Σκηνοθεσία: Ritesh Batra
Με τους: Jim Broadbent, Charlotte Rampling, Harriet Walter
Διάρκεια: 108′
Αυτή είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο Ινδός Ritesh Batra μετά το The Lunchbox (2013), ενώ έχει ήδη έτοιμη την τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του. Ονομάζεται Our Souls at Night, προβλήθηκε στο πρόσφατο φεστιβάλ Βενετίας και σ’ αυτήν ενώνονται για τέταρτη φορά επί της μεγάλης οθόνης, μετά από 38 χρόνια (!) οι Robert Redford και Jane Fonda, που τιμήθηκαν στη Μόστρα.
Ο Τόνι Γουέμπστερ είναι ένας άνδρας κάποιας ηλικίας, που ζει και εργάζεται στο Λονδίνο. Είναι χωρισμένος αλλά διατηρεί φιλικές σχέσεις με την πρώην γυναίκα του, τη Μάργκαρετ, έχει μια κόρη, τη Σούζι, που είναι λεσβία και στις τελευταίες μέρες της εγκυμοσύνης της, και διατηρεί ένα πολύ μικρό μαγαζί όπου εμπορεύεται και διορθώνει παλιές φωτογραφικές μηχανές. Μια μέρα, η ρουτίνα του θα κλονιστεί από την παραλαβή ενός γράμματος, που τον πληροφορεί πως η μητέρα του πρώτου του έρωτα, της Βερόνικα, έχει πεθάνει και του έχει αφήσει κληρονομιά ένα ημερολόγιο.
Καθώς προσπαθεί να έρθει σε επαφή με τη Βερόνικα μετά από τόσα χρόνια και να πάρει στην κατοχή του το ημερολόγιο, θυμάται γεγονότα και πράξεις που του έχουν αφήσει σημάδια μεγαλύτερα απ’ ό,τι φανταζόταν. Θυμάται τη γνωριμία του με τη Βερόνικα, τη σχέση τους, αλλά και τον κολλητό του φίλο από το κολέγιο, τον Έιντριαν. Ο Έιντριαν του… έκλεψε τη Βερόνικα, η σχέση τους όμως έλαβε κι αυτή τέλος εξαιτίας ενός τραγικού γεγονότος. Ο Τόνι νιώθει κατά μία έννοια υπεύθυνος. Θέλει πάρα πολύ να πάρει στην κατοχή του το ημερολόγιο. Να φωτίσει καταστάσεις που δεν γνωρίζει καθ’ ολοκληρίαν. Αναζητεί να τακτοποιήσει τους λογαριασμούς του με το παρελθόν. Θα τα καταφέρει; Κι όντως έκανε τόσο κακό όσο νομίζει ή μήπως έχει διαφορετική αντίληψη των γεγονότων;
Θα φανεί παράξενο αυτό που θα γράψω αλλά κατά μία έννοια αυτή η ταινία μου θύμισε αρκετά το… Paterson! Όχι, εδώ δεν έχουμε καμία ποίηση της καθημερινότητας. Αλλά έχουμε την καθημερινότητα σε όλο της το μπανάλ μεγαλείο. Κι έναν άνθρωπο μεσήλικα, βαδίζοντας προς την τρίτη ηλικία, που ένα γεγονός τον αναγκάζει να στοχαστεί για το παρελθόν του. Ένα παρελθόν με ανοιχτούς λογαριασμούς, που τίποτε όμως. έως τη δεδομένη στιγμή, δεν τον παρακινούσε να τους κλείσει. Καθώς παρακολουθείς την ταινία, καταλαβαίνεις πως ο σκηνοθέτης επιδιώκει να μας παρουσιάσει τη ζωή του κεντρικού ήρωα ως «συνηθισμένη». Δύστροπος είναι, εγωμανής κι εγωπαθής. Δείτε πχ πώς φέρεται στον κούριερ, στον τύπο που του φέρνει το γράμμα. Μέχρι και για… ρατσιστή μπορείς να τον κατηγορήσεις! Επίτηδες, πάλι, δεν κάνει καμία κίνηση ο σκηνοθέτης να μας τον εξωραΐσει ή να μας τον γλυκάνει. Αυτός είναι ο τύπος: τον δεχόμαστε.
