The Big Lebowski (1998)

Σκηνοθεσία: Τζόελ και Ήθαν Κόεν

Παίζουν: Τζεφ Μπρίτζες, Τζον Γκούντμαν, Τζουλιάν Μουρ, Στιβ Μπουσέμι

Διάρκεια: 117′

Μια μπάλα από άχυρα σκαρφαλώνει στην πλαγιά ενός λόφου και αντικρίζει το Λος Άντζελες: η πόλη των αγγέλων είναι γεμάτη διαβόλια που ρημάζουν το μυαλό και οδηγούν στην παράνοια. Η θημωνιά κατρακυλά σε μια αδειανή λεωφόρο, σαν μπάλα του μπόουλινγκ, καταλήγοντας σε μια ερημική παραλία (εικόνα που παραπέμπει στο Barton Fink). Την ίδια στιγμή, ένας αόρατος αφηγητής, με φωνή βγαλμένη από τις χρυσές εποχές του Φαρ Ουέστ, μας δίνει μια πρώτη ιδέα από τη θεοπάλαβη ιστορία που θα ακολουθήσει. Και μας συστήνει έναν αέρινο τύπο που θα μας κλέψει την καρδιά από την πρώτη στιγμή. Το αληθινό του όνομα είναι Τζέφρι Λεμπάουσκι, αλλά κανείς δεν τον φωνάζει έτσι. Όλοι τον ξέρουν και τον αποκαλούν με το παρατσούκλι του: απλώς και μόνο The Dude.

Οι αδερφοί Κοέν στο The Big Lebowski πατούν στη μυθολογία του νουάρ και -ως συνήθως- κάνουν φύλλο και φτερό το αρχικό σημείο αναφοράς, φτιάχνοντας ένα αλλόκοτο σύμπαν όπου κυριαρχούν το παράλογο, η ματαιότητα, η ατελείωτη ειρωνεία της φάρσας που λέγεται ζωή, ένας υποδόριος ντετερμινισμός και, φυσικά, η εξ ορισμού αγιάτρευτη ανθρώπινη χαζομάρα. Στην κοενική φιλμογραφία, ως γνωστόν, οι παραπομπές και οι καταβολές είναι την ίδια στιγμή θεμέλια και ερείπια.

Κάπως έτσι, όλες οι διακλαδώσεις σε αυτή την εξωφρενική ιστορία μοιάζουν να έχουν ξεπηδήσει από τις σελίδες ενός μεθυσμένου Ρέιμοντ Τσάντλερ ή ενός αγουροξυπνημένου Τζέιμς Ελρόι: η απαγωγή της άπιστης συζύγου, ο διεφθαρμένος εκατομμυριούχος, η επαναστατημένη κόρη, οι μπράβοι που στήνουν καρτέρι στο σπίτι του ήρωα, ο σκοτεινός βαρόνος της βιομηχανίας του πορνό, ακόμη ακόμη οι Γερμανοί νιχιλιστές (μια παρώδηση του νουάρ μηδενισμού), όλοι, όλες και όλα τους σημαδούρες και αρχέτυπα της hard-boiled λογοτεχνίας που έχουν μασκαρευτεί για να ταιριάξουν στο κοενικό τσίρκο.

Ο Dude, στο ίδιο πνεύμα, είναι μια σαραβαλιασμένη εκδοχή του Φίλιπ Μάρλοου, το ακριβές αντίθετο του ατσαλάκωτου (ή του επιμελώς τσαλακωμένου) ντετέκτιβ. Ακόμη κι έτσι όμως, ο Dude μένει κι αυτός πεισματικά πιστός σε έναν απαράβατο κώδικα αξιών: ακόμη και στις πιο άγριες κατηφόρες, αρνείται να πάρει στα σοβαρά τον εαυτό του, τον κόσμο, την ίδια τη ζωή, έχοντας τραβήξει τις δικές του κόκκινες γραμμές. Τίποτα δεν είναι αρκετά σημαντικό ώστε να τον ταρακουνήσει από τα λίγα και εκλεκτά που έχει επιλέξει ο ίδιος ως βαρυσήμαντα. Όπως τα White Russian που καταπίνει το ένα μετά το άλλο, χωρίς να είναι ποτέ μεθυσμένος αλλά ούτε κι ακριβώς νηφάλιος. Όπως οι κολλητοί του φίλοι, τους οποίους δεν θα πρόδιδε ποτέ, ούτε για όλα τα πλούτη του κόσμου.

