Road to Perdition (2002)

Σκηνοθεσία: Σαμ Μέντες

Παίζουν: Τομ Χανκς, Πολ Νιούμαν, Τζουντ Λο, Ντάνιελ Κρεγκ

Διάρκεια: 117′

Έτος παραγωγής: 2002

Μεταφρασμένος τίτλος: Ο δρόμος της απώλειας

Σικάγο, 1931, λίγο πριν το τέλος της Ποτοαπαγόρευσης. Η Μαφία δεν κινεί τα νήματα σε κάποιο αθέατο παρασκήνιο. Αντιθέτως, ζει και βασιλεύει στο απόλυτο προσκήνιο. Σε σημείο, μάλιστα, που τα ίδια της τα εκτελεστικά όργανα δεν έχουν πλήρη συναίσθηση του ερέβους που έχει καλύψει τις ζωές τους – είναι μια δουλειά σαν όλες τις άλλες. Η πραγματικότητα του καθενός σε αυτό το σύμπαν είναι υγρή και εύπλαστη, παίρνει το σχήμα του δοχείου όπου επιλέγει να την τοποθετήσει. Για τον Μάικλ Σάλιβαν (Τομ Χανκς) η ζωή δεν έχει εναλλακτικές διόδους, ούτε χώρο για οποιαδήποτε αλλαγή κατεύθυνσης.

Στο μυαλό και την καρδιά του, οι όροι είναι απαράβατοι. Η ευγνωμοσύνη δεν είναι επιλογή ή υποχρέωση, είναι εθελημένος μονόδρομος. Η στράτευσή του στο πλευρό του εγκέφαλου του κυκλώματος Τζον Ρούνι (Πολ Νιούμαν), ξεφεύγει από τα όρια της ομερτά, του φόβου, της υπακοής και της «επαγγελματικής» ευσυνειδησίας. Διότι βασίζεται σε μια πανίσχυρη δύναμη: την αθεράπευτη ανάγκη ενός «γιου» να ικανοποιήσει έναν «πατέρα», οποίος του αποδίδει αξία, τιμές και τρυφερότητα που προσομοιάζουν σε γιο, παρόλο που δεν τους συνδέει οποιαδήποτε βιολογική συγγένεια.

Το Road to Perdition, που ξεδιπλώνεται από την πρώτη κιόλας στιγμή -ακόμη ακόμη από τον τίτλο του- ως μια αναπόδραστη σύγχρονη τραγωδία, περιστρέφεται γύρω από ένα τριπλό άξονα όπου δεσπόζουν οι  ελαττωματικές και νοθευμένες σχέσεις πατέρα – γιου. Ο Σάλιβαν, παρά το ότι δεν επιθυμεί ο γιος του να βαδίσει στα μονοπάτια του ιδίου (το γεγονός, όμως, ότι φέρει το ίδιο όνομα γεννά μια πρώτη υπόνοια αμάχητου κισμέτ), ποτέ δεν μπόρεσε να διαχωρίσει επαρκώς τις δύο διαφορετικές ζωές του.

Η Μαφία είναι η οικογένειά του και η επανάσταση απέναντι στα δεσμά της θα προκύψει περισσότερο ως απόρροια ενός πληγωμένου εγωισμού παρά ως αληθινή εναντίωση απέναντι σε μια ζωή την οποία κατά βάθος σιχαίνεται. Ο Ρούνι, στον αντίποδα, θεωρεί δεδομένο ότι ο δικός του γιος (Ντάνιελ Κρεγκ) θα χριστεί διάδοχος (ως κληρονομικό κισμέτ), γι’ αυτό και είναι διατεθειμένος να βάλει τη «φαμίλια» σε δεύτερη μοίρα σε σχέση με την (πραγματική) οικογένεια.

Με άλλα λόγια, έχουμε να κάνουμε με μία τριπλέτα από γιους που νιώθουν αιωνίως λειψοί και ανεπαρκείς απέναντι σε μια αντίστοιχη τριπλέτα πατεράδων. Ένα νεαρό αγόρι που αναρωτιέται αν ο νεκρός του αδερφός ήταν ο αγαπημένος του πατέρα του (ο γιος του Σάλιβαν), ένας γιος ευνουχισμένος από την εξουσία του πατέρα του, τον οποίο αποφασίζει να ληστέψει σε μια πράξη εκδίκησης και ανεξαρτησίας (ο γιος του Ρούνι), ένας θετός γιος που βιώνει από πρώτο χέρι την ακατανίκητη δύναμη που κουβαλούν οι δεσμοί αίματος: όσο υποδειγματικός κι αν φανεί, θα είναι πάντα ο θετός και ποτέ ο βιολογικός γιος (η σχέση μεταξύ Σάλιβαν και Ρούνι).

Στη δεύτερη ταινία του μετά το American Beauty, o Σαμ Μέντες τοποθετεί και πάλι στο επίκεντρο -αν και με ολότελα διαφορετικό περιτύλιγμα τούτη τη φορά- το μοτίβο του υπαρξιακά πελαγωμένου και δυσλειτουργικού πατέρα που, όσο κι αν πασχίσει, δεν θα τρυπώσει ποτέ στην οικογενειακή Εδέμ. Σε ένα καθεστώς όπου η βροχή και η υγρασία υπάρχουν θαρρείς από πάντα, ως μόνιμη καταστατική συνθήκη, οι ήρωες του Μέντες είναι μουσκεμένοι ψυχολογικά και σωματικά ώς το κόκκαλο, αναζητώντας μάταια τη ζεστασιά και την ασφάλεια. Μόνιμα κυνηγημένοι από μια βροχή που υποκαθιστά τα δάκρυά που δεν βρίσκουν το κουράγιο να φανερώσουν, είναι φορτωμένοι με το πιο μεγάλο βάρος: τους ανεξόφλητους λογαριασμούς απέναντι σε αυτούς που αγαπούσαν.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