Reviews Reservoir Dogs (1992)

27 Μαρτίου 2024 |

0

Reservoir Dogs (1992)

Σκηνοθεσία: Κουέντιν Ταραντίνο

Παίζουν: Τιμ Ροθ, Χάρβεϊ Καϊτέλ, Μάικλ Μάντσεν

Διάρκεια: 99′

«Let me tell you what ‘Like a Virgin’ is about. It’s all about a girl who digs a guy with a big dick. The entire song. It’s a metaphor for big dicks.» Μία ταινία που ξεκινά με την εύθραυστη νευρωτική φωνή του –άσημου τότε– Κουέντιν Ταραντίνο να απαγγέλει τούτα τα θρυλικά λόγια ενώ ακόμη βρίσκεται στους τίτλους αρχής, αν μη τι άλλο γεννά προσδοκίες. Ευτυχώς, η εισαγωγή αποτελεί τον ιδανικό προάγγελο μιας μοναδικής στα χρονικά του αμερικανικού σινεμά φιλμογραφίας. Το Reservoir Dogs δεν είναι μια απλή ταινία και γι’ αυτό δεν του πρέπει και μία κριτική ανάλυση. Το ντεμπούτο του Κουέντιν είναι μια φρενήρης κοσμογονία και αξίζει μια εξομολόγηση αγάπης. Τίποτα λιγότερο.

Ένα μάτσο σκληροί καριόληδες φοράνε μαύρα κοστούμια και συζητάνε γύρω από ένα τραπέζι για κομμάτια της Μαντόνα. Δε μαθαίνουμε ούτε ποιοι είναι, ούτε τι κάνουν, ούτε γιατί βρίσκονται εκεί. Μαθαίνουμε όμως πώς βλέπουν τον σύγχρονο κόσμο και τους εαυτούς τους μέσα σε αυτόν και αυτό είναι ο, τι μας χρειάζεται για τα επόμενα 90 και κάτι λεπτά της ταινίας. Ο Ταραντίνο, μέγας υμνητής του καλτ στοιχείου και υπεύθυνος για την τοποθέτηση του σε περίοπτη θέση στη σύγχρονη κινηματογραφία μαζικής απεύθυνσης, δηλώνει ευθαρσώς από το πρώτο κιόλας λεπτό της καριέρας του ότι το καλτ δεν είναι αυτοσκοπός στο σινεμά του, αλλά δραματουργικός παράγοντας.

Όλα τα κυρίαρχα στοιχεία της πρώιμης ταραντινικής περιόδου υπάρχουν σε ανεξάντλητες δόσεις στο περί ου ο λόγος φιλμ. Βία σε βαθμό απολαυστικά αποκρουστικό, διάλογοι βγαλμένοι από νουβέλα τρίτης διαλογής που χαράσσονται με μανία στη μνήμη, ένα κλειστοφοβικό και υπόκωφα ζοφερό κλίμα και μια σειρά από κινηματογραφικές αναφορές οριοθετούν το χώρο της ταινίας στην κινηματογραφική ιστορία. Ο Αμερικανός δημιουργός, μέγας εραστής της έβδομης τέχνης και γνήσιο τέκνο της, γονατίζει και χρίζεται κινηματογραφικός ιππότης από όσους τον διαμόρφωσαν σαν καλλιτεχνική οντότητα. Μάρτιν Σκορσέζε, Κιούμπρικ και κλασικό αμερικανικό crime, b-movies, γαλλικό νουάρ και Γκοντάρ, Τζον Γου και μερικοί ακόμη δημιουργοί της Άπω Ανατολής που μόνο ο ίδιος σε όλο τον δυτικό κόσμο γνωρίζει τόσο καλά, καθώς και αμέτρητοι άλλοι δέχονται τα ευχαριστήρια του Ταραντίνο μέσω έξυπνων αναφορών. Όλα αυτά συνθέτουν μια ταινία που διαθέτει καθαρή πεκινπαϊκή αύρα, προς το αναιδέστερο φυσικά. Ας μην ξεχνάμε ότι ο Κουέντιν είναι ο άνθρωπος που έκανε τόσο pop το reference στο σύγχρονο σινεμά.

