Σκηνοθεσία: Αλεξάντερ Πέιν
Παίζουν: Πολ Τζιαμάτι, Τόμας Χέιντεν Τσερτς, Βιρτζίνα Μάντσεν, Σάντα Ο
Διάρκεια: 126’
Ελληνικός τίτλος: «Πλαγίως»
Έτος παραγωγής: 2004
Ο τίτλος που έχει δώσει ο ήρωάς μας στο ανέκδοτο βιβλίο που έχει γράψει είναι πέρα για πέρα ενδεικτικός, αυτοσαρκαστικός και από τη ζωή (του) βγαλμένος: The Day After Yesterday. Διότι έτσι ακριβώς μοιάζει το σήμερα για έναν άνθρωπο σαν τον Μάιλς Ρέιμοντ. Μια άχρονη στιγμή που απλώς διαδέχεται ένα χτες που δε θέλει να θυμάται. Το ξεκίνημα της ημέρας για τον Μάιλς τοποθετείται στην πιο μπουρδουκλωμένη ώρα του πλανήτη, το ξύπνημα του hangover που θα μπορούσε να έχει συμβεί χτες ή σήμερα, τη πιο βαθιά νύχτα ή το χάραμα, πέρσι ή και του χρόνου. Εκεί που το μυαλό και το σώμα τρεκλίζουν και παραπατούν, λες και τράκαραν με νταλίκα.
Ο Μάιλς είναι βουτηγμένος στο αυτομαστίγωμα και την γκρίνια, με το ζωνάρι λυμένο για καυγά, αλλά και σε μια συνεχή άρνηση της πραγματικότητας. Το εδώ και τώρα τον προσπερνούν καθημερινά, διότι κατοικεί στο παρελθόν που του φέρθηκε σκάρτα (όπως διαλαλεί), στο παράπονο, στο κενό αέρος ανάμεσα σε έναν ανυπόφορο (για τον ίδιο και τους γύρω του) κυνισμό και μια παιδιάστικη ονειροπόληση. Ο Μάιλς πιστεύει τόσο έντονα ότι τα πράγματα όφειλαν να είναι καλύτερα που σχεδόν νιώθει πως αν μεμψιμοιρήσει αρκετά ίσως και να γυρίσει πίσω τον χρόνο.
Α, και μία ακόμη λεπτομέρεια, καθόλου ασήμαντη. Ο Μάιλς, παρότι πίνει σαν να είχε τέσσερα στόματα, αρνείται να αντιμετωπίσει τον εαυτό του ως βαρύ πότη: στο δικό του τεφτέρι, είναι ένας γευσιγνώστης, ένας μύστης του κρασιού που είναι σε θέση να ξεχωρίσει λεπτομέρειες και πινελιές απρόσιτες για τον ουρανίσκο ενός άξεστου. Πράγματι, ακόμη και σε κατάσταση προχωρημένης μέθης, ο Μάιλς δεν θα υποκύψει ποτέ στο μισητό Μερλό και δεν θα απαρνηθεί ποτέ το λατρεμένο του Πινό. Αυτό, φυσικά, δεν αναιρεί ότι μπορεί να κατεβάσει στην καθισιά του μια νταμιτζάνα κρασί. Και σε αντίθεση με τα πασίγνωστα ρητά, ο οίνος δεν του ευφραίνει την καρδιά, ούτε του αποκαλύπτει κάποια βαθύτερη αλήθεια.
Ο υπέροχος Πολ Τζιαμάτι, με ξέπνοη ανάσα, πάντα έτοιμος να εκραγεί και με ένα μονίμως τσατισμένο βλέμμα, σωματοποιεί την ατελείωτη ζοχάδα ενός ανθρώπου που ξοδεύεται και ξοδεύει τη ζωή του, αφημένος στην αυτολύπηση. Ο Μάιλς του Τζιαμάτι είναι ένας sore loser που καταλήγει αξιολάτρευτος χωρίς να συντρέχει κανένας από τους συνήθεις λόγους γοητείας. Δεν είναι σκοτεινός, δεν είναι αντιήρωας, δε δίνει κάποιον ηρωικό και μάταιο αγώνα, δεν είναι αιώνια πιστός σε κάποια ξεροκέφαλη προσωπική ηθική.
