What's On In the Aisles (In den Gängen)

18 Ιανουαρίου 2019 |

0

In the Aisles (In den Gängen)

Σκηνοθεσία: Thomas Stuber

Με τους: Franz Rogowski, Sandra Hüller, Peter Kurth, Andreas Leupold

Διάρκεια: 126′

Η ταινία In the Aisles (Στους διαδρόμους) έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο διαγωνιστικό τμήμα της περσινής Berlinale, είναι η τρίτη μεγάλου μήκους που σκηνοθετεί ο -γεννημένος το 1981- Thomas Stuber. Είχαν προηγηθεί οι ταινίες Teenage Angst (2008), που επίσης έλαβε μέρος στην Berlinale, και Herbert (2015), που ξεκίνησε την καριέρα της από το φεστιβάλ του Τορόντο εκείνης της χρονιάς, συμμετείχε όμως και στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Θεσσαλονίκης!

Το σενάριο της ταινίας βασίζεται στη συλλογή διηγημάτων του διακεκριμένου Γερμανού συγγραφέα Clemens Meyer με τίτλο Die Nacht, die Lichter (μετάφραση: Η νύχτα, τα φώτα), ο οποίος συνυπέγραψε το σενάριο και στη δεύτερη ταινία του Stuber, το «Herbert» αλλά και σε μια μικρού μήκους του σκηνοθέτη. Σε τούτη την ταινία, παρεμπιπτόντως, ενσαρκώνει ένα μικρό, αλλά πολύ χαρακτηριστικό, ρόλο.

Ο Κρίστιαν είναι ένας ντροπαλός και μοναχικός 30άρης, που πιάνει δουλειά σε ένα αχανές σούπερμάρκετ, σε μια άχρωμη πόλη της πρώην Ανατολικής Γερμανίας. Τοποθετείται στο τμήμα των ποτών και χρίζεται χειριστής περονοφόρου ανυψωτικού μηχανήματος. Κατευθείαν τον θέτει υπό την προστασία του ο Μπρούνο, παλιά καραβάνα του τμήματος, που ακόμα θυμάται με γλυκές αναμνήσεις τις μέρες του ως οδηγός φορτηγού. Είναι εκείνος που θα μάθει στον Κρίστιαν πώς να χειρίζεται το μηχάνημα. Ο Κρίστιαν προτιμά τις νυχτερινές βάρδιες, τότε που κλείνει το μαγαζί και δεν υπάρχουν πελάτες. Καλύπτει τα τατουάζ στα χέρια του με τη φόρμα εργασίας: δεν θέλει να δείχνει στους συναδέλφους του σημάδια από ένα παρελθόν το οποίο θέλει να ξεχάσει.

Και στο τμήμα με τα ζαχαρώδη συναντά την Μάριον, μια όμορφη, μεγαλύτερης ηλικίας από εκείνον, συναδέλφισσά του. Δίνουν κάθε φορά ραντεβού πάνω από τη μηχανή του καφέ. Εκείνη, τον φλερτάρει φανερά. Εκείνος, την ερωτεύεται επίσης, αλλά φοβάται να αποκαλύψει τα συναισθήματά του, έχοντας όμως καλό λόγο για αυτή τη διστακτικότητα: η Μάριον είναι παντρεμένη. Μια μέρα, η Μάριον δεν πηγαίνει στη δουλειά. Μια μέρα, ο Κρίστιαν θα επισκεφτεί τον Μπρούνο στο σπίτι του. Μια μέρα, όλα θα αλλάξουν…

Προτού δούμε την ταινία στην περσινή Μπερλινάλε, είχαμε κυριευτεί από μια έντονη υποψία ότι θα βλέπαμε κάτι ανάλογο με το Toni Erdmann. Σε αυτή την αίσθηση είχε συδράμει τα μάλα το γεγονός ότι τον βασικό, πρωταγωνιστικό γυναικείο ρόλο ενσάρκωνε η Sandra Hüller, πραγματική αποκάλυψη στην ταινία της Maren Ade, ενάμιση χρόνο πριν στις Κάννες. Ευτυχώς, διαψευστήκαμε, γιατί αυτή η ταινία δεν είναι ετερόφωτη. Είναι μια αυτοφυής, χαμηλότονη, σπουδαία δημιουργία, που αδικείται αν μπει σε οποιοδήποτε μικροσκόπιο σύγκρισης.

