Σκηνοθεσία: Ντανιελ Κουάν, Ντάνιελ Σάινερτ
Πρωταγωνιστούν: Μισέλ Γιο, Στέφανι Χσου, Κε Χουι Κουάν, Τζέιμι Λι Κέρτις, Τζένι Σλέιτ
Διάρκεια: 139′
Ελληνικός τίτλος: “Τα Πάντα Όλα”
Τι να πρωτοπεί κανείς για να περιγράψει την πλοκή και την ιστορία μίας ταινίας που τιτλοφορείται δικαίως Τα Πάντα Όλα; Άπειρα σύμπαντα, αναρίθμητες παραλλαγές στις ταυτότητες των πρωταγωνιστών, ανεξέλεγκτες χωροχρονικές μεταβάσεις, μπαλετικά χορογραφημένο ξύλο που κλείνει το μάτι στην φιλμική παράδοση του wuxia. Τα εκφραστικά μέσα του έργου είναι πάμπολλα, εναλλάσσονται με φρενήρη ρυθμό και μας βομβαρδίζουν ανελέητα, στοχεύοντας στην έκπληξη, το δάκρυ και το γέλιο μας.
Από την άλλη, τα διακυβεύματα της ιστορίας είναι τα απλούστερα δυνατά: μία Κινέζα μετανάστρια προσπαθεί να τα βγάλει πέρα με τους οικονομικούς ελέγχους από την εφορία, τον γάμο της που πνέει τα λοίσθια, την ταραχώδη σχέση της με την κόρη της και τον κατάκοιτο πατέρα της. Είναι αυτά που καθιστούν το φιλμ των Ντάνιελς μια αληθινά ανανεωτική προσθήκη στη μακρά κινηματογραφική παράδοση των ταινιών που έχουν να κάνουν με πολυσύμπαντα, η οποία εσχάτως γνωρίζει και τρομακτική άνθηση. Παρότι το ταξίδι της Έβελιν Γουάνγκ τη φέρνει σε μία θέση όπου η μοίρα του κόσμου (υποτίθεται πως) εξαρτάται από τις ενέργειες και τις ικανότητές της, στην καρδιά της ταινίας βρίσκονται καθημερινοί προβληματισμοί, φόβοι, ανασφάλειες, συνήθειες, ανθρώπινα λάθη, διαγενεακά βαρίδια και ένας άνθρωπος που έχει μάθει στη σκληρότητα τόσο πολύ που δυσκολεύεται να απελευθερωθεί από τις αλυσίδες της.
Το σημείο που διακρίνει την ταινία από το σωρό των αφηγήσεων περί κατακερματισμένων εαυτών και πραγματικοτήτων που έχουμε δει στο πρόσφατο κινηματογραφικό παρελθόν, αρχής γενομένης από τις υπέρογκου προϋπολογισμού υπερηρωικές περιπέτειες που σχεδόν έχουν εξαντλήσει μέσα σε λίγα χρόνια μία τόσο πλούσια πρώτη ύλη, είναι η διαχείριση της «ανθρώπινης συνθήκης». Οι Ντάνιελς δεν προσεγγίζουν τους χαρακτήρες τους επιδερμικά, σε μία απονενοημένη απόπειρα να εκβιάσουν συναισθηματικό βάθος στο περιθώριο μίας αφήγησης που επενδύει τα πάντα σε εκρήξεις και ψηφιακές ζωγραφιές. Στην πραγματικότητα, τα ψηφιακά εφέ και τα υπόλοιπα αφηγηματικά μέσα επιτρέπουν στους δημιουργούς να προσδώσουν στο κείμενο της ταινίας τους περισσότερες πτυχές και να κινηθούν ανάμεσα στα κινηματογραφικά είδη με φαντασία και εφηβικά αγαπησιάρικη διάθεση.
Οι απαντήσεις σε ερωτήματα που αφορούν τη δομή του multiverse είναι ατελείς και παιχνιδιάρικες. Αντίστοιχα, η «επιστημονικότητα» του όλου εγχειρήματος ευτυχώς απουσιάζει. Οι Ντάνιελς σε σημεία φλυαρούν και δημιουργούν μία άνιση αφήγηση, αλλά τουλάχιστον δεν εμφανίζουν καμία σοβαροφάνεια. Η συναισθηματικότητά τους περνάει δια πυρός και σιδήρου, διασχίζει πλανήτες, σύμπαντα, εκκωφαντικές απιθανότητες και ευτράπελα, αρθρώνοντας την αφτιασίδωτη τρυφερότητά τους για τους χαρακτήρες της ταινίας. Το φιλοσοφικό πρόβλημα που κινεί την πλοκή διατυπώνεται κάπως πρόχειρα και φαντάζει έωλο (αν κάθε επιλογή στην οποία προβαίνεις ή δεν προβαίνεις γεννάει άπειρα σύμπαντα, τότε καμία επιλογή δεν έχει πραγματικά σημασία), αλλά δε στέκεται εμπόδιο στο δρόμο για την τρυφερή επίλυση του δράματος. Το νόημα των επιλογών -και της ζωής- είναι η μεγάλη ουτοπία και μπορεί να ανιχνευτεί μόνο στους δεσμούς που μας ενώνουν με τους ανθρώπους μας, οι οποίοι συχνά είναι το θύμα μίας αδυσώπητης καθημερινότητας που μας φέρνει συνεχώς στα πρόθυρα της κρίσης πανικού και ματαιώνει τον μοναδικό μας (αυτό)σκοπό: να είμαστε εκεί.
