Κάννες 2018: “The House that Jack Built”, του Λαρς Φον Τρίερ

Ένα από τα μεγάλα γεγονότα στο φετινό φεστιβάλ των Καννών είναι η επιστροφή του Lars von Trier στην Κρουαζέτ, επτά χρόνια μετά τη συνέντευξη τύπου για την ταινία του «Melancholia», όπου κάποιες δηλώσεις του σχετικά με τον ναζισμό και τον Χίτλερ οδήγησαν στο να χαρακτηριστεί persona non grata. Η νέα του ταινία, με τίτλο «The House That Jack Built», είναι από τις πλέον προκλητικές ολόκληρης της φιλμογραφίας του και ανάγκασε πολύ κόσμο να αποχωρήσει από την αίθουσα κατά την προβολή της, εξαιτίας της αχαλίνωτης in your face βίας που απεικόνιζε.

Ο Τζακ είναι ένας πολιτικός μηχανικός που ζει και εργάζεται στις ΗΠΑ. Είναι ιδιαίτερα έξυπνος, είναι τελείως χοντρόπετσος και παρεμπιπτόντως, είναι και serial killer. Κάθε δολοφονία που διαπράττει συνιστά, στο μυαλό του, ένα έργο τέχνης. Ο Τζακ αφηγείται πέντε από τις πιο χαρακτηριστικές δολοφονίες που διέπραξε σε ένα χρονικό πλαίσιο 12 ετών, όπου σκοτώνει συνολικά πάνω από 60 άτομα! Η αστυνομία αρχίζει να τον πλησιάζει, εκείνος όμως παίρνει ολοένα μεγαλύτερα ρίσκα. Παράλληλα, θέλει να χτίσει ένα σπίτι, κάθε φορά όμως μπαίνει στο στάδιο της υλοποίησης, αποφασίζει να αρχίσει τον σχεδιασμό από την αρχή. Εκτός όμως από τον Τζακ που αφηγείται, υπάρχει κι ένας συνομιλητής, ο Βερτζ, ο οποίος, υπό μία έννοια, κοντράρει τον Τζακ στα λεγόμενά του. Υπάρχει τρόπος να σταματήσει όλο αυτό;

Στην 14η μεγάλου μήκους ταινία, ο μεγάλος Δανός επιστρέφει στην αρχή της καριέρας του σε ό,τι αφορά την επιλογή του θέματος. Ήταν το 1984 όταν βγήκε στις αίθουσες «Το στοιχείο του εγκλήματος» (Forbrydelsens element), ένα δυστοπικό θρίλερ, όπου ένας αστυνομικός προσπαθούσε να συλλάβει έναν serial killer χρησιμοποιώντας τις αμφιλεγόμενες μεθόδους του μέντορά του. Τότε, πρωταγωνιστής ήταν ο αστυνομικός. Ουσιαστικός πρωταγωνιστής βέβαια ήταν ο ίδιος ο Trier, που εντυπωσίαζε με το σκοτεινό, αισθητικά άψογο και υποβλητικό κινηματογραφικό του ντεμπούτο. Τριάντα τέσσερα χρόνια μετά, πολλά έχουν αλλάξει, εκτός από ένα: ο Trier είναι και πάλι ο βασικός πρωταγωνιστής της ταινίας του. Αυτό που βλέπουμε είναι οι σκέψεις του δημιουργού πάνω στο τι είναι τέχνη, μέσα από τη δράση ενός serial killer.

Ο δολοφόνος, όπως είπαμε, είναι ο Τζακ. Ο Βέρτζιλ, όμως, ποιος είναι; Η «Θεία Κωμωδία» χωρίζεται σε τρία κύρια μέρη –Κόλαση, Καθαρτήριο και Παράδεισος– και αφηγείται το φανταστικό ταξίδι του Δάντη στον Άδη, με οδηγούς τον Βιργίλιο και τη Βεατρίκη. Ο Βέρτζιλ λοιπόν είναι ο Βιργίλιος. Και ο Βιργίλιος μαζί με τον Τζακ είναι ο ίδιος ο Trier! Ο δημιουργός που για να «κατασκευάσει» το σπίτι του, για να το χτίσει, πρέπει να «σκοτώσει». Με το άλλο μισό να λειτουργεί ως ο δικηγόρος του διαβόλου, ως η συνείδηση της λογικής. Πυκνός σε νοήματα κι όχι πάντα φιλικός προς τον θεατή, ο Trier από τη μια επιστρέφει στην πηγή του, από την άλλη συνεχίζει από εκεί που είχε σταματήσει με το δίδυμο του «Nymphomaniac».

Κι εκεί είχαμε έναν αφηγητή, την νυμφομανή Charlotte Gainsbourg, να αφηγείται τις ερωτικές της εμπειρίες στον Stellan Skarsgård, τον άνθρωπο που της έσωσε τη ζωή. Εκεί, όμως, τα πράγματα ήταν σαφέστερα, πιο ξεκάθαρα, πιο προσβάσιμα. Στη νέα του ταινία, τον Βέρτζιλ (Bruno Ganz), δεν τον βλέπουμε παρά μόνον στο τελευταίο τμήμα της ταινίας. Μιας ταινίας που χωρίζεται σε πέντε συν ένα διακριτά μέρη. Τα πέντε μέρη έχουν να κάνουν το καθένα με μία αγαπημένη δολοφονία του Τζακ και το συν ένα είναι ο επίλογος, η κάθοδος (στην κόλαση) και είναι εδώ, στον επίλογο, όπου βλέπουμε επιτέλους τον Βέρτζιλ και δεν ακούμε μόνο τη φωνή του.

