Σκηνοθεσία: Κριστόφ Κισλόφσκι
Παίζουν: Ζουλιέτ Μπινός, Μπενουά Ρεζάν, Εμανουέλ Ριβά, Φλοράνς Περνέλ
Διάρκεια: 94’
Τη διετία 1993-1994, έχοντας ήδη ισορροπήσει στο μεταιχμιακό σύνορο ανάμεσα στην παλαιά και τη νέα του πατρίδα (Η διπλή ζωή της Βερόνικα, 1991), ο Κριστόφ Κισλόφσκι αντλεί αλληγορική, φιλοσοφική και αισθητική έμπνευση από την τριχρωμία της γαλλικής σημαίας και το τρίπτυχο της Γαλλικής Επανάστασης. Και γίνεται η φωνή μιας Ευρώπης που ευελπιστεί (μάταια, όπως αποδείχτηκε) σε μία -πρωτίστως ψυχική και πνευματική, πέρα από πολιτική- ένωση και ανοικοδόμηση.
Η Μπλε ταινία (Trois Couleurs: Bleu, 1993), που ανοίγει τον χορό στην περίφημη Τριλογία των Χρωμάτων, εξερευνά και ψηλαφεί την έννοια της ελευθερίας. Φυσικά, ο Κισλόφσκι δεν επικεντρώνεται στο ιστορικό, πολιτικό ή κοινωνικό υπόβαθρο/περιεχόμενο του όρου, αλλά σκάβει πολύ βαθύτερα: στο πνευματικό αποτύπωμα και στις ψυχικές συνιστώσες μιας λέξης που βρίσκεται στα χείλη όλων μας αλλά είναι καταδικασμένη να παραμένει θολή και ασχημάτιστη, όπως ακριβώς ένας ευσεβής πόθος ή μια αρχέγονη επιθυμία. Στο σύμπαν του Κισλόφκσι, το ανθρώπινο πρόσωπο και βλέμμα είναι ο καταστατικός χάρτης της ελευθερίας.
Η Ζουλιέτ Μπινός υποδύεται τη Ζουλί, η οποία παλεύει να ορθοποδήσει από ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα που την έχει αφήσει ψυχικά ακρωτηριασμένη: η ίδια έχει επιζήσει, ενώ ο σύζυγός της (ένας διάσημος μουσικός συνθέτης), καθώς και η πεντάχρονη κόρη τους, έχουν φύγει από τη ζωή. Καταρρέοντας από το βάρος της απώλειας, αλλά και από το υποδόριο φορτίο μιας αβάσταχτης ενοχής -και μόνο το γεγονός ότι η ίδια ζει αποκτά διαστάσεις προδοσίας στο μυαλό της- η Ζουλί αποφασίζει να κόψει σύρριζα τα δεσμά με το παρελθόν, έπειτα από μια ανεπιτυχή απόπειρα αυτοχειρίας. Μετακομίζει στο Παρίσι και βάζει πωλητήριο στο σπίτι της οικογένειας στην εξοχή, ενώ παράλληλα ξεφορτώνεται καθετί που λειτουργεί ως συνδετικός κρίκος με την πρότερη ζωή της. Διόλου τυχαία, λοιπόν, θα σκίσει με μανία τις παρτιτούρες από μια ανολοκλήρωτη σύνθεση του συζύγου της – ένα έργο που προοριζόταν για τον εορτασμό της ενωμένης Ευρώπης (ας μη λησμονούμε ότι εκείνη την εποχή δεν έχει καλά καλά στεγνώσει το μελάνι από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ) και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.
Αυτό που αποζητά στην πραγματικότητα είναι μια καθημερινότητα βυθισμένη στη μοναξιά, στη σιωπή και στην ανωνυμία, ενώ η αλληγορική κορύφωση για αυτή την εκούσια απώλεια ταυτότητας έρχεται με την αδυναμία της μητέρας της Ζουλί, η οποία πάσχει από Αλτσχάιμερ, να την αναγνωρίσει. Σε μια από τις πιο μνημονευμένες σκηνές της ταινίας, η κάμερα υποκαθιστά το βλέμμα της ηρωίδας και ζουμάρει εμμονικά σε ένα φλιτζάνι καφέ και πιο συγκεκριμένα σε έναν κύβο ζάχαρης. Πλέον, η Ζουλί κατοικεί στον κόσμο του τετριμμένου, του αποχρωματισμού, της κλινικής παρατήρησης. Είναι, με άλλα λόγια, έτοιμη και πρόθυμη να δοθεί ολόψυχα οπουδήποτε αλλού, ακόμη και σε ένα αδιάφορο στιγμιότυπο, παρά να αντικρίσει και να διαχειριστεί την ανοιχτή πληγή του πένθους.
