Αυτή είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο Βέλγος Guillaume Senez. Η πρώτη του ήταν το «Keeper» (2015). Όταν γύριζε την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, η σύζυγός του τον εγκατέλειψε. Έτσι, εν πολλοίς, βασίστηκε σε δικές του εμπειρίες για το σενάριο της δεύτερης μεγάλου μήκους ταινίας του. H ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της ως Ειδική Προβολή στο τμήμα «Εβδομάδα της Κριτικής» του περασμένου φεστιβάλ των Καννών. Στο φεστιβάλ του Τορίνο κέρδισε τρία βραβεία, ανάμεσα στα οποία και το βραβείο Κοινού, απέσπασε 5 βραβεία Magritte (τα βελγικά Όσκαρ) από τη Βελγική Ακαδημία Κινηματογράφου, ανάμεσά τους το βραβείο Καλύτερης Ταινίας και το βραβείο Σκηνοθεσίας, ενώ ήταν υποψήφια για βραβείο Cesar Καλύτερης Ξένης Ταινίας και βραβείο Cesar Καλύτερου Ηθοποιού για τον Romain Duris.
Ο Ολιβιέ είναι ένας σαραντάρης εργαζόμενος στην τεράστια κεντρική αποθήκη μιας εταιρίας online πωλήσεων. Συνδικαλιστής και αρχηγός ομάδας στη δουλειά του, αγωνίζεται πάντοτε για το συμφέρον των εργατών. Η αυτοκτονία ενός συναδέλφου του μετά την απόλυσή του, τον ταρακουνάει για τα καλά. Η (χωρίς καμία εξήγηση) εγκατάλειψη της συζυγικής στέγης από τη γυναίκα του, τη Λορά, χειροτερεύει κατά πολύ την κατάσταση για εκείνον. Ο Ολιβιέ, πέρα από τις ενοχές του, έχει να αντιμετωπίσει πλέον και τις αυξημένες του ευθύνες σε ότι αφορά την ανατροφή των δύο ανήλικων παιδιών του, του 8χρονου Έλιοτ και της πιτσιρίκας Ρόουζ. Ο Ολιβιέ καλείται λοιπόν να τζογκλάρει πολλά μπαλάκια πεταμένα στον αέρα: στο σπίτι τα παιδιά του, απαιτούν να τους παρέχει περισσότερο χρόνο, στη δουλειά, η κατάσταση μυρίζει μπαρούτι, τα οικονομικά γίνονται πιο στριμόκωλα αφού πλέον στον οικογενειακό κορβανά μπαίνει ένας μισθός κι όχι δύο και οι προσπάθειες για εντοπισμό της Λορά είναι αδιέξοδες: η γυναίκα του απλά δεν θέλει να βρεθεί. Θα καταφέρει ο Ολιβιέ να βρει τις ισορροπίες του;
Στην τέχνη, όπως και στη ζωή, είναι πάρα πολύ σημαντικό να ξέρεις τι θέλεις να πεις και να ξέρεις και πώς να το πεις. Ο Guillaume Senez ξέρει. Και με την πολύ όμορφη τούτη ταινία του πετυχαίνει έναν μικρό άθλο: να γυρίσει ένα οικογενειακό δράμα με το βλέμμα στραμμένο στην κοινωνία, με ξεκάθαρη ματιά και πολιτική ταυτότητα. Μακριά από επιτηδευμένους μελοδραματισμούς και από προκάτ, ξύλινη γλώσσα. Στο τμήμα εκείνο της ταινίας που δείχνει τις καθημερινές μάχες (πιο κοντά στον αυθεντικό τίτλο του φιλμ) του Ολιβιέ να αντεπεξέλθει ως περισσότερο ενεργός πατέρας, ε, ναι λοιπόν, θυμίζει κάπως το «Κράμερ εναντίον Κράμερ». Και σας παρακαλώ, μην μπούμε τώρα σε λογικές του τύπου «η ματιά του σκηνοθέτη είναι σοβινιστική/// γιατί δεν ασχολούνταν ο Ολιβιέ με τα παιδιά του όσο η Λορά ήταν στο σπίτι;/// γιατί δεν ξέρει τι ρούχα να τα φορέσει;/// γιατί τα ταΐζει μοναχά δημητριακά;/// γιατί δεν ήταν πιο ενεργός γονιός πριν την εγκατάλειψη;». Ο σκηνοθέτης το βίωσε όλο αυτό στην προσωπική του ζωή. Και ναι, μέχρι νεωτέρας, είναι πιο συνηθισμένο ένας πατέρας να εγκαταλείπει την οικογένειά του παρά μια μητέρα.
