On the Waterfront (1954)

Σκηνοθεσία: Ελία Καζάν

Παίζουν: Μάρλον Μπράντο, Ροντ Στάιγκερ, Εύα Μαρί Σέιντ, Λι Τζέι Κομπ, Κάρλ Μάλντεν

Διάρκεια: 108′

To Λιμάνι της Αγωνίας σε τραβά μαζί του από την πρώτη στιγμή στον παλμό, τις μυρωδιές και την οχλοβοή του Χόμποκεν στο Νιου Τζέρσι, χαρή στη λεπτοδουλειά και στην επιμέλεια που επέδειξαν δύο συνεργάτες του Καζάν. Πρώτα απ’ όλα, ο σεναριογράφος Μπαντ Σούλμπεργκ, ο οποίος είχε σχεδόν μετακομίσει στις αποβάθρες του Χόμποκεν, μελετώντας εξονυχιστικά την τοπική διάλεκτο, τις συνήθειες και την ανθρωπογεωγραφία της περιοχής. Έπειτα, ο διευθυντής φωτογραφίας (και σταθερός συνεργάτης του Ζαν Βιγκό) Μπόρις Κάουφμαν, ο οποίος τεμάχισε τον ασπρόμαυρο καμβά του κάθε πλάνου σε αμέτρητες αποχρώσεις του γκρίζου. Το χειμωνιάτικο αγιάζι, η ομίχλη του λιμανιού, τα χνώτα των εργατών, ο καπνός από τα φουγάρα και οι αναθυμιάσεις από τις μηχανές θαρρείς γίνονται ένα με τις διερχόμενες ράγες, τα κρωξίματα των γλάρων, τους περιστεριώνες στις ταράτσες, τα αγκυροβολημένα πλοία και τις μουντές αποθήκες. Και υφαίνουν έναν κόσμο χειροπιαστό και φασματικό την ίδια ακριβώς στιγμή: τα δράματα και τα κρίματα των ανθρώπων διαπλέκονται με τον ιδρώτα και το αίμα τους, κυοφορώντας θυσίες, συντριβές και τραγωδίες.

 

Η εναρκτήρια σκηνή του On the Waterfront μάς τοποθετεί in medias res, σε μια κομβική στιγμή για την ψυχολογία και το μέλλον του κεντρικού ήρωα. Ο Τέρι Μαλόι (Μάρλον Μπράντο), πρώην υποσχόμενος πυγμάχος και νυν υποτακτικός λιμενεργάτης, πείθει έναν φοβισμένο συνάδελφό του να τον συναντήσει σε μια ταράτσα. Λίγες στιγμές και μια φονική πτώση αργότερα, τα κομμάτια του παζλ μπαίνουν σιγά σιγά στη θέση τους. Ο άτυχος άνδρας ήταν έτοιμος να καταθέσει στις δικαστικές αρχές, δίνοντας στοιχεία για τη διεφθαρμένη ηγεσία του τοπικού συνδικάτου. Και η κατάληξή του μοιάζει με προειδοποίηση για όποιον αποκτήσει ανάλογες ηρωικές διαθέσεις.

Ο Τέρι, έστω και χωρίς τη θέλησή του, έχει γίνει συνεργός σε φόνο και τώρα προσπαθεί απεγνωσμένα να μπαλαντζάρει ανάμεσα στην ενοχή που του τρώει τα σωθικά και στην εύνοια που εισπράττει από τον δερβέναγα του συνδικάτου (ο υπέροχος Λι Τζέι Κομπ). Για να γίνει ακόμη πιο πνιγηρή μια ήδη ασφυκτική κατάσταση, το δεξί χέρι του αφεντικού δεν είναι άλλος από τον αδερφό του Τέρι (Ροντ Στάιγκερ)… Μαθημένος να αποδέχεται στωικά και αδιαμαρτύρητα τη μοίρα του και δασκαλεμένος να μην αμφισβητεί ποτέ το στάτους κβο, ακόμη και με οδυνηρές συνέπειες για τον ίδιο (άδοξη και ατιμωτική αποχώρηση από τα ρινγκ), ο Μαλόι παλεύει να λυτρωθεί από τους δαίμονες και να βρει τη θέση του στον χάρτη της ζωής. Έχει έρθει η ώρα να γνωρίσει τον πιο ανίκητο αντίπαλο, που μπορεί να τρελάνει το ανθρώπινο μυαλό: τη συνείδηση, που δουλεύει μέρα-νύχτα, χωρίς σταματημό.

