Σκηνοθεσία: Νουρί Μπιλγκέ Τζεϊλάν
Παίζουν: Γιλμάζ Ερντογάν, Τανέρ Μπιρσέλ, Μουχάμεντ Ουζουνέρ, Αχμέτ Μουμτάζ Ταϊλάν
Διάρκεια: 157’
Σκηνή πρώτη. Σαν να έχει τρυπώσει απρόσκλητη σε κάποιο όνειρο, η κάμερα κρυφοκοιτάζει από ένα θαμπό παράθυρο. Τρεις ανδρικές φιγούρες κουβεντιάζουν και τσιμπολογούν, γελούν, διασκεδάζουν συντροφικά. Δεν θα ακούσουμε ποτέ τι λένε μεταξύ τους, αλλά θα νιώσουμε την οικειότητα. Όταν ο ένας από τους τρεις πλησιάσει τον φακό, η κάμερα θα αποτραβηχτεί σχεδόν τρομαγμένη. Δεν είναι η θέση μας εκεί, είδαμε ό,τι χρειαζόταν να δούμε.
Σκηνή δεύτερη. Μια πομπή από αμάξια αχνοφαίνεται στο πάνω δεξιά μέρος του κάδρου, καθώς εισβάλλει σε ένα απέραντο τοπίο, βαμμένο στα χρώματα ενός δειλινού που δεν λέει να δύσει. Οι άνθρωποι, πλανεμένοι ταξιδιώτες που έχουν χάσει τον δρόμο τους, πασχίζουν να βρουν τον μίτο σε έναν λαβύρινθο ανοιχτωσιάς. Η φύση της Ανατολίας, σαν μια αλήθεια που εμφανίστηκε πριν τον άνθρωπο και τον χρόνο, εξαφανίζει κάθε υπόνοια κατεύθυνσης ή προορισμού.
Ένας σκυθρωπός δολοφόνος, σαν φάντασμα που περιφέρεται ανάμεσα στους ζωντανούς, καλείται να υποδείξει την ακριβή τοποθεσία όπου έχει θάψει το πτώμα ενός άνδρα που δολοφόνησε. Ο εισαγγελέας που ανέλαβε τον φάκελο της υπόθεσης, ο αστυνομικός που διεξήγαγε την ανάκριση και ο γιατρός που θα συντάξει το ιατροδικαστικό πόρισμα είναι οι τρεις επικεφαλής μιας κουστωδίας που συμπληρώνεται από σκαφτιάδες, στρατιώτες και γραφειοκράτες.
Οι ώρες περνούν βασανιστικά, οι απογοητεύσεις και οι ματαιώσεις διαδέχονται η μία την άλλη, και το ταξίδι που φάνταζε αρχικά εύκολη υπόθεση σταδιακά διολισθαίνει προς τη ματαιότητα, καθώς η νύχτα σκεπάζει το τοπίο. Οι περιπλανώμενοι άνδρες, παλεύοντας να διασκεδάσουν τον εκνευρισμό και την ανησυχία τους, πιάνουν κουβέντα για τα πάντα. Από τα ευτελή, όπως την ποιότητα του βουβαλίσιου γιαουρτιού, μέχρι τα βαθύτερα υπαρξιακά ζητήματα της ζωής.
Η αναζήτηση του δολοφονημένου άνδρα, μια αποστολή που έχει σκοπό την απόδοση δικαιοσύνης δηλαδή, σιγά σιγά ξεθωριάζει και φθίνει. Χωρίς καλά καλά να το καταλάβουμε, έχει πλέον μετατραπεί σε μια παμπάλαια ιστορία που περνά από στόμα σε στόμα, ένα παραμύθι που δεν ξέρεις αν το έζησες στ’ αλήθεια ή στο διηγήθηκαν κάπου και κάποτε, ξεκινώντας με τη φράση Κάποτε στην Ανατολία.
Το Once Upon a Time in Anatolia (2011), ίσως η κορυφαία στιγμή σε ολόκληρη τη φιλμογραφία του Τούρκου auteur αποκηρύσσει τον μονοδιάστατο ορισμό της αλήθειας. Διόλου τυχαία, άλλωστε, σε ένα μοτίβο που επαναλαμβάνεται διαρκώς σε αυτό το μελαγχολικό ταξίδι, οι προβλεπόμενες διαδικασίες (σύνταξη αναφορών, το ακριβές γεωγραφικό στίγμα, η διενέργεια της νεκροψίας) αδυνατούν να γραπώσουν τη βαθύτερη αλήθεια, η οποία συνεχώς ξεγλιστρά και διαφεύγει.
Ευδιάκριτα χωρισμένη σε τρεις πράξεις, η ταινία χτίζει αλλεπάλληλες κορυφώσεις στις πλέον ανύποπτες στιγμές, υπερβαίνοντας όλα τα στεγανά μίας procedural crime movie. Στο πίσω φόντο, ως μια αδιάκοπη υπενθύμιση ενός ανεξήγητου Κακού που φωλιάζει μέσα μας, ένα άφαντο πτώμα που ρίχνει βαριά τη σκιά του στους αποκαμωμένους οδοιπόρους. Ξέπνοοι και εξαντλημένοι, αποφασίζουν να περάσουν τη νύχτα σε ένα απομονωμένο χωριό, ζητώντας φιλοξενία από τον μουφτή-δήμαρχο της φτωχικής κοινότητας. Ξαφνικά, κι ενώ ο αέρας μαστιγώνει αυτον τον λησμονήμενο τόπο, το σπιτικό βυθίζεται στο σκοτάδι, σε ένα πανέξυπνο σεναριακό εύρημα.
Σε αυτό το σκηνικό αποσύνθεσης και εγκατάλειψης, η πανέμορφη κόρη του μούφτη, που αναλαμβάνει να σερβίρει τσάι στους μουσαφίρηδες, φωτισμένη από μια λάμπα σαν να ‘ταν άγγελος, γίνεται σύμβολο λύτρωσης και συντριβής. Οι συνταξιδιώτες, τυλιγμένοι σε μια νεκρική σιγή, μένουν αποσβολωμένοι μπροστά σε μια απρόσκλητη ομορφιά, που νιώθουν πως δεν αξίζουν να αντικρίσουν. Αυτή η απόκοσμη φιγούρα αγνότητας, σαν από μηχανής θεότητα, θα κινήσει σε συμβολικό επίπεδο τα νήματα, δίνοντας (προσωρινό) τέλος στο βασανιστικό αδιέξοδο.
Έχοντας ξεθάψει το πτώμα, οι τέσσερις βασικοί πρωταγωνιστές επιστρέφουν στην πόλη, σακατεμένοι από μια κόπωση πρωτίστως υπαρξιακή. Και για πρώτη φορά στη ζωή τους θα αντικρίσουν κατάματα τις πληγές και τα κρίματα μιας ξοδεμένης ζωής. Ακόμη κι έτσι, όμως, παρά τη συνειδητοποίηση ότι οι καλές προθέσεις δεν προσφέρουν παρηγοριά ή συγχώρεση, η ελπίδα θα βρει τον τρόπο να τρυπώσει στο κάδρο. Σε σχήμα κύκλου, και πάλι μέσα από ένα θαμπό παράθυρο, με το βλέμμα να αγναντεύει αυτή τη φορά τον έξω κόσμο. Όπου ίσως και να ξεπροβάλλει ένα αύριο λιγότερο σκληρό. Ένα αύριο λιγότερο άδικο για εκείνους που δεν έφταιξαν ποτέ σε τίποτα.