Με την καθημερινότητά του, τις συνήθειές του, τις ανάγκες του, την συζητήσιμη συμπεριφορά του, τον χαρακτήρα, που τον έχει απομονώσει σχεδόν από τους πάντες. Διατηρεί μια φιλική σχέση με την πρώην σύζυγό του, την οποία… πρήζει και αδιαφορεί σχεδόν για τη σχέση του με την κόρη του! Ιδίως μετά την παραλαβή του γράμματος παθιάζεται τόσο πολύ με τις θύμησές του από το παρελθόν, αλλά και με τα κενά σημεία που πρέπει να συμπληρώσει, ώστε σχεδόν ούτε που ενδιαφέρεται για τη Σούζι!
Στο πανεπιστήμιο ερωτεύθηκε μια όμορφη κοπέλα και γνώρισε τον καλύτερό του φίλο. Μετά από… εκατομμύρια χρόνια κάνουν την επανεμφάνισή τους. Μέσω ενός γράμματος κι ενός ημερολογίου! Υπάρχει κι ένα μυστικό αλλά… σιγά το μυστικό! Θέλω να πω, δεν έχει καμία θρίλερ διάσταση η ταινία. Το θρίλερ συμβαίνει μέσα στο κεφάλι και την ψυχή του Τόνι. Όπως συμβαίνει σε πολλούς από εμάς. Νιώθουμε ένοχοι για κάτι που κάναμε. Στην περίπτωση του Τόνι, κατακριτέο από οποιαδήποτε σκοπιά κι αν το δεις. Τι είναι όμως χειρότερο; Να μάθεις ότι αυτό το κακό πράγμα που έκανες κατέστρεψε τη ζωή ανθρώπων γύρω σου, ανθρώπων που αγαπούσες; Ή να μάθεις ότι εντέλει ήσουν τελείως… αδιάφορος για εκείνους και τη ζωή τους;
Εν κατακλείδι: η ταινία είναι πολύ ενδιαφέρουσα με τον δικό της τρόπο, χωρίς να χρησιμοποιεί τεχνάσματα και κινηματογραφικές ευκολίες. Ίσως το παρακάνει με τα φλασμπάκ, αλλά δεν γίνεται να αφηγηθεί αλλιώς την ιστορία της. Ο Jim Broadbent είναι εξαιρετικός και η μουσική του Max Richter είναι, επίτηδες πιστεύω, «γλυκανάλατη» και συμβατική. Σαν τη ζωή ένα πράγμα. Είναι πολλές οι φορές που τίποτα δεν συμβαίνει και συμβαίνουν τα πάντα. Ήττες βιώνουμε κατά βάση, αλλά έχει και τις χάρες της η άτιμη. Και η μνήμη παίζει παράξενα παιχνίδια. Μεγαλοποιούμε γεγονότα από το παρελθόν ασήμαντα και «θολώνουμε» τις μνήμες εκείνες που δεν μας αρέσουν ή που μας πλήγωσαν. Το λέει κάπου και ο Έιντριαν, ο ώριμος, όμορφος, θλιμμένος Έιντριαν: «Ιστορία είναι εκείνη η βεβαιότητα που παράγεται στο σημείο όπου οι ατέλειες της μνήμης συναντούν τις ανεπάρκειες της τεκμηρίωσης».
Εξαιρετικό φινάλε επίσης, έχω να πω. Κλασική βρετανική παραγωγή, που παραπέμπει με περισσότερο από έναν τρόπους στο 45 χρόνια και στο κοινό εκείνης απευθύνεται κατά βάση. Εννοείται πως και οι λάτρεις του βιβλίου δεν θα χάσουν την ευκαιρία να δουν την ταινία – κι ας μην απογοητευθούν: ο σκηνοθέτης πήρε μπόλικες ελευθερίες στην κινηματογραφική μεταφορά του. Κι αυτό είναι ένα καλό πράγμα. Γιατί άλλο λογοτεχνία κι άλλο κινηματογράφος.