Οι ομοιότητες σε όλα τα παραπάνω με την πραγματική ζωή του Καζάν είναι εμφανείς, χωρίς όμως να καθιστούν το On the Waterfront ταινία εξιλέωσης, όπως έχει πολλάκις γραφτεί και υπονοηθεί. Το κάθε άλλο, μάλιστα. Στην αυτοβιογραφία του, με τίτλο Elia Kazan: A Life (1988), ο Καζάν περιγράφει με αφοπλιστική ευθύτητα τα ψυχολογικά στάδια που διένυσε πριν και μετά την απόφασή του να καταθέσει (1952) στην Επιτροπή Αντι-αμερικανικών Ενεργειών, παραδίδοντας οκτώ συνεργάτες του στα νύχια του Μακαρθισμού. Όπως παραδέχεται χωρίς περιστροφές, την αρχική ντροπή διαδέχτηκαν η επιθετική περιφρόνηση απέναντι στη γενικευμένη αποδοκιμασία και η αμετάκλητη άρνησή του να απολογηθεί. Όπως και να έχει, η σεναριακή πλοκή του On the Waterfront (όχι σε απόλυτη αναλογία, φυσικά) μοιάζει με απάντηση στους επικριτές του Καζάν, ενώ ο ήρωας που ενσαρκώνει ο Μπράντο περπατά σε μια λεπτή στρώση πάγου, πλησιάζοντας σε ένα κομβικό σταυροδρόμι επιλογής.

Ο Μπράντο, εξελίσσοντας όλα τα εφόδια που είχε αποκομίσει από τη «Μεθόδο», βαδίζει σε μια πιο σύνθετη τονικότητα, όπου η μέθεξη του ηθοποιού με τον χαρακτήρα χτίζεται πιο διακριτικά και χαμηλόφωνα. Ως αποτέλεσμα, όχι απλώς κουβαλά την ταινία στις πλάτες του, αλλά μάς χαρίζει και δύο στιγμές ερμηνευτικού μεγαλείου. Αρχικά, στη θρυλική σκηνή αυτοσχεδιασμού με το λευκό γάντι της Εύα Μαρί Σέιντ, το οποίο μαζεύει από το χώμα και αρχίζει να περιεργάζεται, αντί να το επιστρέψει στην κάτοχό του. Ο Τέρι χαϊδεύει τρυφερά το γάντι λες και ήταν πληγωμένο περιστέρι (σαν αυτά που φροντίζει στην ταράτσα) και το φορά αργά και ευλαβικά: μια ανεπαίσθητη κίνηση που υποδηλώνει την ανάγκη για αγάπη, συγχώρεση, αλλαγή και παρηγοριά.

Παρεμπιπτόντως, ο χαρακτήρας της Έντι, που υποδύεται η Εύα Μαρί Σέιντ, είναι σαν μια αναλαμπή ομορφιάς σε ένα ζοφερό φόντο όπου κυριαρχούν η θολούρα και το ημίφως. Την ίδια στιγμή, η Έντι επωμίζεται μια αποστολή σχεδόν θρησκευτική. Είναι η μόνη γυναίκα που κάνει δυναμικά την εμφάνισή της σε έναν σκληρό ανδροκρατούμενο κόσμο, χαρίζοντας στον Τέρι την πιο αναπάντεχη λύτρωση: τον συγχωρεί προκαταβολικά, προτού καν υποπέσει στο αμάρτημα της αδιαφορίας.

Όσο για το δεύτερο tour de force του Μπράντο, το συναντούμε στο συγκλονιστικό διαλογικό τετ-α-τετ του Τέρι με τον απελπισμένο αδελφό του, ο οποίος καταφεύγει στην έσχατη λύση, τραβώντας πιστόλι μπας και καταφέρει να τον νουθετήσει. Ο Μπράντο, φορώντας ένα αχαρτογράφητο χαμόγελο, που ισορροπεί ανάμεσα στην απελπισία, τον οίκτο και την προσωπική λύτρωση, παραμερίζει απαλά το οπλισμένο χέρι, σε μια κίνηση σπαρακτική και μοιραία.

Ο Τέρι κατακτά τη χαμένη του αξιοπρέπεια, σφραγίζοντας παράλληλα ένα κατάμαυρο ριζικό για τον αδερφό του, αλλά και μια αγιάτρευτη απώλεια για τον ίδιο. Κάθε ελευθερία συνοδεύεται αναγκαστικά από ένα βαρύ τίμημα, αλλιώς δεν νοείται ως ελευθερία, αλλά ως απλή παραχώρηση. Και κάθε κερδισμένη ελευθερία μπορεί με τη σειρά της να οδηγήσει σε μια καινούργια φυλακή, όπως (πιθανώς) υπονοεί ένα τελικό κάδρο, που σπέρνει την αμφιβολία προτού καλά καλά καταλαγιάσει ο θρίαμβος. Η ζωή, σε αυτό το λιμάνι της αγωνίας και του πόνου, είναι φτιαγμένη από αμφιβολίες και ατελείς επιλόγους.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