What's On Widows

26 Νοεμβρίου 2018 |

0

Widows

Σκηνοθεσία: Στιβ ΜακΚουίν

Παίζουν: Βαϊόλα Ντέιβις, Μισέλ Ροντρίγκεζ, Ελίζαμπεθ Ντεμπίκι, Κόλιν Φάρελ, Λίαμ Νίσον, Μπράιαν Ταϊρί Χένρι

Διάρκεια: 129′

Ο Βρετανός Στιβ ΜακΚουίν, στην τέταρτη ταινία του, επιλέγει να διαφοροποιηθεί αισθητά από την ώς τώρα πορεία του. Πρωτίστως, διότι δεν επικεντρώνεται σε κάποιο υπαρξιακό angst που λαμβάνει τη μορφή συμβολικού και πολυεπίπεδου αγώνα. Στο Hunger συναντούμε την απόλυτη κατεδάφιση του ατόμου προς ανάδειξη ενός ανένδοτου συλλογικού αγώνα. To σώμα εκμηδενίζεται, εξαϋλώνεται, είναι συγκοινωνούν δοχείο με την ψυχή, που αντισταθμίζει τη σαρκική εξασθένηση. Στο Shame, η απόλυτη εξατομίκευση έχει μετατραπεί από ελευθερία σε φυλακή, σε ένα κοινωνικό ιστό διαλυμένο ψυχικά, από μέσα πεθαμένο όπως λέει και το άσμα. Το σώμα γίνεται και πάλιφτης του πνεύματος, αλλά με αντίστροφη φορά. Από όπλο στη διάθεση των υψηλών ιδανικών, μετατρέπεται σε κυματοθραύστης απέναντι στη στοιχειωδέστερη μορφή τους.

Στο 12 Years a Slave, το οποίο -τουλάχιστον κατά τη γνώμη του υπογράφοντος- κατηγορήθηκε υπέρμετρα και αδίκως ως «ακαδημαϊκά καταγγελτικό», η υπαρξιακή αγωνία και ο δίαυλος μεταξύ σάρκας και νου κινείται σε πιο διεισδυτικά επίπεδα. Η μάχη που μαίνεται δεν είναι η προφανής, αυτή δηλαδή του σκλαβωμένου που επιζητεί την απελευθέρωση του, αλλά πραγματεύεται πιο ακανθώδη ζητήματα: πώς ακριβώς στοιχειοθετείται η ελευθερία, τι μπορεί να σημαίνει αυτή η κούφια λέξη όταν μονάχα οι τύποι την κρατούν σε απόσταση ασφαλείας από την αποκτήνωση, ποιες είναι οι λογικές ακροβασίες και τα ακραία ιδεολόγηματα στα οποία καταφεύγει ο άνθρωπος για να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα της λυσσαλέας βίας κι εκμετάλλευσης.

Στο Widows, ο ΜακΚουίν αλλάζει ρότα, τόσο ως προς την καταστατική του βάση όσο και ως προς τον μανδύα με τον οποίο ενδύει τη δραματουργία του. Αντλώντας έμπνευση από την ομότιτλη βρετανική τηλεοπτική σειρά των 80s, ο ΜακΚουίν επενδύει το κυρίως ειπείν μοτίβο μιας heist movie (σεβόμενος μπόλικους από τους άγραφους κανόνες του είδους) με αρκετές προσμίξεις. Αφενός, με προσεγμένες δόσεις ενός δράματος προδοσίας και διαφθοράς, με τόνους σαιξπηρικής τραγωδίας, αφετέρου με τσαπατσούλικες ενέσεις ενός new age φεμινιστικού μανιφέστο. Και παρά την παρουσία της Τζίλιαν Φλιν στο σενάριο, το Windows δεν έχει κατά νου κάποια αποδομητική σάτιρα, τύπου Gone Girl, αρκούμενο στις περιστασιακές τζούρες χιουμοριστικού relief κι επιλέγοντας, ανά στιγμές, μια κάπως παπαγαλίστικη σοβαροφάνεια.