Ωστόσο, ο Μάιλς μοιράζεται μαζί μας απλόχερα την κόπωση που τον έχει καταπιεί. Απενοχοποιεί τη μικρότητα που καμιά φορά (ή και αρκετά συχνά) μας κατακλύζει, δίνει συγχωροχάρτι για την ατολμία μας να κοιτάξουμε μπροστά, για την αδυναμία μας να γραπώσουμε τον χρόνο και να μην τον αφήνουμε να κυλά ασκόπως, για την αυτοκαστροφική προσκόλλησή μας σε επαναλαμβανόμενες ασημαντότητες.
Ο Μάιλς διαθέτει και έναν κολλητό φίλο από τα κολεγιακά χρόνια, τον Τζακ, έναν ξοφλημένο ηθοποιό στην κατηφόρα της καριέρας του, χωρίς να έχει προηγηθεί κάποια κορυφή. Ο Τζακ πρόκειται να παντρευτεί την επόμενη βδομάδα, όχι ακριβώς παρά τη θέλησή του, αλλά ολίγον τι ερήμην του, γεγονός όχι ασυνήθιστο, ούτε ακριβώς σοκαριστικό: αν το καλοσκεφτούμε, είναι μάλλον αμέτρητες οι στιγμές όπου καταλήγουμε φιλοξενούμενοι στην ίδια μας τη ζωή. Ο Μάιλς και ο Τζακ δεν έχουν φαινομενικά τίποτα κοινό, έχουν όμως εκείνο τον αδιόρατο συνδετικό κρίκο που μόνο η μακρινή φιλία μπορεί να σφυρηλατήσει. Γνωρίζονται τόσο καλά και έχουν αγαπηθεί τόσο πολύ στη διαδρομή του φιλικού χρόνου, που οι διαφορές χαρακτήρα μοιάζουν πλέον διακοσμητικές.
Ο Μάιλς, ως συνεπής μέθυσος που σέβεται τον εαυτό του, κανονίζει ένα εβδομαδιαίο bachelor με αμέτρητες στάσεις στους καλιφορνέζικους δρόμους του κρασιού. Ως γνωστόν, τα σχέδια κάθε ορκισμένου πότη περιστρέφονται γύρω από το ποτό, με όλα τα υπόλοιπα να λειτουργούν ως αφορμές ή εμπόδια, όπως έλεγε και ο Κωστής Παπαγιώργης στο Περί μέθης. Ο Τζακ, από την άλλη, παλεύει να ξορκίσει την «ωριμότητα» που κοντοζυγώνει, αντιστρέφοντας τη φορά των πραγμάτων: στην πραγματικότητα, είναι εκείνος που προσφέρει ένα bachelor στον φίλο του.
Το πρόβλημα είναι, όμως, ότι για τον Μάιλς ο έρωτας μοιάζει περισσότερο με καταναγκαστικά γυμνάσια παρά με γλυκιά περιπέτεια, τουλάχιστον μέχρι να βρεθεί ένας άνθρωπος που θα τον τραβήξει από τον βούρκο. Το αταίριαστο αλλά τόσο ταιριαστό ντουέτο -αβίαστα και ενστικτωδώς, γουλιά με τη γουλιά- θα βιώσει τελικά την ωριμότητα, την αυτοκριτική, τη χαρά και την απογοήτευση που αναλογεί στον καθένα τους. Το ταξίδι τους δεν θα γίνει ποτέ διαδρομή βαθιάς αυτογνωσίας, αλλά μια θεραπευτική κούρα-εφόδιο για το υπόλοιπο της ζωής τους.
Το Sideways δε διαθέτει ούτε μία αχρείαστη υποπλοκή, ούτε έναν διακοσμητικό χαρακτήρα (εξαιρετικοί αμφότεροι οι γυναικείοι ρόλοι, ιδίως της Βιρτζίνια Μάντσεν), ούτε μια περιττή έκρηξη, ούτε μια σικέ ρομαντζάδα. Και προκαλεί μια αυθόρμητη ταύτιση, που εκτείνεται από την πιο ασήκωτη μελαγχολία έως την πιο λαμπερή αισιοδοξία: σαν όλα τα όμορφα να είναι πίσω και μπροστά μας την ίδια ακριβώς στιγμή. Μέσα από μουρλές παρεξηγήσεις που φαίνονται ολότελα φυσιολογικές, μέσα από απαραίτητες εξηγήσεις που φαντάζουν (και είναι) αδιανόητα γενναίες. Με μικρές ανταμοιβές εκεί που δεν το περιμένεις. Που κοκκινίζουν τα μάγουλα, ζαλίζουν το κεφάλι και ζεσταίνουν την καρδιά.