Reviews Ο μπαμπάς λείπει σε ταξίδι για δουλειές (Otac na službenom putu, 1985)

24 Νοεμβρίου 2022 |

0

Ο μπαμπάς λείπει σε ταξίδι για δουλειές (Otac na službenom putu, 1985)

Σκηνοθεσία: Εμίρ Κουστουρίτσα

Παίζουν: Μίκι Μανόλοβιτς, Mιριάνα Καράνοβιτς, Μουσταφά Ναντάρεβιτς

Διάρκεια: 136′

Ήδη από τον τίτλο είναι ξεκάθαρο ότι το παιδικό βλέμμα θα πάρει τη θέση του οδηγού. Πολλές φορές, όμως, η παιδική ματιά αντί να καταπραΰνει τη σκληρή πραγματικότητα καταλήγει να τη διογκώσει, με τρόπο σπαρακτικό. Κι αυτό διότι αποτυπώνει, χωρίς περιστροφές και φίλτρα, την αναπάντητη απορία και την πικρή έκπληξη. Ο Μπαμπάς λείπει σε ταξίδι για δουλειές, λοιπόν, ή τουλάχιστον αυτό εισπράττει ως καθησυχαστική εξήγηση ο μικρούλης Μάλικ κάθε φορά που διερωτάται για την παρατεταμένη απουσία του πατέρα του από το σπίτι.

Η τάση των ενήλικων να προστατεύουν τα παιδιά από οδυνηρά γεγονότα που δεν μπορούν να κατανοήσουν (εντός ή εκτός εισαγωγικών), πολύ συχνά ανοίγει την κερκόπορτα για την πρόωρη ενηλικίωση: σαν μια πρώτη κι ακαθόριστη υπόνοια ότι κάτι αφανέρωτο και σκοτεινό κρύβεται πίσω από τις δικαιολογίες και τις ανεπαρκείς εξηγήσεις. Αυτή ακριβώς την ουτοπία (με την κυριολεκτική-ετυμολογική έννοια του όρου) της παιδικής ματιάς, που φτιάχνει ένα κόσμο που κινείται ανάμεσα στην αλήθεια και την υπόσχεση, είναι που σκιαγραφεί υποδειγματικά ο Εμίρ Κουστουρίτσα, στη δεύτερη ταινία της φιλμογραφίας του.

Το Ο Μπαμπάς λείπει σε ταξίδι για δουλειές, που έφυγε το 1985 από τις Κάννες με τον Χρυσό Φοίνικα, αποτελεί την πιο χαμηλόφωνη και «γήινη» ταινία του Σέρβου σκηνοθέτη. Η δράση τοποθετείται αρχικά στο Σαράγιεβο της πρώην ενωμένης Γιουγκοσλαβίας, το καλοκαίρι του 1950, στη διάρκεια μιας πολιτικής κρίσης που αντιστρέφει τη συνηθισμένη φορά των πραγμάτων και αγγίζει τα όρια της τρέλας. Αυτή τη φορά, δεν είναι οι αντισταλινικές κουβέντες που ενδέχεται να σε στείλουν στη φυλακή, αλλά το ακριβώς αντίθετο: οι υπόνοιες φιλοσταλινικής διάθεσης. Κι αν όλα αυτά ηχούν παράδοξα, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι βρισκόμαστε στον απόηχο του περιβόητου «σχίσματος» μεταξύ Τίτο και Στάλιν, το οποίο οδήγησε στην αποπομπή της Γιουγκοσλαβίας από την Κομινφόρμ, το 1948.

