American Animals

Σκηνοθεσία: Μπαρτ Λέιτον

Παίζουν: Μπάρι Κιόαν, Έβαν Πίτερς

Διάρκεια: 116’

Ο Αμερικάνος ορνιθολόγος, φυσιοδίφης και ζωγράφος Τζον Τζέιμς Οντυμπόν (γεννημένος στην Αϊτή, από Γάλλους γονείς), πριν από περίπου 200 (και κάτι ψιλά) χρόνια, απογοητευμένος από την οικονομική κρίση που είχε γονατίσει τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες στο Κεντάκι, αποφάσισε να πάρει κατά κυριολεξία τα βουνά και τα λαγκάδια της Αμερικής, σε αναζήτηση καλύτερης τύχης. Καρπός αυτής της περιπλάνησης υπήρξε ο ογκωδέστατος τόμος The Birds of America, που περιλαμβάνει 435 χειροποίητες ζωγραφιές αμερικάνικων πουλιών, ο οποίος εκδόθηκε αρχικά στην Αγγλία και μετέπειτα στις ΗΠΑ, σε συνέχειες, σε διάστημα μιας δωδεκαετίας (1827-1838).

Ο Οντυμπόν είχε από την πρώτη στιγμή επιδείξει αταλάντευτη πίστη και εμπιστοσύνη στο έργο του, το οποίο έχει λάβει αναγνώριση περισσότερο ως απαράμιλλης αισθητικής καλλιτεχνικό δημιούργημα, παρά ως συστηματική επιστημονική καταγραφή, αλλά σίγουρα δεν ήταν σε θέση να φανταστεί το τι θα επακολουθούσε. Σύμφωνα με μελέτη του περιοδικού The Economist, πέντε από τα δέκα υψηλότερα ποσά που έχουν ποτέ δαπανηθεί για βιβλία σε δημοπρασίες, έχουν δοθεί για την αγορά κάποιου από τα 120 σωζόμενα αυθεντικά αντίτυπα του The Birds of America.

Το 2004, ένα από αυτά τα αντίτυπα που φυλάσσεται στη βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου της Τρανσυλβάνια, στο Λέξινγκτον του Κεντάκι, μαζί με άλλα σπάνια βιβλία, όπως μια από τις πρώτες εκδόσεις του έργου Η καταγωγή των ειδών, του Δαρβίνου, παρολίγον να πέσει θύμα ληστείας. Δράστες της απόπειρας αυτής, τέσσερις νεαροί φοιτητές του πανεπιστημίου, οι οποίοι κάθε άλλο παρά σεσημασμένοι κι έμπειροι θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν.

Ο Μπαρτ Λέιτον, στο δεύτερο σκηνοθετικό του πόνημα, μετά το αδιανόητο ντοκιμαντέρ The Imposter, που ξεδιπλώνει την εξωφρενική ιστορία του Γάλλου απατεώνα Φρεντερίκ Μπουρντάν, πιάνει επί της ουσίας το νήμα ακριβώς από εκεί που το είχε αφήσει. Μπλέκοντας τη μυθοπλαστική εξιστόρηση ενός υπαρκτού γεγονότος, με ντοκιμαντερίστικα στοιχεία, μέσα από εμβόλιμες μαρτυρίες των αληθινών πρωταγωνιστών του συμβάντος, δεν θολώνει απλώς τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, αλλά προχωρά ακόμη βαθύτερα, υπονοώντας πως ορισμένες φορές η αλήθεια δεν είναι τίποτα άλλο από μια ψευδαίσθηση, από μια φενάκη του μυαλού.

Τίποτα δεν στέκει απρόσβλητο απέναντι στην κατοπινή ερμηνευτική επεξεργασία της μνήμης, τίποτα δεν μπορεί να οχυρωθεί επαρκώς όταν βρίσκεται αντιμέτωπο με την εκ των υστέρων μετάνοια, τις αμφιβολίες του λάθους, το πισωγύρισμα του μυαλού που εύχεται να είχε αντιδράσει διαφορετικά. Πάνω απ’ όλα, τίποτα δεν μπορεί να αντισταθεί στην παρόρμηση της στιγμής, στο πάθος της επερχόμενης περιπέτειας, που καταβάλλει νου και καρδιά, που σε ωθεί να δοθείς ολόψυχα και καθολικά σε ένα σκοπό που μπάζει από παντού, σε ένα σχέδιο που δείχνει ανεπαρκές, ελάχιστα αληθοφανές και εξαιρετικά αναξιόπιστο. Η αλήθεια, σε τελική ανάλυση, δεν εξαντλείται σε μια γραμμική και επακριβή επαλήθευση αιτίων και αιτιατών, αλλά λειτουργεί πιο πολύ σαν ένα πλέγμα, σαν ένα μαγνητικό πεδίο, στο οποίο άπαξ και εισέλθεις, συναινείς, δρας και προχωράς βάσει ενός συγκεκριμένου πλάνου.

