Σκηνοθεσία: Ντέιβιντ Μακένζι
Παίζουν: Τζεφ Μπρίτζες, Κρις Πάιν, Μπεν Φόστερ, Γκιλ Μπέρμιγχαμ
Διάρκεια: 102’
Δυο αδέρφια, ενωμένα και αγαπημένα σαν μια γροθιά, μολονότι ολότελα διαφορετικοί ως χαρακτήρες, βάζουν μπρος ένα παράτολμο σχέδιο, το οποίο περιλαμβάνει αλλεπάλληλα (και πολύ προσεκτικά σχεδιασμένα) χτυπήματα στα υποκαταστήματα της ίδιας τράπεζας. Ο εγκέφαλος πίσω από αυτό το μπαράζ ληστειών (Κρις Πάιν) είναι ένας διαζευγμένος πατέρας, με αγκυροβολημένη θλίψη στο πρόσωπο, που είναι διατεθειμένος να κάνει το παν για να μην αφήσει τον γιο του να ζήσει μέσα στη φτώχεια. Στο πλευρό του βρίσκεται ο παράτολμος, παρορμητικός και ολίγον σαλεμένος αδερφός του (ο σταθερά σαρωτικός Μπεν Φόστερ), ένας πρώην κατάδικος που έχει ως απώτερο κίνητρο την έξαψη του κινδύνου, αν όχι και μια υπόγεια επιθυμία θανάτου και χαμού.
Αυτό που, σε πρώτο επίπεδο, επιθυμούν οι δύο αυτοσχέδιοι -και όχι σεσημασμένοι- ληστές είναι να διασώσουν την οικογενειακή φάρμα, η οποία έχει βγει σε πλειστηριασμό. Φυσικά, πίσω από το ριψοκίνδυνο σχέδιο αχνοφαίνεται και μια γλυκιά εκδίκηση πασπαλισμένη με την πιο ηδονική ειρωνεία: τα δύο αδέρφια ληστεύουν τους ληστές της δικής τους περιουσίας, καθώς η πατρογονική γη έχει υποθηκευτεί από τη συγκεκριμένη τράπεζα λόγω ανεξόφλητων δανείων.
Στο κατόπι τους θα βρεθούν ένας μπαρουτοκαπνισμένος Texas ranger (Τζεφ Μπρίτζες) και ο βοηθός του (Γκιλ Μπέρμιγχαμ), ένας μιγάς με μεξικανικές και ερυθρόδερμες ρίζες. Ο βετεράνος αστυνομικός πρόκειται να συνταξιοδοτηθεί σε λίγες ημέρες, παρόλα αυτά ρίχνεται με αμείωτη προσήλωση στο κυνήγι των δύο ληστών, αντιμετωπίζοντας την υπόθεση σαν έναν τελευταίο και αποχαιρετιστήριο χορό. Ο μοναχικός αυτός καουμπόι, χωρίς άλλη ζωή πέρα από το ατελείωτο ανθρωποκυνηγητό, ενσαρκώνει έναν παλιό κόσμο που ξεθωριάζει και χάνεται, μπροστά στην επέλαση μιας νέας και άγριας εποχής, στερημένης από ταυτότητα, ηθικούς κώδικες και απώτερο νόημα. Έναν κόσμο που θα πεθάνει με το κεφάλι ψηλά, εξαντλώντας την τελευταία ικμάδα του χρόνου που του έχει απομείνει.
O Τζεφ Μπρίτζες, αγέρωχος ακόμη και στις πιο χαλαρές του στιγμές, αποτυπώνει σε κάθε σούφρωμα και μουρμουρητό, τα χίλια και ένα πρόσωπα της αμερικανικής χοάνης, που βρίσκει χώρο για κάθε καρυδιάς καρύδι. Και καθώς τον παρατηρούμε να κοροϊδεύει ασταμάτητα τον βοηθό του, επιστρατεύοντας κάθε είδους πολιτιστικό και εθνογραφικό στερεότυπο, διαισθανόμαστε ότι κάτω από την επιφάνεια της προσβολής ξεπροβάλλει μια ανόθευτη αγάπη. Στην πραγματικότητα, η σχέση μεταξύ σερίφη και βοηθού δεν είναι τίποτα λιγότερο από μια βαθιά και αμήχανη φιλία, που δεν μπορεί να βρει τον τρόπο και τον χρόνο για να εκφραστεί όπως της αρμόζει.
