Reviews The Brown Bunny

16 Δεκεμβρίου 2017 |

0

The Brown Bunny

Κριτική του Λυμπέρη Διονυσόπουλου

Μετά την επιτυχία του Buffalo ‘66, άπαντες περίμεναν με ανυπομονησία την επόμενη ταινία του γοητευτικά μυστηριώδους Vincent Gallo. Οι Κάννες είχαν εν τέλει αυτό το προνόμιο, αλλά τα πράγματα μάλλον δεν εξελίχτηκαν σύμφωνα με τις προσδοκίες. Χαρακτηριστικά να αναφέρουμε ότι ο θρυλικός Roger Ebert σηκώθηκε στη μέση της προβολής και άρχισε να τραγουδά το Somewhere over the Rainbow «για να προσφέρει κάποιο στοιχειώδες θέαμα» στους παρευρισκόμενους. Ο Gallo δεν αντέδρασε πολύ καλά στα σχόλια του Ebert, που δήλωσε πως επρόκειτο για τη χειρότερη ταινία στην ιστορία του φεστιβάλ, και ξεστόμισε φράσεις που δεν αρμόζουν στη συγκεκριμένη κριτική.

Αυτή η -όχι και τόσο ενθουσιώδης- αντίδραση από κοινό και κριτικούς οδήγησε τον Gallo να κλειστεί στο δωμάτιο του μοντάζ και να αφαιρέσει σχεδόν 30 λεπτά από την αρχική βερσιόν της ταινίας του. Το τελικό αποτέλεσμα -το οποίο έλαβε και το χαρακτηριστικό thumbs up του Ebert- είναι το The Brown Bunny, μια από τις πιο ενδιαφέρουσες ταινίες δρόμου του 21ου αιώνα, μια σπαραξικάρδια απεικόνιση της ανθρώπινης μοναξιάς και του ψυχικού πόνου που μπορεί να αφήσει ο έρωτας στο πέρασμά του.

Η ταινία ακολουθεί τον Bud Clay, έναν καταθλιπτικό επαγγελματία μοτοσικλετιστή, ο οποίος ξεκινάει ένα ταξίδι με προορισμό την Καλιφόρνια με σκοπό να διαγωνιστεί σε αγώνες ταχύτητας. Η πηγή της κατατονικής του διάθεσης μοιάζει να είναι η απουσία του μεγάλου του έρωτα, της Daisy, η οποία για κάποιον απροσδιόριστο λόγο τον έχει αφήσει. Στην πορεία, ο μοναχικός αυτός άντρας συναντάει διάφορες γυναίκες, που φέρουν όλες ονόματα λουλουδιών, όπως ακριβώς και η χαμένη αγαπητικιά του. Ενώ στην αρχή μοιάζει να φέρεται απέναντί τους με τρυφερότητα, στο τέλος καταλήγει πάντα να τις αφήνει πίσω, συνειδητοποιώντας πως καμία δεν μπορεί να μοιάσει στην Daisy, χωρίς όμως να σταματάει την προσπάθεια να βρει μια αντικαταστάτριά της. Φτάνοντας στην Καλιφόρνια, την αναζητάει και, αφότου συναντηθούν, μας δίνεται και ο λόγος που δεν είναι πλέον μαζί.

Ο Gallo, που πέρα από σκηνοθέτης της ταινίας είναι και ο πρωταγωνιστής, ο σεναριογράφος, ο μοντέρ, ο φωτογράφος , ο παραγωγός, o καλλιτεχνικός διευθυντής και πολλά άλλα, δείχνει μια καλλιτεχνική ωριμότητα όσον αφορά τη σκηνοθεσία σε σχέση με το ντεμπούτο του. Διότι το The Brown Bunny είναι πιο ρεαλιστικό, πιο τολμηρό, πιο ανθρώπινο σε σύγκριση με το Buffalo ‘66. Η επιλογή του να χρησιμοποιήσει στενά κάδρα στη διάρκεια του ταξιδιού έχει δεχτεί αυστηρή κριτική, καθώς σε μεγάλο μέρος της ταινίας δεν φαίνεται τίποτα άλλο παρά το πρόσωπό του, μια κίνηση που έχει χαρακτηριστεί ως ναρκισσιστική. Αυτό, όμως, που επιδιώκει ο Gallo είναι να βάλει τον θεατή στη θέση ενός αόρατου συνεπιβάτη και να τον αναγκάσει να νιώσει την αποπνικτική ατμόσφαιρα που κυριαρχεί σε αυτό το βαν. Να νιώσει κοντά σε έναν άνθρωπο που δεν έχει άλλο νόημα στη ζωή του πέρα από την ελπίδα ότι κάποτε θα ξανασμίξει με την αγαπημένη του και ο οποίος επιλέγει, μέχρι τότε, να έχει ως μοναδική συντροφιά τη μουσική, αφήνοντας τις μελωδίες και τους στίχους να εκφράσουν όσα ο ίδιος δεν μπορεί ή αρνείται να παραδεχτεί.

