Barry Lyndon (1975)

Σκηνοθεσία: Στάνλεϊ Κιούμπρικ

Παίζουν: Ράιαν Ο’ Νιλ, Μαρίσα Μπέρενσον, Χάρντι Κρούγκερ

Διάρκεια: 184’

Έτος παραγωγής: 1975

Ένας φτωχός Ιρλανδός νεαρός μπλέκεται σε ένα ερωτικό ειδύλλιο με την ξαδέρφη του, αναγκάζεται να μονομαχήσει με τον Άγγλο αξιωματικό στον οποίο ήταν λογοδοσμένη η -όχι πλέον άσπιλη- κοπέλα, φεύγει άρον άρον και κυνηγημένος από την Ιρλανδία, βρίσκεται από το πουθενά να πολεμά στο πλευρό αρχικά των Άγγλων και έπειτα των Πρώσων (λιποτακτώντας από αμφότερους, η μόνη του πατρίδα είναι ο εαυτός του, πόσο μάλλον δύο ξένες χώρες) κι ακόμη πιο ουρανοκατέβατα καταλήγει να βολοδέρνει σε βασιλικές αυλές, να παντρεύεται μια πλούσια και ισχυρή νύφη, να αποκτά τίτλους, κύρος και περιουσία. Προτού ξαναβρεθεί, στο τέλος της διαδρομής, στο σημείο μηδέν, έχοντας χάσει όσα απέκτησε. Ίσως κι ακόμη περισσότερα.

Ο Ρέντμοντ Μπάρι, που χωρίς ντροπή υιοθέτησε το επώνυμο της εύπορης και αριστοκράτισσας συζύγου, μετονομαζόμενος σε Μπάρι Λίντον, είναι ένας μαγνήτης που έλκει θριάμβους και συντριβές, μεγαλεία και τραγωδίες. Είναι μακιαβελικά χειριστικός και δεν νιώθει την παραμικρή ενοχή όποτε σκαρώνει κάλπικες νίκες. Στερημένος από ηθική πυξίδα και αμετροεπής, είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμος να αποδεχτεί στωικά τις συνέπειες της αλαζονείας του. Είναι ένας άνθρωπος χωρίς ιδιότητες και η ιστορία του, ακριβώς όπως το μυθιστόρημα του Ρόμπερτ Μούζιλ, θα τελειώσει «με ένα κόμμα, στη μέση της σελίδας». Οι μόνες έμφυτες τάσεις του χαρακτήρα του συνοψίζονται σε έναν δαρβινικό οπορτουνισμό και ένα χυδαίο ξόδεμα των ανθρώπων και των προνομίων που βρέθηκαν στα χέρια του χωρίς να το αξίζει.

Το ομότιτλο μυθιστόρημα του Γουίλιαμ Μέικπις Θάκερεϊ, που αποτέλεσε την πρώτη ύλη για το μυθικό Barry Lyndon (1975), είθισται να αποκαλείται «το πρώτο μυθιστόρημα χωρίς κεντρικό ήρωα», παρότι διαθέτει έναν προφανή κεντρικό χαρακτήρα. Ο Θάκερεϊ, που εμφανίζει ολοφάνερες εκλεκτικές συγγένειες με το κιουμπρικό σύμπαν, τοποθέτησε στον πραγματικό πυρήνα του έργου την ανθρώπινη μωρία, την αστείρευτη δίψα για άνοδο, την αυτοκαταστροφική ορμή της ματαιοδοξίας, την απουσία οποιουδήποτε ανώτερου ή απώτερου σκοπού, την ντετερμινιστική αδυναμία του ανθρώπου να σταματήσει να δαγκώνει την ουρά του και να πέφτει στις παγίδες που φαίνονται από μίλια μακριά.

Ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ, από την πρώτη κιόλας στιγμή, μας υποβάλλει σε μια χειρουργική απόσταση, αποκλείοντας κάθε συμπόνοια, οίκτο ή ταύτιση με τις επιλογές και τα παθήματα του κεντρικού ήρωα. Ωστόσο, αυτή η υπόγεια βία θαρρείς και έχει έναν και μοναδικό προορισμό: τον σπαραγμό ενός φινάλε για το οποίο είμασταν ολότελα απροετοίμαστοι. Έχοντας σχεδόν εθιστεί σε μια συνθήκη χυδαιότητας, βιώνουμε με απρόσμενη ένταση την υπέρβαση ενός ανθρώπου που βρίσκεται για πρώτη και για τελευταία φορά στη ζωή του αντιμέτωπος με την ανάγκη (και τη θέληση) να επιδείξει αυτοθυσία και μεγαλοψυχία. Κάπως έτσι, το άδοξο και αποκαρδιωτικό του τέλος αποκτά όχι μόνο νόημα, αλλά και βαρύ συναισθηματικό αντίκτυπο.

Η αναπόδραστη κατάληξη των πραγμάτων μάς έχει γίνει ήδη γνωστή από ένα σαρδόνιο voice over, που σχεδόν λειτουργεί ως συμπληρωματικός χαρακτήρας στην ταινία, δίνοντας φωνή (και υπόσταση) στην ανελέητη κιουμπρική ειρωνεία. Ένας παντόπτης αφηγητής που γνωρίζει τα φρικτά μελλούμενα και χαμογελά με τη δική μας άγνοια, σαν ένας θεός που σαρκάζεται πάνω από τους δύστυχους ανθρώπους, που δεν λένε να μάθουν από τα λάθη τους. Στην πραγματικότητα, το θεϊκό βλέμμα στο Barry Lyndon ταυτίζεται με τον φακό της κάμερας και τη σκηνοθετική ματιά: ο Κιούμπρικ είναι ο παντοκράτορας του δικού του έργου.

Το Barry Lyndon επιστρατεύει μια αβάσταχτη εικαστική ομορφιά για να εξισορροπήσει μια ασχήμια ανίκητη και προαιώνια. Ο Κιούμπρικ φτιάχνει κάδρα που μοιάζουν με tableaux vivants, ρευστά και παλλόμενα, έτοιμα να λιώσουν ή να αυτονομηθούν (ο θεοπάλαβος Κιούμπρικ επιστράτευσε μέχρι και φακούς που είχε χρησιμοποιήσει πρωτύτερα η NASA για δορυφορικές φωτογραφίες προκειμένου να πετύχει την εικόνα που ήθελε), που σφύζουν από αόρατη κίνηση ακόμη και όταν μένουν ασάλευτα. Με συνθέσεις, κάδρα, σκιές και χρώματα που φέρνουν στο νου τις κορυφές της βικτωριανής ζωγραφικής, σαν καμβάδες του Τόμας Γκέινσμπορο και του Γουίλιαμ Τέρνερ.

Την ίδια στιγμή, το επαναλαμβανόμενο μοτίβο της Sarabande του Χέντελ λειτουργεί ως επιμνημόσυνη δέηση σε ένα κόσμο που αργοπεθαίνει και ξεθωριάζει στον ορίζοντα. Παρόλα αυτά, δεν υπάρχει καμία αίσθηση απώλειας ή θρήνου: αυτός ο κόσμος τρώει τις δικές του σάρκες και χάνεται αυτοδίκαια. Ακόμη και το αιματοκύλισμα του Επταετούς Πολέμου (που ήταν στην πραγματικότητα διάρκειας 9 ετών, αλλά το όνομά του «κλείδωσε» στα επτά χρόνια), που σημαδεύει τον πρώτο κύκλο από τις περιπέτειες του Μπάρι, μοιάζει ενταγμένο σε μια οικουμενική παράκρουση, όπου κουμάντο κάνουν πλέον η αποχαύνωση, η μικρότητα και ο καιροσκοπισμός. Οι άνθρωποι στο Barry Lyndon κλέβουν στο ζύγι, σκαρώνουν γελοίες μονομαχίες, ψεύδονται ασταμάτητα στον εαυτό τους και στους άλλους, σκοτώνουν και είναι διατεθειμένοι να χάσουν τη ζωή τους για ασήμαντες αφορμές, εκμεταλλεύονται και αρπάζουν ό,τι βρίσκουν εύκαιρο, σπαταλούν την ύπαρξη τους χωρίς αφετηρία ή τελικό προορισμό. Τελικά, όταν ο θεός κάνει σχέδια ο άνθρωπος γελά. Όχι το αντίστροφο.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