Σκηνοθεσία: Εμίρ Κουστουρίτσα
Παίζουν: Μίκι Μανόλοβιτς, Λαζάρ Ριστόβσκι, Μιριάνα Γιόκοβιτς, Μιριάνα Καράνοβιτς
Διάρκεια: 165’
Σε ένα σημείο περίπου μία ώρα μετά τη χαρακτηριστική εναρκτήρια σεκάνς και ενώ ο «έξω κόσμος» της ταινίας βρίσκεται σε συνθήκες ψυχρού πολέμου, ο Εμίρ Κουστουρίτσα επιχειρεί μέσα σε πέντε λεπτά και χωρίς λόγια να εξηγήσει το περίπλοκο βασικό σχήμα της πλοκής και να μας εισάγει στην διττή πραγματικότητα του έργου. Υπό τους ήχους ενός παρτιζάνικου τραγουδιού αφιερωμένου στον Τίτο, μας ξεναγεί στις ιδιόμορφες εργαστηριακές συνθήκες διαβίωσης του Μπλάκι και των υπόλοιπων εγκλείστων στο υπόγειο. Θέτει σε κίνηση τον αφηγηματικό του μηχανισμό δίχως το παραμικρό διαλογικό exposition, μέσα από τις ενέργειες των εγκλωβισμένων που κατατείνουν στην παραγωγή όπλων για τους σκοπούς της αντίστασης που έχει λήξει προ πολλού -εν αγνοία τους- και τους ηρωικούς καρπούς της οποίας δρέπει ο πολιτικός καριερίστας Μάρκο, ο μόνος σύνδεσμός τους με το πολυπόθητο φως του ήλιου.
Το Underground έχει επαινεθεί αλλά και αποδοκιμαστεί αμέτρητες φορές από την πρεμιέρα του στο Φεστιβάλ των Καννών το 1995, όπου απέσπασε και τον Χρυσό Φοίνικα, ως προβοκατόρικο υπόδειγμα κινηματογραφικού μαξιμαλισμού. Πράγματι, είναι ένα φιλμ θορυβώδες, με φωνακλάδες χαρακτήρες που συχνά ωρύονται και με τα χάλκινα του Γκόραν Μπρέγκοβιτς να δίνουν ένα οργιώδες τέμπο. Ωστόσο, για κάθε στιγμή αλλοφροσύνης υπάρχει άλλη μία που συμπυκνώνει βουβά την Ιστορία που περιβάλλει την ταινία. Στον αντίποδα της οπτικοακουστικής πανσπερμίας των αμέτρητων αφηγηματικών μέσων στέκει ο πλούσιος πολιτικός συμβολισμός που εκθέτει τις αντιφάσεις, τις αυταπάτες και τις ματαιώσεις ενός ολόκληρου λαού, καθώς το γλέντι της βακχικής έκστασης εναλλάσσεται με τη φρίκη υπό τη διαρκή παρουσία του πολέμου ως πραγματικότητας και ως παραχαραγμένης ιστορικής μνήμης.
Η κατασκευασμένη πραγματικότητα, βέβαια, δεν είναι ίδιον μόνον αυτών που φυλούν τις Θερμοπύλες της αντίστασης στο υπόγειο. Αν για εκείνους μέχρι και ο χρόνος είναι ψεύτικος, άλλο τόσο ψευδείς είναι και οι όροι επί των οποίων δομήθηκαν τα κυρίαρχα αφηγήματα του κόσμου των ζωντανών. Ο Μάρκο, τη στιγμή που έκλεισε την καταπακτή της εισόδου στο υπόγειο, ξεκίνησε να πουλά ακριβά ένα διπλό παραμύθι: πείθει τους «φυλακισμένους» ότι οι Ναζί κέρδισαν τον πόλεμο και οι παρτιζάνοι στηρίζουν τον αγώνα τους στα όπλα που εκείνοι παράγουν, ενώ παράλληλα στον επάνω κόσμο εξαργυρώνει τα γραμμάτια του ένδοξου παρελθόντος, θρηνώντας για τον «αδικοχαμένο» ήρωα Μπλάκι. Εν τέλει, ο λαϊκός ήρωας είναι ένας κοινός έμπορος όπλων και θανάτου, ένα κάθαρμα κανονικό που παραμένει στον αφρό του πολιτικού κατεστημένου μέχρι να συντριβεί από τον πόλεμο που, ειρωνικά, ήταν αυτός που του χάρισε τα πλούτη και τη δόξα του. Κατά την ανέλιξή του, λαξεύει μεθοδικά τα κατορθώματα της αντίστασης σε συμπαγείς λεκτικές κατασκευές από τις οποίες προκύπτουν τα αφηγήματα που ορίζουν το παρελθόν και, συνεπώς, δείχνουν τον δρόμο για ένα ψευδοηρωικό μέλλον, με συρρέοντα πλήθη παλαμακιστών έτοιμα να τον αποθεώσουν σε κάθε του εμφάνιση.