Τώρα, για να ξεκαθαρίσουμε λίγο κάποιες παρανοήσεις. Ο Trier δεν έχει τρελαθεί, ο άνθρωπος τα έχει 400 και βάλε, απλώς έχει ρημαχτεί από την κατάθλιψη, τον πεσιμισμό, την έλλειψη πίστης στην ανθρωπότητα. Κι όσο κι αν φαίνεται παράξενο, η ταινία έχει σκηνές βίας τόσο σκληρές που εννοείται ότι θα σοκάρουν πάρα πολλούς από τους θεατές της, συνολικά όμως, αυτές οι σκηνές δεν ξεπερνούν χοντρικά το 10% του φιλμικού χρόνου.

Κατάθλιψη, ξεκατάθλιψη από την άλλη, την προβοκάτσια την έχει μέσα στο αίμα του. Σε κάνει να βρίζεις άσχημα σε σκηνές όπου ο Τζακ δολοφονεί παιδιά (όχι, δεν υπαινίσσεται τις σκηνές, τις δείχνει φουλ φρόνταλ!) ή όπου κόβει με μαχαίρι το στήθος ενός από τα θύματά του! Γιατί το κάνει αυτό; Γιατί από τη μια παίζει με τους φόβους μας. Και γιατί από την άλλη βλέπει πως ο δημιουργός είναι κατά μία έννοια ένας serial killer. Πρέπει να σκοτώσει για να δημιουργήσει.

Ίσως ακουστεί παράξενο σε ορισμένους, αλλά σε πολλά της σημεία η ατμόσφαιρα και η μενταλιτέ της ταινίας μου θύμισε το τηλεοπτικό «Hannibal». Την ίδια λογική με τον Τζακ έχει ο Hannibal, την ίδια απάθεια, την ίδια αδυναμία να βιώσει την ενσυναίσθηση. Τα θύματα του Τζακ είναι στην τεράστια πλειοψηφία τους γυναίκες κι αυτό είναι ένα ακόμα προβοκατόρικο στοιχείο: στην εποχή του #metoo δεν κωλώνει να φλερτάρει με τον μισογυνισμό. Όλα αυτά όμως είναι εγκεφαλικά. Ο Trier θέτει ερωτήματα, δεν δίνει απαντήσεις. Η ταινία του είναι απόλυτα προσβάσιμη αλλά ταυτόχρονα και τόσο ερμητικά κλειστή, που σε «πετάει» έξω.

Και πάλι, όπως είχε κάνει στο «Nymphomaniac», γεμίζει την οθόνη με πληροφορίες, με ποπ αναφορές, ενώ γίνεται και αυτοαναφορικός! Δεν θυμάμαι ξανά σε ταινία του να βλέπουμε τόσες πολλές σκηνές από παλιότερες ταινίες του, ενώ μέσα υπάρχει σκηνή και από τον «Λόγο» του Ντράγιερ! Ο τζαζίστας Γκλεν Γκουλντ και ο ποιητής Γουίλιαμ Μπλέικ είναι εδώ, ο Γκέτε και ο David Bowie (το «Fame» ακούγεται και ξανακούγεται πολλάκις μέσα στην ταινία). Σκηνές από την… Ακρόπολη και σκηνές από το στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Μπούχενβαλντ. Πληροφορίες για τον τρόπο αποσύνθεσης της ρώγας από το σταφύλι που -ανάλογα με το πώς πετυχαίνεται αυτή- μας δίνει και διαφορετικό κρασί, αλλά και σκέψεις για τον ναζιστή αρχιτέκτονα Σπέερ.

Και βεβαίως, κεντρικό debate στην ταινία, η διαφορά ανάμεσα στον αρχιτέκτονα και τον πολιτικό μηχανικό ως μια παραβολή για τη δημιουργία στην τέχνη. Πυκνός, ενοχλητικός, σπουδαίος, προβοκάτορας, μισάνθρωπος, δίνει μια ταινία που ένα της πλάνο κουβαλάει τόσες πληροφορίες και τόσο μεγαλείο όσο ολόκληρες φιλμογραφίες φτασμένων συναδέλφων του. Παίζει όμως με τη φλόγα και είναι περισσότερες από μία οι φορές στις οποίες καίγεται. Και στο φινάλε, χάνει εντελώς και το παιχνίδι.

Μακρόσυρτος και βασανιστικός, ο επίλογος δεν προσφέρει κάτι παραπάνω από την τιμωρία του Τζακ, με τον θεατή να παραδίδει πνεύμα! Και όποιοι θεατές είχαν μείνει εν εγρηγόρσει ως εκείνο το σημείο, παραδίδουν πνεύμα! Κλασικά, η ταινία θα αποκτήσει lovers και haters και πολύ φοβάμαι ότι οι δεύτεροι θα υπερτερήσουν κατά κράτος. Το ότι πάντως, ένας άνθρωπος, κατορθώνει να φτιάξει μια ταινία πλημμυρισμένη από τις αντιφάσεις του, γεμάτη από συναρπαστικές ιδέες και χιούμορ που ξεπερνάει τα όρια του ανίερου, φέρνοντας τον θεατή άβολη θέση, είναι κάτι που δίχως αμφιβολία, είναι σπουδαίο.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