Από τη μια, ένας φωνακλάς λάτρης των όπλων, με εκρήξεις θυμού και ξεκούρδιστες ιδέες, που κατά βάθος δεν (ξ)έφυγε ποτέ από τις ζούγκλες του Βιετνάμ. Από την άλλη, ένα ξερακιανό και χλωμό πλάσμα, η ουρά της παρέας, με αδύναμη φωνή και ακόμη πιο αδύναμη καρδιά. Η αποκαμωμένη Αμερική των μαραμένων λουλουδιών, του Γουντστοκ, των χίπιδων και των ναρκωτικών μπλέκεται σε έναν αγαπησιάρικο διάλογο με την τραυματισμένη Αμερική του Βιετνάμ. Όπως εύκολα μπορεί να υποθέσει κανείς, οι δύο αυτοί κόσμοι, ολότελα διαφορετικοί, αλλά εξίσου τσακισμένοι, θα τα βρούνε εντέλει μια χαρά μεταξύ τους (η ξεκαρδιστική σκηνή με την τέφρα που σκορπίζεται από τον άνεμο στο πρόσωπο του Dude παραμένει μία από τις ομορφότερες σκηνές ανδρικής φιλίας που έχουμε δει ποτέ).

Πέρα από όλα αυτά, όμως, υπάρχει και το μπόουλινγκ. Οι Κοέν, αμετανόητοι φετιχιστές των χώρων και των αντικειμένων, συνηθίζουν να φτιάχνουν στις ταινίες τους ένα holy ground στο οποίο καταργούνται οι κανόνες της λογικής (το δωμάτιο ξενοδοχείου στο Barton Fink, το τσιγάρο του Μπίλι Μπομπ Θόρντον στο The Man Who Wasn’t There, το κούρεμα του Χαβιέρ Μπαρδέμ στο No Country for Old Men, ο suburbia κήπος στο A Serious Man και πάει λέγοντας). Στην περίπτωσή μας, η αίθουσα, αλλά και το ίδιο το παιχνίδι του μπόουλινγκ, είναι ο ιερός τόπος που εξοστρακίζει τον έξω κόσμο. Η αίθουσα είναι χρωματισμένη σε απόκοσμα φωτεινά χρώματα, κινηματογραφημένη από παραμορφωτικές γωνίες λήψης, σαν μια ξεφτισμένη χώρα του Οζ. Οι υπόλοιποι πελάτες είναι επισκέπτες, τουρίστες, περαστικοί. Αντιθέτως, οι τρεις φίλοι μας είναι οι μόνιμοι κάτοικοι.

Η ζωή σε αυτόν τον παραισθησιογόνο μικρόκοσμο βρίσκει την κορύφωσή της σε μια υποδειγματική βολή, σε ένα τέλειο strike, σε ένα ζόρικο spare. Και όλα τα ανεξήγητα μυστήρια παραμένουν στο απυρόβλητο, μακριά από αδιάκριτους που επιζητούν εξηγήσεις και ερμηνείες, περίπου σαν τις κορίνες και τις μπάλες που εξαφανίζονται μετά τις βολές και επιστρέφουν μαγικά στη θέση τους για τον επόμενο παίκτη, για το επόμενο παιχνίδι. Η αίθουσα του μπόουλινγκ έχει χώρο μέχρι και για τον βασιλιά των απόκληρων, τον πιο καταραμένο του περιθωρίου, που γλείφει ερωτικά την μπάλα και λικνίζεται μετά από κάθε strike, ντυμένος στα μελιτζανί από την κορφή έως τα νύχια. (Παρεμπιπτόντως, η φράση “that’s just like your opinion, man” έχει αιώνια θέση στο ανθολόγιο ατάκας του αμερικανικού σινεμά).

Αυτό που απομένει ως τελικό επιμύθιο έπειτα από το χάος που μεσολάβησε είναι η στωική και γαλήνια στάση του Dude απέναντι στο  πενιχρό άθροισμα της περιπέτειάς του. Μια περιπέτεια που ξεκίνησε, ας μη λησμονούμε, από ένα βαθιά προσωπικό ορόσημο αξιοπρέπειας: ένα χαλάκι μπάνιου που δεν του άξιζε να κατουρηθεί. Ο Dude δεν είναι ούτε απαθής ούτε μοιρολάτρης. The Dude abides. Γιατί ακόμη κι όταν στριμώχνεται στις πιο άβολες καταστάσεις, έχει τον τρόπο να βλέπει τη μεγάλη εικόνα. Φυσικά, ο κακός χαμός που προηγήθηκε ίσως και να εξυπηρετούσε τελικά έναν απώτερο σκοπό. Ένας μικρός Duderino βρίσκεται καθοδόν κι αυτό μόνο αδιάφορο δεν το λες.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