Όπως και η έτερη πανέμορφη πρόσφατη δημιουργία που περιλαμβάνει τα πολυσύμπαντα στην αφήγησή της, το Spiderman: Into the Spiderverse (σε εντελώς άλλη κλίμακα βέβαια), το Everything Everywhere All At Once είναι μία ταινία με έντονες συναισθηματικές διακυμάνσεις και μία θεσπέσια αίσθηση χειροποίητης κατασκευής. Η μαστοριά στα εφέ (που της χαρίζουν την εικόνα ενός σπαρταριστού b-movie) θέτει το ύφος του όλου εγχειρήματος σε ακόμα πιο ιδιοσυγκρασιακές βάσεις. Αντίστοιχα, η υψηλότατου επιπέδου διεύθυνση παραγωγής που φτιάχνει χίλιους και έναν διαφορετικούς κόσμους, αλλά δεν ξεχνά ποτέ την επαφή με τον πεζό δικό μας, και το αδιανόητο μοντάζ που μας πηγαίνει και μας φέρνει με σπασμένα τα φρένα, δίχως να χάνουμε την επαφή μας με τα τεκταινόμενα, καταφέρνουν να μετατρέψουν σε αρετές τους εμφανείς περιορισμούς που ορίζει το μπάτζετ στην υλοποίηση μίας τέτοιας τρελής ιδέας. Η (τεκμαιρόμενη) διάσπαση προσοχής μίας γενιάς σινεφίλ που διψά για νέους αφηγηματικούς δρόμους συναντά το κινηματογραφικό της ανάλογο με τέτοια ένταση και πολυμέρεια, δίχως αυτό να σημαίνει ότι ο εικονοκλαστικός καταιγισμός της ταινίας έρχεται να εκμεταλλευτεί μία πρόσκαιρη μόδα· περισσότερο έρχεται να αποτυπώσει τις αφηγηματικές προκλήσεις του ρέοντος (ψηφιακού) κόσμου που ατυχώς λογίζονται περιορισμένης εμβέλειας και σημασίας υπό την κυρίαρχη συντηρητική θεώρηση της κινηματογραφικής μορφής και των εκφραστικών της μέσων.
Το φιλμ των Ντάνιελς είναι αστείο, αμετροεπές, συγκινητικό, γριφώδες. Με άλλα λόγια, οι δυο Αμερικανοί αγκαλιάζουν τις αφηγηματικές του αντιφάσεις επιχειρώντας να εκφράσουν με κατακλυσμιαία αυθεντικότητα τις δημιουργικές τους σκέψεις. Είναι και γνήσια σινεφιλικό, μοιάζει με οργιώδης παραλλαγή του Matrix, κλείνει το μάτι στους σταθμούς της καριέρας της πολυμήχανης Μισέλ Γιο και επαναφέρει μπροστά από την κάμερα τον γλυκύτατο Κε Χούι Κουάν, χαρίζοντας του μάλιστα τον ρόλο του συναισθηματικού στυλοβάτη της ταινίας. Οι ενστάσεις περί αφηγηματικής συνοχής προκύπτουν εύλογα, η ποιότητα του χιούμορ έχει σκαμπανεβάσματα, αλλά η καρδιά της ταινίας χτυπάει δυνατά και την οδηγεί σε ένα φορτισμένο φινάλε, όπου οι απλωμένοι στα μήκη και πλάτη του γαλαξία άξονες της ιστορίας επιστρέφουν στην ταπεινή καθημερινότητα για να θέσουν τα πράγματα στην αληθινή τους βάση. «Τα Πάντα Όλα» είναι η προσπάθεια να αποδεχτούμε άνευ όρων τους ανθρώπους μας, με την ελπίδα να κάνουν και αυτοί το ίδιο, ώστε να μην πνιγούμε όλοι μαζί σε μία συμπαντικών διαστάσεων κουταλιά νερό ενώ αγαπιόμαστε. Κι ας μην μπορούμε ούτε ως οι παντοδύναμες εκδοχές του εαυτού μας να βγάλουμε άκρη με τη γραφειοκρατία της εφορίας.