Το έργο αποπνέει, στο μεγαλύτερο μέρος του, μια αβάσταχτη ηρεμία, μια απόλυτα υπνωτική αίσθηση. Ο δρόμος παρουσιάζεται σαν ναρκωτικό που έχει ως μοναδική του λειτουργία να βοηθήσει τον χρήστη να ξεχάσει για λίγο τη θλιβερή πραγματικότητα και του οποίου η επίδραση σταματάει μόλις ο ήρωας πατήσει φρένο. Η οδυνηρά ευφυέστατη αποδόμηση του μοτίβο του μοναχικού και πληγωμένου ταξιδιώτη, η αυθεντικότητα με την οποία διαχειρίζεται το συγκεκριμένο ταξίδι και ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιεί τη σιωπή και τα θλιμμένα βλέμματα για να εκφράσει το στίγμα ενός ανθρώπου χωρίς πατρίδα που αναζητάει έναν κάποιο προορισμό, αδυνατώντας όμως να τον ανακαλύψει, καθιστά σχεδόν αδύνατη τη σύγκριση του The Brown Bunny με άλλες ταινίες που διαπραγματεύονται τη γοητεία του δρόμου. Το μόνο σχόλιο που μπορώ να κάνω σε σχέση με τις επιρροές της ταινίας συνοψίζεται στο ότι, σε ορισμένα σημεία, είναι σαν ο Andy Warhol να σκηνοθέτησε το Five Easy Pieces.

Ακόμη και η αμφιλεγόμενη σκηνή με τον πραγματικό στοματικό έρωτα ανάμεσα στην Chloë Sevigny και τον Gallo επιτελεί έναν σκοπό και δεν εξαντλείται στην ηδονή της πρόκλησης. Έρχεται σαν μια έκρηξη, σαν ένα πολυπόθητο σημείο κορύφωσης, όπου η ταινία μπορεί επιτέλους να αναπνεύσει και να βγάλει από πάνω της αυτό το πάπλωμα της ψεύτικης αρμονίας. Από άποψη σεναρίου, η ταινία δεν παρουσιάζει κάποια τρομερή ιδιαιτερότητα. Οι διάλογοι είναι ελάχιστοι και πολλές φορές μοιάζουν με αυτοσχεδιασμό (συνεχής επαναλήψεις λέξεων και φράσεων για να αποδοθεί καλύτερα η ρεαλιστική υπόσταση του έργου). Η πλοκή είναι σχεδόν ανύπαρκτη, αυτός, άλλωστε, μοιάζει να είναι και ο στόχος του Gallo.

Η ψυχολογική φθορά του πρωταγωνιστή και η αφόρητη μοναχικότητά του δεν αφήνουν περιθώρια κάποιας ιδιαίτερης δράσης, εκτός από τα τελευταία 20 λεπτά της ταινίας, με μια σκηνή που μοιάζει με γροθιά στο στομάχι και που έχει χτιστεί μεθοδικά και υποδειγματικά. Το τεχνικό κομμάτι της ταινίας παρουσιάζει ενδιαφέρον από την άποψη ότι φέρνει στο νου τα έργα του Δόγματος ‘95, ακολουθώντας σχεδόν όλους τους κανόνες του. Ο Gallo χρησιμοποιεί κυρίως φυσικό φωτισμό για να αποδώσει καλύτερα την αίσθηση του ταξιδιού και η κάμερα είναι κυρίως κρατημένη στο χέρι. Η δε μουσική είναι εξαιρετική και σε ορισμένες στιγμές ο ήρωας μοιάζει να μιλάει μέσω των τραγουδιών.

Μετά την κυκλοφορία του, το The Brown Bunny δίχασε κοινό και κριτικούς και εξελίχθηκε σε τεράστια εμπορική αποτυχία, ενώ ο αντισυμβατικός δημιουργός της, με τα προσβλητικά του σχόλια, προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις. Για τον υπογράφοντα, όμως, η ταινία δεν θα πάψει ποτέ να αποτελεί μια ονειρική ωδή στη μοναξιά και την απώλεια, ένας ύμνος στη μαγευτική δύναμη του δρόμου και της έμφυτης, αν και αφελούς, ανάγκης να πιστεύουμε ότι η αποφυγή των προβλημάτων είναι και η λύση τους. Ο Elvis Presley, στο Kid Galahad, τραγουδά “Home is where the heart is”. Αν, λοιπόν, σπίτι μας είναι εκεί όπου ανήκει η καρδιά μας, πού είναι το σπίτι του ανθρώπου με ραγισμένη καρδιά;




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