Ο Κουστουρίτσα, μέσα από ανεπαίσθητες λεπτομέρειες και την καλλιέργεια μιας σφαιρικής απορρύθμισης (λιγότερο εξόφθαλμος και πιο εσωτερικός-χαμηλόφωνος ο τόνος, σε σύγκριση με τη μετέπειτα καριέρα του), αποτυπώνει έναν εγγενή και υπαρξιακό παραλογισμό. Χαρακτηριστική η εναρκτήρια σκηνή στην οποία ένας αγρότης καταφεύγει σε σπανιόλικους σκοπούς για να μιλήσει για τους καημούς της φτωχολογιάς, προκειμένου να έχει το κεφάλι του ήσυχο. Όταν τόσο τα αμερικάνικα όσο και τα σοβιετικά τραγούδια συνιστούν τεκμήριο προδοσίας, επιστρατεύεται η ευρηματικότητα ώστε να πάρεις λίγη ανάσα και να μη βρεις τον μπελά σου.

Την ίδια στιγμή, ο Κουστουρίτσα υπαινίσσεται ευφυώς την καλά κρυμμένη κοινοτοπία (όχι του Κακού α λα Χάνα Άρεντ, αλλά) του κάθε λογής αυταρχισμού. Η μοίρα του πρωταγωνιστή (ο λατρεμένος Μίκι Μανόλοβιτς) σφραγίζεται όχι από κάποια γενικόλογη κατάχρηση εξουσίας ή ένα ασαφές κυνήγι φαντασμάτων, αλλά από τη ζοχάδα μιας πληγωμένης ερωμένης και τον ερωτικό φθόνο ενός ζηλιάρη συγγενούς (που τυγχάνει, παράλληλα, υψηλά ιστάμενος στον κομματικό ιστό). Το περιπαικτικό επιμύθιο είναι σαφές: οποιαδήποτε λοβοτομημένη δογματικότητα (όποιο κι αν είναι το ιδεολογικό ντεκόρ), σε τελική ανάλυση, δεν βασίζεται ποτέ σε υψηλά και ευγενή ιδανικά.

Αντιθέτως, δεν υπάρχει καμία επιβολή εξουσίας και πλήρους συμμόρφωσης που να μην περπατά χεράκι-χεράκι με τη μικροπρέπεια, τη φτήνια, τη χυδαιότητα. Παράλληλα (και ευτυχώς), η ταινία δεν εκτρέπεται στη μελιστάλαχτη σεμνοτυφία ή σε κάποια εξιδανικευμένη εκδοχή της παιδικής αθωότητας. Αυτό το οδοιπορικό απώλειας και ατελείωτης συνθηκολόγησης δρομολογείται μεν από το παιδικό βλέμμα, αλλά δεν πέφτει στην παγίδα του εξωραϊσμού. Ο πατέρας του Μάλικ δεν ηρωοποιείται σε κανένα σημείο της διαδρομής (ίσα ίσα, η ανειλικρίνειά του μπορεί να τον καταστήσει μέχρι και αντιπαθή), ενώ η λύτρωση δεν καταφθάνει ουρανοκατέβατη, ως ηθικό αντιστάθμισμα της (όποιας) αδικίας.

Η χρόνια υπνοβασία του Μάλικ, ένα πανέξυπνο σεναριακό εύρημα που τον τοποθετεί εξ ορισμού σε έναν κόσμο μεταιχμιακό και ασαφή, θα τον οδηγήσει στην επώδυνη συνειδητοποίηση, στη διάψευση και την αυτογνωσία. Η διαχείριση της απουσίας, η αβάσταχτη θλίψη για τη ζωή που συνθλίβεται από αόρατες αλλά και αυτοσχέδιες παγίδες, η αδιανόητη κούραση του να προχωράς μπροστά έχοντας το κεφάλι στραμμένο προς τα πίσω, ισορροπούν ιδανικά σε ένα σημείο απόλυτης ανισορροπίας. Κάπως έτσι, το δάκρυ διαλύεται σε γέλιο, το ιλαρό μπλέκεται με το θανάσιμο σοβαρό και οι ενοχές, πάντα ανθεκτικές σαν σκουριά που δεν λέει να φύγει, είναι εκεί για να επικυρώσουν μια άγραφη -ίσως και μάταιη- δικαιοσύνη.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