Σταδιακά και ασυναίσθητα, όμως, η ζωή βρίσκει τον τρόπο να τρυπώσει μέσα από τις χαραμάδες, φέροντας τη Ζουλί αντιμέτωπη με το ανεπούλωτο τραύμα. Ένας αυτόπτης μάρτυρας του δυστυχήματος, τα τελευταία λόγια του συζύγου της καθώς ξεψυχούσε, μια νέα φιλία που γεννιέται μέσα στα συντρίμμια, η πρό(σ)κληση να ολοκληρώσει την ημιτελή μουσική σύνθεση (υπονοείται ότι βοηθούσε από παλιά τον σύζυγό της χωρίς να παίρνει τα ανάλογα εύσημα), η αποκάλυψη ότι ο άνδρας της είχε ερωμένη, καθώς και η γνωριμία μαζί της, γίνονται τα κομμάτια ενός ημιτελούς ψηφιδωτού που παλεύει να καλύψει τα κενά του.
Σε αυτό το ταξίδι αυτογνωσίας και επανασύνδεσης με τη ζωή, δύο είναι τα στοιχεία που δίνουν τον τόνο της αλλαγής. Αρχικά, το μπλε χρώμα (όπως γνωρίζαμε ήδη από τον τίτλο), το οποίο δεσπόζει και πλημμυρίζει το κάδρο, άλλοτε ως φευγαλέα λάμψη κι άλλοτε ως θλιμμένος καμβάς. Που μετατρέπεται σταδιακά σε φορέα μιας ολικής μεταμόρφωσης: από τις απειλητικές αποχρώσεις που αντανακλούν την οδύνη, το αυτομαστίγωμα και την παραίτηση, στους απαλούς τονισμούς της αποδοχής, της συμφιλίωσης, της ελπίδας.
Έπειτα η μουσική, η οποία ενδύεται με έναν ακόμη πιο σημαντικό -σχεδόν ιερό θα έλεγε κανείς- ρόλο: γίνεται η επώδυνη υπενθύμιση μιας άλυτης εκκρεμότητας, μια υπόσχεση ζωής που δεν πρόκειται να υποχωρήσει αν δεν δικαιωθεί. Η Ζουλί μπορεί να έχει σκίσει τις παρτιτούρες, δεν έχει καταφέρει όμως να απαλλαγεί από αυτή την απόκοσμη μελωδία που της στοιχειώνει το μυαλό, όσο κι αν το προσπαθεί (βουτώντας με ορμή στην πισίνα ή κλείνοντας το πιάνο με κρότο).
Στη λυτρωτική σεκάνς του φινάλε, το επιμύθιο είναι σαφές. Η ολοκληρωμένη μελωδία, τη στιγμή που ακούγεται (στα ελληνικά) ο Ύμνος της Αγάπης από την Α’ προς Κορινθίους Επιστολή του Απόστολου Παύλου (ας μην ξεχνούμε και τη βαθιά θρησκευτικότητα που διαπνέει όλο το κισλοφσκικό έργο), γίνεται το νήμα που ξεδιπλώνει όλα τα πρόσωπα και τις εικόνες που σημάδεψαν το νέο ξεκίνημα της Ζουλί. Και η ελευθερία που αναζήτησε μέσα από την αποκοπή από τη ζωή και τη λήθη έδωσε τη θέση της σε μια νέα ελευθερία, η οποία θεμελιώνεται σε διαφορετικούς άξονες: στην αγάπη, στην αποδοχή του πένθους και στην αδιαπραγμάτευτη πίστη στους ανθρώπους.