Reviews L’Enfant (The Child)

21 Απριλίου 2020 |

0

L’Enfant (The Child)

Σκηνοθεσία: Αδερφοί Νταρντέν

Παίζουν: Ζερεμί Ρενιέ, Ντεμπορά Φρανσουά

Διάρκεια: 91′

Η Σόνια, με ένα μωρό στην αγκαλιά της, τρέχει να συναντήσει τον Μπρουνό. Τον πετυχαίνει σε κατάσταση διπλοβάρδιας, καθώς ζητιανεύει από τα διερχόμενα αμάξια, ενώ παράλληλα φυλάει τσίλιες για μια ληστεία. Η Σόνια δείχνει στον Μπρουνό το νεογέννητο παιδί τους. Εκείνος αντιδράει σαν να αντίκρισε κάποιο άψυχο αντικείμενο, λες και η Σόνια βρήκε το μωρό στον δρόμο ή το αγόρασε από το σούπερ μάρκετ.

Ο Μπρουνό είναι ο πιο επικίνδυνος τύπος ανθρώπου που κυκλοφορεί σε μια οργανωμένη κοινωνία. Δεν είναι ανήθικος και αχρείος με την παραδοσιακή (φιλοσοφική και κοινωνική) έννοια του όρου, αλλά ένας εγγενώς αμοραλιστής, σε τόσο ολοκληρωτικό και αδιαπραγμάτευτο βαθμό που σου παγώνει το αίμα.

Ο Μπρουνό είναι άμαθος σε οποιαδήποτε συνθήκη που θέτει ένα στοιχειώδες κανονιστικό ή συγκριτικό πλαίσιο κανόνων και συμπεριφοράς. Του είναι επομένως αδύνατον να προσδώσει το παραμικρό ηθικό πρόσημο, είτε επιβράβευσης είτε αποδοκιμασίας, στις πράξεις του. Σχεδόν αναμενόμενα, λοιπόν, ο συναισθηματικός του κόσμος είναι αγκυροβολημένος στο απόλυτο μηδέν.

Η κάθε του ενέργεια μοιάζει απόρροια αντανακλαστικής αντίδρασης σε οποιοδήποτε διαθέσιμο (και εφήμερο) ερέθισμα βρίσκεται εκεί γύρω. Ο μόνος νόμος στον οποίο υπακούει είναι αυτός της παρόρμησης: μόλις βρεθεί με λεφτά στα χέρια του από κάποια κομπίνα, είναι ικανός να τα ξοδέψει όλα με τη μία, επειδή του γυάλισε κάτι σε μια βιτρίνα, ασχέτως αν οι επόμενες μέρες θα είναι βυθισμένες στην πείνα και στην ανέχεια.

Ο Μπρουνό ζει μονάχα στο παρόν, διαθέτει μνήμη χρυσόψαρου και μηδενική αντίληψη του χρόνου, ενώ η συμπεριφορά του είναι παντελώς απρόβλεπτη και ακανόνιστη. Το παιδί του τίτλου, ευθύς εξαρχής, αποκτά μια διφορούμενη σημασία και καταλήγει να παραπέμπει περισσότερο στον πατέρα παρά στο βρέφος της ιστορίας.

Σε αυτό το σύμπαν πλήρους έλλειψης κατεύθυνσης και σκοπού, λες και η ζωή και οι υπόλοιποι άνθρωποι δεν είναι τίποτα άλλο από μια απέραντη παιδική χαρά, ο Μπρουνό επιδίδεται σε μια σειρά από φρικτές πράξεις, χωρίς να διαθέτει το ενήλικο ανάχωμα της ενοχής.

Έξι χρόνια μετά τη Ροζέτα, οι αδερφοί Νταρντέν θριαμβεύουν εκ νέου στις Κάννες, τρυπώνοντας στην προνομιούχο ελίτ των σκηνοθετών που έχουν φύγει δυο φορές από τη γαλλική Ριβιέρα με τον Χρυσό Φοίνικα στις αποσκευές τους. Πιστοί στο ιδιαίτερο στυλ τους, που παντρεύει τον τραχύ νατουραλισμό (που είναι κι αυτός τεχνητός φυσικά, αλλά καμωμένος με θαυμαστή λιτότητα) και τον υποβόσκοντα ουμανισμό, οι Νταρντέν φτιάχνουν πλεόνασμα μέσα από το έλλειμμα: εξαφανίζουν κάθε υπόνοια συναισθηματισμού για να στραγγίξουν τη μαγιά του συναισθήματος.