Η βιρτουοζιτέ, πάντως, του ΜακΚουίν εξακολουθεί να είναι εμφανής σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής, με το μοντάζ και την πλανοθεσία να σκιαγραφούν με άνεση και στυλ τρεις διαφορετικούς ομόκεντρους κύκλους: α) την αγωνιώδη και γεμάτη ένταση προετοιμασία ενός μεγάλου «κόλπου», β) τα εμβόλιμα διαλείμματα του πένθους, των αμφιβολιών και της διακριτικής ματιάς στις προσωπικές στιγμές των εμπλεκόμενων και γ) ένα πηχτό βούρκο αμαρτίας, βίας και ματαιότητας που καλύπτει μια πόλη που έχει μάθει να ζει με έναν και μόνο τρόπο. Το Σικάγο (η πρωτεύουσα της εγκληματικότητας στις ΗΠΑ, μαζί με τη Βαλτιμόρη), είναι ζωγραφισμένο με τα πλέον μελανά χρώματα. Ως ένας τόπος με θεοσκότεινο ριζικό, όπου οι φυλετικές και ταξικές διακρίσεις, μαζί με την διαιωνιζόμενη διαφθορά και την πλήρη υποτίμηση της ανθρώπινης ζωής, θα κάνουν για πάντα κουμάντο.

Σε αυτή την επίγεια κόλαση, τρεις (εν τέλει, τέσσερις, με μια «μεταγραφή» της τελευταίας στιγμής) γυναίκες θα αναλάβουν τη διεκπεραίωση μιας ληστείας σε πρώτο επίπεδο για λόγους επιβίωσης, αλλά σε τελική ανάλυση ως δοκιμασία χειραφέτησης και αποκοπής του ομφάλιου λώρου. Ένα -πολύ χτυπητά διαλεγμένο- πολυπολιτισμικό γυναικείο κουαρτέτο που εμπλέκεται σε ένα τελετουργικό ανεξαρτητοποίησης και αναστήματος και καλείται να εισχωρήσει σε έναν ανδρικό κόσμο.

Με προεξάρχουσα την Βαϊόλα Ντέιβις, που σωματοποιεί σχεδόν χειροπιαστά την πυγμή, αλλά και την αλαζονεία, της ηγεσίας. Αγέρωχη και φινετσάτη στις κρισιμότερες στιγμές, αλλά την ίδια στιγμή σνομπ και υπεροπτική απέναντι στις συνεργούς της. Η χλιδάτη ζωή της στο πλευρό ενός λευκού αρχί-γκάνγκστερ την έχει κάνει να λησμονήσει προσωρινά τόσο το χρώμα του δέρματός της όσο και την κραυγαλέα έλλειψη αυτάρκειας. Η δική της αποστολή χειραφέτησης έχει την αντίστροφη πορεία από αυτή των συνεργών της: στόχος δεν είναι να ανακαλύψει τη δύναμή της, αλλά να θυμηθεί τις αδυναμίες της.

Όλα τα παραπάνω μοιάζουν εξαιρετικά στη θεωρία, αλλά κάπως χωλαίνουν στην εκτέλεση, με αποτέλεσμα η τελική σούμα να αφήνει ένα ανάμικτο συναίσθημα. Μια γλυκιά γεύση από διάφορες σκόρπιες αρετές, που δεν μετουσιώθηκαν ποτέ σε μια αληθινά «μεγάλη» ταινία. Με κυριότερο λόγο το ότι οι χαρακτήρες των κυρίως πρωταγωνιστών μοιάζουν ελάχιστα δουλεμένοι σε αντίθεση με τους δευτερεύοντες ρόλους, οι οποίοι πατούν στιβαρά στο έδαφος και δίνουν μια ολοκληρωμένη εικόνα.

Οι Χήρες της ιστορίας μας, όσο περνά η ώρα, περισσότερο απαγγέλλουν ένα τσιτάτο που τις ψιθύρισαν στο αυτί, παρά αρθρώνουν ουσιώδη λόγο. Και καταλήγουν να εκπέμπουν μια αίσθηση παρωχημένου, ακριβώς τη στιγμή που υποτίθεται ότι σκαρφαλώνουν στις πιο μοντέρνες κορυφές.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