Κάννες 2018: “En Guerre” (At War), του Στεφάν Μπριζέ!

Ο Stéphane Brizé ντεμπούταρε στο φεστιβάλ των Καννών με την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, το Le bleu des villes (1999) και 16 χρόνια αργότερα λαμβάνει μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα με την έκτη μεγάλου μήκους ταινία του, με τίτλο Ο νόμος της αγοράς, μια ταινία που τιμήθηκε με το βραβείο της Οικουμενικής Επιτροπής, αλλά κέρδισε και το βραβείο καλύτερης ανδρικής ερμηνείας για τον συγκλονιστικό Vincent Lindon. Και φέτος, μετά από ένα διάλειμμα στη Βενετία, επιστρέφει στο διαγωνιστικό τμήμα των Καννών με την ταινία En guerre (αγγλικά: At War). Μια ταινία που σφραγίζει την τέταρτη συνεργασία μεταξύ Brizé και Lindon.

Αφού υποσχέθηκαν σε 1100 εργαζόμενους ότι θα προστατεύσουν τη δουλειά τους για τα επόμενα πέντε χρόνια, αρκεί να δουλεύουν υπερωρίες σε απάνθρωπες συνθήκες εργασίας και χωρίς να παίρνουν τα μπόνους που δικαιούνται βάσει νόμου, οι διαχειριστές του εργοστασίου της Perrin Industrie, αποφασίζουν να το κλείσουν μετά από μόλις δύο χρόνια και να το μεταφέρουν αλλού, αθετώντας τις υποσχέσεις τους. Ο συνδικαλιστής Λοράν Αμεντεό ηγείται των εργατών στις δυναμικές κινητοποιήσεις ενάντια σε αυτήν την απόφαση. Μέχρι πού μπορεί να φτάσουν αυτός και οι συνάδελφοί του προκειμένου να μην χάσουν τις δουλειές τους;

Αν η ταινία του Spike Lee έχει τη στάμπα του επείγοντος, η ταινία του Stéphane Brizé έχει την αίσθηση του κατεπείγοντος! Γιατί καλοί οι έρωτες και οι βιογραφίες, ορθόδοξες και ανορθόδοξες, καλοδεχούμενες οι αρτίστικες ασκήσεις ύφους και οι καταθέσεις πάνω στη βία και την εκδίκηση, θεμιτά τα blockbuster και τα θρίλερ ανατροπών, αλλά σήμερα, περισσότερο από ποτέ, χρειαζόμαστε ένα σινεμά καίρια πολιτικό. Μπορεί να χλευάζεται ως αναχρονιστικό, μπορεί η ταξική πάλη να ακούγεται πλέον ως ανέκδοτο στην εποχή των social media αλλά τώρα, την ώρα της μεγάλης απαξίωσης είναι περισσότερο από ποτέ έκδηλη η ανάγκη για αγώνα, για μάχη, για πόλεμο. Εξ ου και ο τίτλος της ταινίας. «Σε πόλεμο».

Μιας ταινίας που ανοίγει με ένα απόφθεγμα του Μπρεχτ: «Αυτός που αγωνίζεται μπορεί να χάσει, όμως αυτός που δεν αγωνίζεται ήδη έχει χάσει». Κι επειδή πλέον κάθε συζήτηση για διεκδίκηση κατακτήσεων αιώνων (τις οποίες απεμπολούμε με χαρακτηριστική ευκολία) σε κατατάσσει αυτόματα στους γραφικούς αυτού του κόσμου, κάθε προσπάθεια για συλλογικότητες είναι χαμένη από χέρι, μιας που ζούμε στην εποχή του «εγώ θα βγάλω το φίδι από την τρύπα;», τις χρειαζόμαστε αυτές τις ταινίες περισσότερο από ποτέ. Εντάξει, κατασκευαστικά, δεν κάνει κάτι πρωτοποριακό ο Brizé. Η κάμερά του επικεντρώνεται στα πρόσωπα και σε αυτά που λένε. Στις διαβουλεύσεις. Στις συζητήσεις. Στις διαπραγματεύσεις με τα αφεντικά. Στους έντονους διαξιφισμούς μέσα στις τάξεις των απεργών.

Πώς μπορώ να κερδίσω σε έναν μαζικό αγώνα όταν αυτοί που υποτίθεται πως αγωνίζονται μαζί μου ξεπουλιούνται με την πρώτη ευκαιρία; Συζητήσεις επί συζητήσεων και ως ένα σημείο η ταινία που θύμισε ως ύφος το περσινό 120 χτύποι το λεπτό. Κι εκεί είχαμε συνεχόμενες συζητήσεις για το πρόβλημα του Aids και την αναζήτηση των τρόπων για να ευαισθητοποιηθεί μια αναίσθητη κεντρική εξουσία. Εδώ ο Brizé είναι πιο άμεσος, πιο νευρικός, πιο γρήγορος. Αυτό που κάνει μοιάζει αρκετά με ντοκιμαντέρ. Η ταινία είναι σπουδαία με όλα όσα λέει καθαρά και ξάστερα. Χρειάζεται όμως να φτάσει στο φινάλε για να απογειωθεί. Αρκετοί θα είναι εκείνοι που θα κλοτσήσουν. Ας είναι.

Προσωπικά μιλώντας, βρίσκω τη λύση που προκρίνει ο σκηνοθέτης ως την πιο ενδεδειγμένη, ακριβώς γιατί η εργατική τάξη τρώει τα παιδιά της. Όλη η ταινία είναι μια καταγραφή ενός αγώνα να μην κλείσει το εργοστάσιο. Αν ο σκηνοθέτης επιλέξει ως φινάλε της ταινίας να κερδίσουν οι εργάτες στον αγώνα τους, θα κατηγορηθεί για αφέλεια, για καμία σύνδεση με την πραγματικότητα, για ψεύτικο μελοδραματισμό, για ακαδημαϊσμό και συντηρητικότητα. Αν επιλέξει να δείξει τους εργάτες απλώς να χάνουν, θα είναι μια ηττοπαθής επιλογή. Υπάρχει και η λύση που προκρίνει τελικά. Που μπορεί να φαίνεται υπερβολική από μερικούς ή δημαγωγική ή ψεύτικη. Αλλά ισχύει ακριβώς ότι και με την ταινία του Lee. Το μήνυμα εδώ έχει τη μεγαλύτερη σημασία.

Μια ταινία που θυμίζει το σινεμά του Ken Loach. Μια ταινία στην οποία οι περισσότεροι που εμφανίζονται είναι πραγματικά εργάτες και όχι ηθοποιοί. Μια ταινία στην οποία η μουσική που έγραψε ο πρωτοεμφανιζόμενος Bertrand Blessing είναι συγκλονιστική. Μια ταινία την οποία χειροκροτούσε επί τέταρτο, όρθιο, το κοινό στην επίσημη προβολή της ταινίας, με τους συντελεστές να είναι όλοι πολύ συγκινημένοι. Μια ταινία που, για μένα, είναι η καλύτερη του διαγωνιστικού τμήματος του φεστιβάλ ώς τώρα.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