Κομμάτι της ακατέργαστης γοητείας του American Animals (παρά την τόσο αχρείαστη πρεμούρα του να αγκαλιάσει μια -υποτιθέμενα pop, αλλά κατά βάση- hipster αισθητική, ανά στιγμές) έγκειται στο ότι είναι σε θέση να πλασάρει τον εαυτό της ως μια τεθλασμένη και στρεβλωμένη heist movie, όπου το μόνο για το οποίο μπορούμε να είμαστε σίγουροι είναι ότι η σχεδιαζόμενη ληστεία έχει, καλύτερη των περιπτώσεων, ελάχιστες πιθανότητες επιτυχίας, ενώ στο worst case scenario -που μοιάζει τρομερά πιθανό- είναι μάλλον εκ προοιμίου καταδικασμένη. Οι τέσσερις «ληστές» λειτουργούν σαν μια ανθρωπολογική βερσιόν των πουλιών του Οντυμπόν, ενώ την ίδια στιγμή η ταινία προσπαθεί να ψηλαφίσει από πού έλκει την καταγωγή του αυτό το είδος (παραπομπή στον Δαρβίνο) του νεαρού επίδοξου ληστή, που δεν διαθέτει ούτε το αναμενόμενο background ούτε το λυσσαλέο κίνητρο για να επιδοθεί σε τέτοιες πράξεις.

Οι τέσσερις δράστες δεν ανήκαν στην white trash αμερικάνικη χωματερή, όντας στερημένοι από ελπίδα, όνειρα και διαφυγή, αλλά ούτε βίωναν την καταπίεση ενός νοσηρά εύρωστου περιβάλλοντος που έλεγχε και προγραμμάτιζε την κάθε τους κίνηση. Χωρίς καμία εμφανή προδιάθεση, τέσσερα νεαρά και μορφωμένα παιδιά, διοχετεύουν όλη τους την απογοήτευση από την φρούδα υπόσχεση μιας συναρπαστικής και ξεχωριστής ζωής (η νέα όψη του Αμερικάνικου Ονείρου, το οποίο πλέον δεν περιορίζεται σε χρηματικές απολαβές, αλλά σε μία γενικόλογη κι αόριστη υπόσχεση «γαματοσύνης»), σε μια τεχνητή ένεση αδρεναλίνης, σε μία πεισματική ικανοποίηση της περιέργειας που εξάπτει η παρέκκλιση από τα νόμιμα και δέοντα.

Σχεδιάζουν τη ληστεία τους με βασική απατηλή πηγή έμπνευσης το σινεμά και τις διασημότερες heist movies (τους βλέπουμε να παρακολουθούν το The Killing του Κιούμπρικ, σε έναν προάγγελο αποτυχίας), υιοθετούν άνευ λόγου τα παρατσούλια των ηρώων του Reservoir Dogs του Ταραντίνο, μεταμφιέζονται με τρόπο που περισσότερο προσκαλεί παρά απομακρύνει τα βλέμματα, ασχολούνται περισσότερο με τα μελλοντικά, παρά με τα προσεχή βήματα.

Η ληστεία τους δεν έχει ως σκοπό να τους εξασφαλίσει μια καλύτερη ζωή, αλλά μια τονωτική ένεση ζωής, σε μία αδρανή κι άνευρη καθημερινότητα. Η εκτέλεση του σχεδίου θα ισορροπεί σε όλη τη διαδρομή ανάμεσα στο ιλαρό και το αγωνιώδες, μπαλαντζάροντας μεταξύ του θρίλερ και της κωμωδίας, ακριβώς επειδή αυτό που συμβαίνει είναι συγχρόνως πιο σοβαρό και πιο κωμικό απ’ όσο αντιλαμβανόμαστε εμείς ως θεατές, αλλά κι απ’ ό,τι φαντάζονται οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές…




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