Το Hell or High Water αντλεί τον τίτλο του από έναν νομικό όρο, ο οποίος παραπέμπει στις υποχρεώσεις του οφειλέτη, σε περίπτωση υποθήκης, οι οποίες πρέπει να αποπληρώνονται Πάση θυσία. Ήδη από τον τίτλο λοιπόν, έχει γίνει σαφές το γενικό πλαίσιο. Κινούμαστε σε ένα κόσμο επιβολής εξουσίας και νομοτελειακής εξάρτησης. Κι αυτόν ακριβώς τον φαύλο κύκλο ενός κατάμαυρου κισμέτ είναι που θα προσπαθήσει να σπάσει ο μυαλωμένος και εχέφρων από τους δύο λήστες. «Σε τούτα εδώ τα μέρη, η φτώχεια είναι σαν κατάρα που κληροδοτείται από γενιά σε γενιά» αναφέρει χαρακτηριστικά, στην τελική face to face μονομαχία με τον ranger, η οποία δεν εκτυλίσσεται με όπλα, αλλά με βλέμματα και λόγια. Μπορεί η μοίρα μιας οικογένειας να άλλαξε, αυτό όμως που δεν αλλάζει είναι το απαράβατο και αναλλοίωτο καταστατικό μιας ολόκληρης γενεαλογίας.
Η Αμερική -ή έστω η βαθιά Αμερική του Δυτικού Τέξας- στο Hell or High Water είναι ένας τόπος παρατημένος, μοναχικός και τσακισμένος, βυθισμένος στη λήθη και στην απονεύρωση. Σε ένα θαρρείς προαιώνιο τοπίο, γεμάτο ανοιχτωσιές και πεδιάδες, λουσμένο κάτω από έναν βρόμικο ήλιο, με μοτέλ και diners να ξεφυτρώνουν σαν κάκτοι στη διψασμένη γη, αυτό που απομένει είναι μία μόνιμη (και αγιάτρευτη) αίσθηση προπατορικής εκκρεμότητας: σαν ένα κυλιόμενο χρέος, συμβολικό και κυριολεκτικό την ίδια στιγμή, που δεν διαγράφεται ποτέ. Σε αυτό τον κόσμο της σκόνης και της σιωπής, η αρπαγή και η καταπάτηση εξασκούνται λες και επρόκειτο για φυσικά και απαράβατα δικαιώματα. Η εκπαραθύρωση αναπαράγεται αταβιστικά, σαν μια ανίερη μυσταγωγία που έχει εγγραφεί στο γενετικό υλικό και συνεχίζεται επ’ άπειρον.
Ο Ντέιβιντ Μακένζι (που μας έχει χαρίσει ουκ ολίγες υπέροχες ταινίες), με αρωγό το πένθιμο score των Νικ Κέιβ και Γουόρεν Έλις, φτιάχνει ένα ελεγειακό neo-western που γίνεται ένα με το υπαρξιακό φορτίο και την ψυχική κληρονομιά του τόπου όπου εκτυλίσσεται. Και αφήνει ένα μελαγχολικό αναφιλητό για τη χαμένη αφοσίωση και τη διαιωνιζόμενη πίκρα, για το συνεχές έγκλημα και την ασταμάτητη τιμωρία, για το πένθιμο δειλινό και την πικρή ανατολή ενός κόσμου που αλλάζει δέρμα, αλλά αρνείται να μάθει από τα κρίματά του.