Η ταινία, πέρα από τον διπλό άξονα των σχέσεων ενός νεαρού άνδρα με δύο κομβικές για τον ίδιο φιγούρες, ένα φορέα ερωτικής επιθυμίας και μια φιγούρα που λειτουργεί ως υποκατάστατο του πατέρα, περιλαμβάνει, ως ζωτική έννοια, αυτό που αποκαλούμε «χώρος εργασίας». Ο οποίος παίρνει σάρκα και οστά στο αχανές, απρόσωπο, γεμάτο ατελείωτους διαδρόμους και ράφια στοιβαγμένα με προϊόντα μέχρι το ταβάνι πολυκατάστημα. Μην φανταστείτε ένα mall, ένα ιλουστρασιόν ναό του καταναλωτισμού που σε προσελκύει όπως το φως τις πεταλούδες, αλλά ένα άσχημο, στεγνό, χωρίς ωραιοποιήσεις κτίριο, στο οποίο δεν μπαίνει φυσικό φως και όπου το μόνο «φυσικό» είναι μια αφίσα ενός φοίνικα. Ένας άνυδρος και γκρίζος τόπος, όπου ζουν και εργάζονται άνθρωποι που κουβαλάνε τις δικές τους ιστορίες. Που δημιουργούν σχέσεις μεταξύ τους: τυπικές, φιλικές, ανταγωνιστικές, ερωτικές.

Μέσα σ’ αυτήν τη μικροσκοπική (μέσα στο τεράστιο μέγεθός της) αφτιασίδωτη κουκκίδα του κόσμου της εργασίας, όπου θα περίμενε κανείς οι εργάτες να λειτουργούν ωσάν ρομπότ, κάθε άλλο παρά ως ρομπότ λειτουργούν, ακόμη κι αν βρίσκονται στο λίκνο της οργάνωσης και της πειθαρχίας, στη Γερμανία! Μιλούν, μοιράζονται φόβους και όνειρα, ζουν όπως ξέρουν και μπορούν. Μπορεί να ασφυκτιούν, σαν τα ψάρια μέσα στη γυάλα, για λίγο αέρα, αλλά εξακολουθούν να κρατούν το κεφάλι πάνω από την επιφάνεια ζουν.

Κι αυτό το άθλιο, πανάσχημο κτίριο, γίνεται στην ταινία ένας θόλος, που προστατεύει όλους όσοι είναι κάτω από τη σκέπη του, από τον εχθρικό έξω κόσμο. Ο σκηνοθέτης παίρνει άριστα στη διαχείριση του υλικού του, στον καταμερισμό της δραματουργίας και τους φιλμικούς ρυθμούς. Ο Stuber, με εξαιρετικό τρόπο, μας υπενθυμίζει πως ακόμη και στο πιο στέρφο για την ανθρώπινη επικοινωνία υπέδαφος, θα ανθίσουν αισθήματα και σκιρτήματα. Όχι πάντα ευχάριστα, όχι πάντα με ευτυχή κατάληξη. H ταινία καταγράφει μεθοδικά και υπομονετικά τη μοναξιά, την ήσυχη απόγνωση, τη διαφορά ανάμεσα στο δημόσιο και το ιδιωτικό μας προφίλ. Με τη φράση «Καλώς ήρθατε στη νύχτα» να λειτουργεί ως ένα ιδιότυπο «άμπρακατάμπρα» κι όλα να αλλάζουν μαγικά.

Οι ερμηνείες είναι κάτι παραπάνω από σπουδαίες, με την παρουσία της Hüller να μαγνητίζει το κοινό. Τα φώτα, όμως, πέφτουν αναγκαστικά περισσότερο πάνω στον Franz Rogowski, που υποδύεται τον Κρίστιαν, έναν ηθοποιός που παραπέμπει ως φιζίκ στον Joaquin Phoenix. Ο Rogowski πρωταγωνίστησε στο πρόσφατο Transit του Petzold (προβλήθηκε επίσης στο φεστιβάλ Βερολίνου, στο διαγωνιστικό, και ίσως το δούμε μέσα στην τρέχουσα σεζόν στη χώρα μας) ενώ ενσάρκωσε ενδιαφέροντες ρόλους στο Victoria του Sebastian Schipper αλλά και το Happy End του Michael Haneke. Όλοι οι ηθοποιοί υπηρετούν το σκηνοθετικό όραμα με τον καλύτερο τρόπο και δικαιώνονται άπαντες, καθώς το τελικό αποτέλεσμα είναι μια πολύ όμορφη, πολύ γλυκιά ταινία.

Και σε ένα πλάνο, όπου η κάμερα ανεβαίνει στους ουρανούς του σούπερμάρκετ και βλέπει τον μικρόκοσμό του από ψηλά, ακόμα και οι άθεοι και οι αγνωστικιστές θα πάνε για λίγο πάσο: τα πάντα εν σοφία εποίησε. Διότι ακόμη και μέσα από τον βούρκο, υπάρχουν κάποιοι που κοιτάνε τα άστρα. Και τα άστρα, είναι κάποιες φορές, που ανταποδίδουν αυτό το βλέμμα αυτό. Ακόμη κι αν είναι παραμύθι, αυτό το φως το χρειαζόμαστε. Περισσότερο από ποτέ.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