Ο μύθος όμως έχει πολλές όψεις˙ σε αυτές συμπεριλαμβάνεται και η χαώδης απόσταση ανάμεσα σε όσα συνέβησαν και τον τρόπο με τον οποίο αναπαρίστανται ώστε να καταγραφούν στο συλλογικό θυμικό. Στη διαδικασία αυτή ο κινηματογράφος κάθε άλλο παρά αμέτοχος είναι και ο Κουστουρίτσα δείχνει να έχει υπόψιν του τις εκατοντάδες ηρωικές ταινίες που κυριάρχησαν στο γιουγκοσλαβικό σινεμά και είχαν θέμα την αντίσταση. Οικτίρει μάλιστα τη διαδικασία εκ θεμελίων, θέτοντας στην ταινία του τόσο το ιστορικό γεγονός -ενταγμένο φυσικά στη δική του υφολογική ιδιαιτερότητα- όσο και την κινηματογραφική του μεταφορά. Αυτό που στην πραγματικότητα δε διέθετε τίποτα το λαμπερό, το ακατάβλητα γενναίο και το υπεράνθρωπο, αλλά είχε κάτι το απελευθερωτικά φαιδρό και παιγνιώδες, η γλώσσα του καθεστωτικού κινηματογράφου το μετέτρεψε σε ουρανομήκες ανδραγάθημα, στο πλαίσιο μίας ασύλληπτων διαστάσεων προπαγανδιστικής σάχλας, μακριά από την περίπλοκη υφή της τραγικωμικής πραγματικότητας.
Η βασική τριάδα των χαρακτήρων εκφράζει άμεσα μία πασίδηλη παραβολή για την γιουγκοσλαβική ιστορία στην πορεία προς τον σπαρακτικό εμφύλιο πόλεμο που αποτελούσε το ιστορικό παρόν των περιστάσεων της ταινίας. Ο Μάρκο, ο Μπλάκι και η Νατάλια, όμως, συνιστούν κάτι πολύ ευρύτερο από τους συμβολικούς πυλώνες του αλληλοσπαραγμού. Οι δύο θερμόαιμοι μικροκακοποιοί που οργανώνονται στο κομμουνιστικό κόμμα κατά τη ναζιστική κατοχή συγκροτούν μαζί με την αλλοπρόσαλλη ηθοποιό μία πληθωρική τριάδα που έλκεται μανιωδώς από την αυτοκαταστροφή. Η πορεία τους είναι γεμάτη από κραυγαλέες παραδοξότητες, με τον θάνατο (εκπροσωπούμενο από τον πόλεμο ως τον εναργέστερο υπηρέτη του) να παραμονεύει σε κάθε τους βήμα και την τραγωδία να αναβάλλεται οριακά για ένα ακαθόριστο μελλοντικό σημείο, χωρίς ποτέ να κάμπτεται η νομοτέλειά της. Κι αν ακόμη βγάζουν τη γλώσσα στη μοίρα τους, άλλοτε με τυχοδιωκτική θρασύτητα και άλλοτε με ευφάνταστες πλεκτάνες, παραμένουν πάντοτε δέσμιοί της.
Όσο το Underground οδεύει προς το μνημειώδες φινάλε του, δρασκελίζοντας την γιουγκοσλαβική ιστορία με βιτριολικές αιχμές, τόσο μοιάζει να δαμάζει το χάος του. Ψάχνοντας να αφουγκραστεί τον παλμό αυτής της ευρωπαϊκής πυριτιδαποθήκης, ο Εμίρ Κουστουρίτσα επιμένει στη σουρεαλιστική υφή της πραγματικότητας που ασφυκτιεί από την πίεση των αντιφάσεων της Ιστορίας. Εν τέλει, καταφέρνει να φτιάξει μια ολόμαυρη κωμωδία ξέχειλη από ενέργεια, ένα οργιώδες ρέκβιεμ γεμάτο από παλικαρίσια πικρία, μια τρίωρη σπαρταριστή πανδαισία που υμνεί, αλλά ταυτόχρονα θρηνεί, την ξεροκέφαλη βαλκανική ιδιαιτερότητα. Ένα φελινικής υφής θλιβερό παραμύθι που ομνύει στο παράλογο, στο οποίο η ιλαρότητα και η τραγικότητα δίνουν τα χέρια και ο αλληλοσπαραγμός είναι η αναπόδραστη κατάληξη. Στην πορεία του γιουγκοσλαβικού δράματος, όμως, η τραγωδία εναλλάσσεται με τη σκαμπρόζικη κωμωδία, η αδελφοσύνη με την προδοσία, η πραγματικότητα με τη φαντασία και ο πόνος με το πανηγύρι. Σε αέναη επανάληψη μέχρι το τέλος του χρόνου, πάνω σε ένα κομμάτι γης που πλέει μόνο σε ανεξερεύνητα και άγνωστα ύδατα.