Προσέξτε, δεν λέω ότι αυτό είναι πιο δικαιολογημένο – λέω πως είναι πιο συνηθισμένο. Μην τον πνίξουμε μέσα στην πολιτική ορθότητα όλο αυτό. Ναι, η Λορά φεύγει. Και ο σκηνοθέτης, χωρίς να τα κάνει νιανιά, αφήνει να εννοηθούν κάποιοι λόγοι. Η Λορά τραβάει ζόρι ψυχολογικά. Η σκηνή της κατάρρευσής της στο μαγαζί όπου εργάζεται όταν μια πελάτισσα ξεσπάει σε κλάματα επειδή δεν έχει να πληρώσει το ρούχο που θέλει, είναι από τις πιο δυνατές της ταινίας. Και φαίνεται πως κάτι δεν πάει καλά μαζί της, με την έναρξη της ταινίας και το θέμα του τραυματισμού του Έλιοτ – ακούσιου; εκούσιου; Ίσως δεν έχει και τόσο μεγάλη σημασία. Στο τμήμα εκείνο της ταινίας που μιλάει για τα εργασιακά δικαιώματα, για την υπέροχη πραγματικότητα του σύγχρονου νεοφιλελευθερισμού, που ως λαίλαπα διαλύει τα πάντα και για το πως ένας ενσυνείδητος άνθρωπος μπορεί να κινείται και να μάχεται με όποιον τρόπο μπορεί, το όλον θυμίζει καλές στιγμές του σινεμά του Ken Loach. Ή πώς θα έμοιαζε το σινεμά των αδελφών Dardenne αν ήταν λίγο πιο εμπορικός, με την καλή έννοια.
Κατά πως φαίνεται, οι Βέλγοι κάνουν… γαλλικό σινεμά, καλύτερα από τους Γάλλους! Λιγότερο φλύαρο, λιγότερο φανφαρόνικο, περισσότερο ανθρώπινο, περισσότερο ουσιαστικό. Ο συνδυασμός των δύο διαφορετικών «τμημάτων» δεν φαίνεται μηχανικός και ψεύτικος. Ίσα ίσα. Η ταινία λειτουργεί ακριβώς επειδή κατορθώνει να είναι εντελώς φυσική. Πάρτε για παράδειγμα και το φλερτ του Ολιβιέ με τη μαχητική συναδέλφισσά του, που τον θέλει σαν τρελή. Δεν είναι «ονειρικό» όλο αυτό, δεν είναι ρομαντικό, δεν είναι ιδανικό. Χτυπάνε τα πρόσωπά τους, το φιλί τους μοιάζει άτσαλο, η αγκαλιά τους δεν θα έμπαινε σε εξώφυλλο χιπστεράδικου περιοδικού. Το όλον είναι αληθινό. Και στην αλήθεια της ταινίας συμβάλλουν τα μάλα οι ερμηνείες των ηθοποιών. Μετά από καιρό βλέπουμε (στον πρωταγωνιστικό ρόλο μάλιστα) έναν Romain Duris σε εξαιρετική φόρμα.
Του ταιριάζουν τέτοιου είδους ρόλοι. Φοβερή και τρομερή στον ολιγόλεπτο ρόλο της αδελφής του είναι αυτή η ταλεντάρα, η Laetitia Dosch, την οποία είχαμε θαυμάσει στο επίσης πολύ ενδιαφέρον «Μια νέα γυναίκα». Και τα δύο πιτσιρίκια βγάζουν το ζητούμενο σε τέτοιου είδους ταινίες: αυθορμητισμό και φυσικότητα. Ο σκηνοθέτης και συνσεριογράφος επιλέγει μια φόρμα χαμηλότονη. Δεν ουρλιάζει την αλήθεια που κομίζει. Επιλέγει έναν πιο ήσυχο τόνο, μια πιο γλυκιά προσέγγιση, μια πιο ήρεμη αντιπαράθεση. Και κερδίζει από αυτό. Κυρίως επειδή δεν «πετάει έξω» από την ταινία ανθρώπους που – ιδεολογικά – δεν ενδιαφέρονται να δουν μια πολιτική ταινία. Κι έχει μεγάλη σημασία αυτό.
Έχει μεγάλη σημασία να λες κομψά μεγάλες αλήθειες που πολλοί είναι εκείνοι που αρνούνται να τις ακούσουν. Έχει μεγάλη σημασία που ακούγονται τόσο όμορφα ενσωματωμένες στο σενάριο φράσεις όπως «κάθε είδους εργασία πρέπει να πληρώνεται» ή «η δημοκρατία είναι η διαδικασία εκείνη κατά την οποία έχουμε τους λιγότερους δυσαρεστημένους». Χωρίς να ακούγονται ως τσιτάτα. Χωρίς να φαίνεται ότι λέγονται καθέδρας. Δεν βυθίζεται στη μαύρη απελπισία η ταινία. Διαθέτει και απαραίτητες ανάσες διακριτικού χιούμορ. Και το φινάλε, πόσο όμορφο. Πόσο απλό, πόσο λογικό, πόσο λειτουργικό, πόσο έξυπνο. Ελευθερία. Ήτοι «Έλα Καλό Καλοκαίρι». Αυτό σημαίνει Ελευθερία. Θα σε περιμένουμε. Κι ελπίζουμε να έρθεις…