Συγχρόνως βέβαια, το έργο ξεφεύγει με άνεση από το χαρακτήρα του φόρου τιμής και στέκει σαν αυτούσια, αυθύπαρκτη οντότητα. Ανήκει στο είδος crime/thriller και το υπηρετεί πιστά. Έχει πολλές στιγμές πηγαίου γέλιου και βιτριολικού χιούμορ, αλλά ποτέ δεν εκπίπτει σε φάρσα. Ο Ταραντίνο πριμοδοτεί την ατάκα και το συνεχή διάλογο, αλλά όχι σε βάρος της ταινίας. Χρησιμοποιεί ιδανικά το μη γραμμικό στοιχείο της αφήγησης για να φωτίσει από κάθε πιθανή μεριά στο έγκλημα που καταγράφει. Οι χαρακτήρες του είναι ανώνυμοι, δε γνωρίζουν καν ο ένας τον άλλον.

Υπάρχουν μόνο για να φέρουν εις πέρας μια αποστολή, η οποία καταλήγει σε αιματοχυσία με την παρέμβαση των αστυνομικών. Η ανωνυμία τους τούς επιτρέπει να αρπάξουν από έναν ρόλο και να γίνουν τα πρότυπα αυτού. Ο σαδιστής, ο κυνικός, ο ηθικός μες στην παρανομία, ο χαφιές και οι λοιποί τύποι συνυπάρχουν εκρηκτικά και μάχονται σαν τα κοκόρια. Η ληστεία την οποία ανέλαβαν και απέτυχαν να εκτελέσουν δεν υπάρχει μέσα στην ταινία, είναι απλώς ο καταλύτης των διαδικασιών μέσα από τις οποίες ο Ταραντίνο εκθέτει τους αντιήρωές του, δείχνει ουσιαστικά πόσο σαχλό υποκείμενο είναι ο πολλά βαρύς άντρας που δε σηκώνει μύγα στο σπαθί του.

Πρόκειται για την ανανέωση ενός ολόκληρου είδους και για την ταινία που λύτρωσε το αμερικανικό ανεξάρτητο σινεμά από τον κακό του εαυτό, τα ταμπού και τα πάσης φύσεως συμπλέγματά του. Είναι η ταινία που διδάσκει με σαγηνευτικά πρωτότυπο τρόπο ότι το στυλ στην αφήγηση μπορεί να είναι κομιστής κινηματογραφικής αλήθειας και όχι αντίπαλός της. Η πρεμιέρα της στο φεστιβάλ του Σάντανς σηματοδοτεί την αρχή μιας νέας περιόδου για την κινηματογραφική πραγματικότητα. Ακόμα και ο τρόπος που χρησιμοποιεί τη μουσική και την απουσία της αποτέλεσε σημείο αναφοράς για το μέλλον.

Από το 1992 μέχρι σήμερα, έχουν αλλάξει πάρα πολλά πράγματα. Οι ηθοποιοί της ταινίας μεγάλωσαν, ο Ταραντίνο αναζήτησε από νωρίς καινούριους ορίζοντες και το ανεξάρτητο σινεμά μοιάζει να χρειάζεται εκ νέου ένα εφάμιλλο σοκ με αυτό που του προσέφερε τότε. Υπάρχει όμως και κάτι που παραμένει αναλλοίωτο. Ο τρόπος με τον οποίο αυτό το μικρού βεληνεκούς αλλά ύψιστης σημασίας αριστούργημα γραπώνει τον θεατή και τον κάνει κτήμα του για 99 λεπτά. Όσο εμείς μεγαλώνουμε, το πρώτο ταραντινικό αριστούργημα παραμένει για πάντα «νέο», ανεπιφύλακτα αυθάδες και ορκισμένα σινεφιλικό, σαν να αρνείται πεισματικά να παλιώσει ή να μπαγιατέψει. Το κάλεσμα των κυρίων με τα χρωματιστά ψευδώνυμα φαντάζει υπεράχρονο και η έλξη αυτού του αναπαλλοτρίωτου coolness ακαταμάχητη.

Και ο τίτλος; Αυτό το σινεφίλ μυστήριο που απασχολεί τον πλανήτη από τη στιγμή που έγιναν αισθητές οι πρώτες σεισμικές δονήσεις που προκάλεσε το έργο; Ίσως να αποτελεί γνήσια έκφανση της ιδιορρυθμίας του δημιουργού. Σαφώς προτιμητέα, ωστόσο, είναι η άποψη ότι προέκυψε ως ηχητική παρανόηση από την εποχή που ο Ταραντίνο δούλευε σε βίντεο κλαμπ και πρότεινε σε έναν πελάτη το αριστούργημα του Λουί Μαλ με τίτλο Au Revoir Les Enfants, για να εισπράξει την αποστομωτική απάντηση: «I don’t want to see no reservoir dogs!».




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