Το L’Enfant μεταδίδει την εντύπωση πως προχωρά, ακριβώς σαν τον κεντρικό του ήρωα, βήμα προς βήμα, ανάσα με την ανάσα, δίχως το δίχτυ ασφαλείας μιας εποπτικής ιστορίας, χωρίς την ασφάλεια των χαρακτήρων που θα πιάσουν το τιμόνι της πλοκής. Και καθώς ο Μπρουνό βυθίζεται στη φρίκη των αλόγιστων πράξεών του, η κάμερα τον ακολουθεί από τόσο ασφυκτική απόσταση αναπνοής που θαρρείς όλος ο υπόλοιπος κόσμος έχει εξαφανιστεί από προσώπου γης.

Σε κανένα σημείο πάντως, ο φακός δεν υποκαθιστά την προσωπική οπτική του πρωταγωνιστή, ο οποίος –όπως αναφέραμε και πρωτύτερα- είναι ανίκανος να σχηματίσει τη δική του ματιά. Οι Νταρντέν, σαν ένας διακριτικός θεός που αφήνει τα πράγματα να πάρουν τον δρόμο τους, επιτρέπουν στον Μπρουνό να βαδίσει τον δικό του δρόμο προς την κόλαση, αλλά στέκουν ακριβώς πάνω από τον ώμο του, σαν μια θεόσταλτη συνείδηση.

Ο κόσμος του περιθωρίου στον οποίο κατοικεί ο Μπρουνό (ο οποίος διόλου τυχαία «συνεργάζεται» στις κομπίνες του με ανήλικα παιδιά) είναι αποχρωματισμένος και υποφωτισμένος, σε καθεστώς μόνιμης αντηλιάς, δίχως κάποιο γοητευτικό ή συναρπαστικό αποκούμπι: ο Μπρουνό δεν είναι καν ένας εκκολαπτόμενος εγκληματίας, αλλά ένας αιώνιος μετεξεταστέος. Παρόλα αυτά, οι Νταρντέν βρίσκουν τον τρόπο να αποτυπώσουν την ανατριχίλα της απόλυτης κατάπτωσης, σπρώχνοντας την αποδραματοποίηση σε ακραίες τιμές.

Το κτίριο όπου συντελείται η ανίερη αγοραπωλησία μοιάζει με πολυώροφος τάφος από μπετόν, ενώ η όλη συναλλαγή, συνετά και ευφυώς, δεν αποτυπώνεται παρά μόνο αφότου έχει συντελεστεί: δεν υπάρχει τίποτα πιο τρομακτικό από μια πράξη αγριότητας που πραγματοποιείται σε καθεστώς ολοκληρωτικής απάθειας. Εφόσον η ανθρωπιά έχει εκλείψει, τι πιο λογικό από το να εξαφανιστούν ολότελα και οι άνθρωποι από το κάδρο…

Η διαδρομή εξανθρωπισμού του Μπρούνο εκκινεί περισσότερο ως συμμόρφωση μετά από μια αταξία παρά ως συνειδητή απόφαση αλλαγής. Όταν η Σόνια καταρρέει, ο Μπρούνο δεν είναι σε θέση να αντιληφθεί επακριβώς τον λόγο, αλλά βιώνει την ευεργετική επίδραση της έκπληξης. Σαν παιδί που προσπαθεί να επανορθώσει για τη ζημιά που έκανε, ο Μπρούνο παλεύει να διορθώσει το λάθος του.

Και κάπου στο τέλος της διαδρομής, αρχίζει να αχνοφαίνεται η ελπίδα, η οποία απέχει έτη φωτός από οποιαδήποτε υπόσχεση ότι όλα θα διορθωθούν. Η πρωτόγνωρη αίσθηση της απώλειας και η υπόνοια μιας αδέξιας μετάνοιας είναι, όμως, μια καλή αρχή. Η συντριβή, ορισμένες φορές, είναι το πρώτο σκαλοπάτι προς τα πάνω και όχι προς τα κάτω.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