διπλανού. Είναι ο ίδιος κόσμος, η ανάποδη όψη κάθε αλαζονικής σιγουριάς, το χάος της ενδεχομενικότητας όπου κανοναρχεί το αδυσώπητο τυχαίο. “Γιατί κακά πράγματα να συμβαίνουν σε καλούς ανθρώπους;” αναρωτιέται αυτός ο σύγχρονος Ιώβ μαζί με τον θεατή που ατενίζει την σταδιακή “έξωση” του Γκόπνικ από οτιδήποτε θεωρούσε δεδομένο. Η γυναίκα του τον πετάει από το σπίτι χωρίς να έχει φταίξει σε κάτι, χωρίς να “έχει κάνει τίποτα”, κι αυτή δεν είναι παρά η συμβολική αποτύπωση μιας απείρως ασχημότερης, υπαρξιακής καταδίκης.
Όπως στη Δίκη του Κάφκα, η σύλληψη δεν έχει κυριολεκτική σημασία, εκφράζει απλώς τον τρόμο της εισβολής του παράλογου, του κακού, της δυστυχίας, μέσα στη ζωή που θεωρούμε πάντα τόσο δεδομένη, έτσι κι εδώ, πέρα από την πρόσκαιρη σημασία των συγκεκριμένων -άλλοτε κωμικών άλλοτε τραγικών- αναποδιών, βυσσοδομεί μια βαθιά πεσιμιστική κοσμοαντίληψη που υπονομεύει αργά και σταθερά κάθε ελπίδα, κάθε αισιοδοξία. Ο Λάρι Γκόπνικ, προσηνής και καλοπροαίρετος εκ φύσεως, δεν έκανε τίποτα για να τα αξίζει όλα αυτά, αλλά ακριβώς σε αυτή του την πεποίθηση αντηχεί η απάντηση που τόσο εναγώνια αναζητά: δεν έκανε τίποτα.
Οι Κοέν δεν καταδικάζουν απλά τη γελοία στάση, την περίφοβη συγκαταβατικότητα, τη μουδιασμένη αδράνεια του παραιτημένου σύγχρονου ανθρώπου, δεν υπονοούν πως μια πιο δραστήρια ύπαρξη θα την είχε γλιτώσει, γελάνε μεν με τη δικαιολογία-μότο ζωής του ήρωα τους (και όλων των συμβιβασμένων που περιμένουν να ανταμειφθούν για την ασήμαντη ύπαρξη τους μόνο και μόνο γιατί την ξόδεψαν αθόρυβα) αλλά κυρίως αποδέχονται το παράλογο στη ρίζα του. Καλός ή κακός, ηθικός ή ανήθικος, σοβαρός ή γελοίος (και όλοι είναι γελοίοι στο κοενικό σύμπαν, ανεξάρτητα από το αν-ή πολύ συχνά ακριβώς επειδή- πιστεύουν το αντίθετο) καμιά σημασία δεν έχει. Άπαντες οφείλουν μια συντριβή. Πρόκειται για μια καταπληκτική προσέγγιση της σταθερής καφκικής προβληματικής: ο άνθρωπος δεν πληρώνει για ένα έγκλημα που έκανε, για κάποιο προπατορικό αμάρτημα που βαραίνει το είδος του, για την οποιαδήποτε ηθική εκτροπή, πληρώνει επειδή γεννήθηκε.
Σπάνια τους έχουμε συναντήσει τόσο ανυποχώρητα βίαιους στις επισημάνσεις τους κι αυτό είναι ίσως που κάνει την ταινία περίπου αβάσταχτη για κάποιον που περιμένει να “διασκεδάσει” με τον τρόπο που τον είχαν συνηθίσει αριστουργήματα όπως το Big Lebowski ή ακόμα και το Fargo. Δηλαδή ταινίες με βαρύ περιεχόμενο, τυλιγμένες όμως σε πιο ανάλαφρη συσκευασία (είπαμε, μάστορες στον φορμαλισμό) ακόμα κι όταν βάφονταν στο αίμα. Από το A Serious Man λείπουν οι εκρήξεις βίας (αν εξαιρέσουμε την συγκλονιστική εναρκτήρια σκηνή) αλλά κάτω από την παραπλανητικά κωμική κρούστα του, κρύβεται κάτι ασύλληπτα κακόβουλο και πικρό, μπροστά στο οποίο οι λέξεις στέκουν ανήμπορες. Κάτι ανομολόγητο, συντριπτικό και απόλυτο όπως ο τυφώνας που πλησιάζει στο εκπληκτικό φινάλε και μπορεί να σκοτώσει, μπορεί και όχι (άλλη μια πλάγια αναφορά στην αρχή της απροσδιοριστίας του Χάιζενμπεργκ, ιδέα που υποδόρια διασχίζει από άκρη σε άκρη το φιλμ) την τελευταία αχτίδα ελπίδας, στη ζωή ενός σοβαρού ανθρώπου.