What's On Parallel Mothers

4 Νοεμβρίου 2021 |

0

Parallel Mothers

Σκηνοθεσία: Πέδρο Αλμοδόβαρ

Παίζουν: Πενέλοπε Κρουζ, Μιλένα Σμιτ, Αϊτάνα Σάντεζ-Χιχόν, Ρόσι ντε Πάλμα

Διάρκεια: 120’

Ελληνικός τίτλος: «Παράλληλες Μητέρες»

 

Δύο ετοιμόγεννες γυναίκες, η Τζάνις και η Άννα, μοιράζονται το δωμάτιο του μαιευτηρίου. Αμφότερες δίχως σύντροφο, έρχονται κοντά σε μία ιδιαίτερη συνθήκη η οποία γεννά μία ξεχωριστή σχέση μεταξύ τους. Ωστόσο, η υποψία ενός φοβερού λάθος εκ μέρους της κλινικής αναφορικά με τα μωρά που έφεραν στον κόσμο θα ανατρέψει κάθε θεμέλιο της μεταξύ τους φιλίας.

Οι «Παράλληλες Μητέρες» έχουν ως αφηγηματικό πρελούδιο ένα συλλογικό τραύμα του Ισπανικού λαού: αναφέρεται στις πάνω από εκατό χιλιάδες «αγνοούμενων» δημοκρατικών, τα σώματα των οποίων βρίσκονται διασκορπισμένα σε ομαδικούς τάφους χωρίς σήμανση που στοιχειώνουν την ισπανική ύπαιθρο, θυμάτων του εμφυλίου πολέμου της δεκαετίας του 1930 και του φασιστικού καθεστώτος Φράνκο. Μιλά για μία ιστορική μνήμη που περιμένει την εκταφή της, έναν αφόρητος στρουθοκαμηλισμό που επιτέλους ανατρέπεται. Τα τελευταία χρόνια, η κοινωνική εγρήγορση επί του θέματος εντείνεται, καθώς ολοένα και περισσότερες οικογένειες ζητούν ιστορική δικαίωση για τους πεσόντες τους. Σε μία τέτοια οικογένεια ανήκει και η Τζάνις, η οποία γνωρίζει τον μελλοντικό πατέρα της κόρης της στην πορεία της διαδικασίας εκταφής ενός προγόνου της.

Μετά από μία εισαγωγή που κινείται σε αχαρτογράφητο ιστορικό και πολιτικό χώρο για έναν αφοσιωμένο εστέτ δημιουργό όπως ο πολυαγαπημένος Ισπανός, η ταινία παίρνει γνήσιες αλμοδοβαρικές τροπές. Αυτό που ακολουθεί μοιάζει με κλασικού τύπου μελόδραμα, με μία συλλογή απιθανοτήτων στην πλοκή που φέρνει τους χαρακτήρες εγγύτερα και ανοίγει πεδία σαν αυτά που ο Πέδρο Αλμοδόβαρ λατρεύει. Παρότι δε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ιδιαίτερα φορτωμένο από αισθητική σκοπιά, τηρουμένων των αναλογιών του δημιουργού του, η αύρα του ανιχνεύεται αυτόματα. Τα κάδρα στους τοίχους που κοιτούν βωβά τους χαρακτήρες, τα έντονα χρώματα και αντικείμενα και τα συχνά γκρο-πλαν που αιχμαλωτίζουν ανεπαίσθητους τριγμούς στα πρόσωπα αναγγέλλουν την παρουσία του χαρακτηριστικού του κινηματογραφικού κόσμου.

Το ιστορικό πλαίσιο επανέρχεται απότομα στο προσκήνιο προς το τέλος του έργου και παρότι είναι εγγενώς ενδιαφέρον ως νέο στοιχείο σε μία πλούσια και χαρακτηριστική φιλμογραφία, θέτει ένα αίνιγμα που ο δημιουργός του, κατά την άποψη του γράφοντος, δεν κατορθώνει να προσεγγίσει σε βάθος. Βέβαια, τα διαγενεακά τραύματα της Τζάνις (όπως την ενσαρκώνει η Πενέλοπε Κρουζ, πεισμωμένη και εύθραυστη ταυτόχρονα) συμπληρώνουν διακριτικά τις αγωνίες της μητρότητας, ενώ οι ποικίλες αναλογίες χάρη στις οποίες το καταπιεσμένο παρελθόν κρατά δέσμιο το παρόν είναι πάντοτε ευρηματικές: η Τζάνις θα κινδυνεύσει να χάσει ένα παιδί ενώ ταυτόχρονα αναζητά έναν πρόγονο, ενώ η απουσία του άνδρα από την οικογένεια είναι το διαχρονικό μοτίβο που γεφυρώνει το χάσμα των περιόδων.

Ωστόσο αυτό το υπόβαθρο τελικώς μοιάζει να μην επικοινωνεί απόλυτα με τον συναισθηματικό πυρήνα του φιλμ. Το πολιτικό πρόταγμα μοιάζει ταυτόχρονα ελλιπές και υπερβολικό, υπό την έννοια ότι η έκφρασή του καταναλώνει σημαντικό χρόνο αλλά στην πραγματικότητα όχι αρκετό φιλμικό χώρο ώστε να απαλλαγεί από μία κάποια αμηχανία. Γεννά βέβαια μία σεκάνς συλλεκτικής αλμοδοβαρικής αξίας στο φινάλε, αλλά δυστυχώς δίνει στο όλο έργο μία αίσθηση τονικής ανακολουθίας που του κοστίζει.

Η διάθεση ενός δημιουργού τέτοιου βεληνεκούς να προσεγγίσει ένα θέμα εκτός της πεπατημένης μαρτυρά έναν άνθρωπο που παραμένει ανήσυχος στην πέμπτη δημιουργική δεκαετία της ζωής του και αυτό είναι αναμφίβολα ελπιδοφόρο. Η τονική ανισορροπία όμως τους συνολικού αποτελέσματος στερεί από το μελόδραμα την ομοιογένεια που θα του επέτρεπε να σταθεί δίπλα σε αγαπημένα έργα όπως το «Volver» ή το «Όλα για τη Μητέρα Μου», ως ένας ακόμα φόρος τιμής στη μητρότητα που τόσο έχει σημαδέψει θεματικά τη φιλμογραφία του Αλμοδόβαρ.

Η ματαιωμένη σύνδεση των δύο αφηγηματικών δρόμων της ταινίας δε σημαίνει ότι το υλικό πάσχει εγγενώς. Αντίθετα, αμφότερες οι κατευθύνσεις της ταινίας είναι το λιγότερο υποσχόμενες. Και εάν το πολιτικό στοιχείο είναι το καινοτόμο, οι οπαδοί του Ισπανού δε μπορούν παρά να σταθούν και στο ματαιωμένο μεγαλείο του μελοδράματος. Αυτό που οι πολέμιοί του ίσως προσπεράσουν με ευκολία ως «μία απ’ τα ίδια», οι φίλοι του θα το βρουν  ως μία θαυμάσια προσθήκη στον αλμοδοβαρικό κανόνα. Μία φυσική και απρόσκοπτη φιλμική ροή που διανθίζεται με στιγμές μεγαλείου όπως η σκηνή του «Summertime» της Τζάνις Τζόπλιν, ένα θαυμάσιο score από τον συνήθη ύποπτο Αλμπέρτο Ιγκλέσιας και διακριτικό non-campy χιούμορ οδηγούν με λυρισμό την ταινία στις θέσεις της. Και αυτές είναι επίκαιρα φεμινιστικές, δεικτικές μίας ταραχώδους αμφισβήτησης του παραδοσιακού μοντέλου πυρηνικής οικογένειας και των δεσμών αίματος που το ορίζουν, αλλά και της βαθιάς πίστης στις ανθρώπινες σχέσεις που δύνανται να λειτουργήσουν ως σανίδες σωτηρίας έξω από στεγανές θεωρήσεις των όρων τους.

Συνολικά, ο «πολιτικός» Αλμοδόβαρ μοιάζει λιγότερο ευφραδής από ότι τον συνηθίζουμε, προσεγγίζοντας το θέμα του μάλλον με υπερβάλλον δέος. Φυσικά, οι συγκινητικές στιγμές δεν αργούν να εμφανιστούν, ενώ οι γυναίκες της ταινίας του (όπως και της φιλμογραφίας του) είναι πολυδιάστατες, με τις αντιφάσεις τους να γίνονται κατανοητές με σαφήνεια και τις σχέσεις μεταξύ τους να διαρθρώνονται με ένταση. Η συνολική αίσθηση που απομένει είναι ότι ο εμπλουτισμός του αναμενόμενου συναισθηματισμού με το ιστορικό βάρος της αφήγησης δε βρήκε το σημείο ισορροπίας, δίχως αυτό να σημαίνει πως η ταινία δε διατηρεί την πολυθρύλητη αλμοδοβαρική φλόγα.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