Ο Νταβίντ είναι ένας 20άρης Παριζιάνος, που κάνει διάφορες παράξενες δουλειές και απολαμβάνει την ελαφρότητα της νεότητάς του στη γαλλική πρωτεύουσα. Θα γνωρίσει τη Λένα, μια δασκάλα πιάνου, και θα την ερωτευθεί. Η ζωή του, όμως, θα αλλάξει δραματικά όταν η μεγαλύτερη αδελφή του δολοφονείται στη διάρκεια μιας τρομοκρατικής επίθεσης.
Ο Νταβίντ καλείται να γίνει ο κηδεμόνας της 7χρονης ανιψιάς του, της Αμάντα, κόρης της αδικοχαμένης αδελφής του. Και καλείται επίσης να διαχειριστεί την προσπάθεια της μητέρας του να τα ξαναβρούν, 20 χρόνια αφού τους εγκατέλειψε, αφήνοντας τον πατέρα του να μεγαλώσει εκείνον και την αδελφή του…
Τούτη είναι μία από εκείνες τις ταινίες, τις γλυκιές και αγαπημένες, που ασχολούνται με πολύ σοβαρά θέματα, γνωρίζουν το μικρό βεληνεκές τους αλλά δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους, ταπεινά, χωρίς φανφάρες, αρθρώνοντας κατανοητό λόγο που, αν μη τι άλλο, αφορά τον θεατή. Και τον συγκινεί. Κι όλα αυτά χωρίς να μετέρχεται φτηνών τεχνασμάτων και εύκολων συγκινήσεων.
Από τη μια, έχουμε να κάνουμε με μια χαμηλότονη, όμορφη αισθηματική ιστορία. Από την άλλη, έχουμε να κάνουμε με μια ταινία, που θέλει να καταπιαστεί με το θέμα της τρομοκρατίας κι ευτυχώς, δεν καταπλακώνεται από τη σοβαρότητα του δεύτερου σκέλους της. Κυρίως, όμως, αυτή είναι μια ταινία ενηλικίωσης. Ενηλικίωσης μέσω της ανάληψης ευθυνών. Η μικρούλα Αμάντα σε μία στιγμή χάνει κυριολεκτικά τον κόσμο της. Είναι τόσο μεγάλο το χτύπημα που δέχεται, που θα μπορούσε να την καταστρέψει.
Εννοείται πως θα κουβαλάει το τραύμα σε όλη της ζωή. Κι εννοείται πως χάνει με μιας όλη την παιδική της αθωότητα. Σε αυτή την κρίσιμη καμπή, στην οποία έχει απόλυτη ανάγκη από μία «ενήλικη» νότα βοήθεια για να σταθεί στα πόδια της, είναι ο θείος της η καλύτερη επιλογή αρωγής; Είναι ο Νταβίντ ώριμος ώστε να αναλάβει αυτή την τεράστια ευθύνη; Ένας τύπος, που πέρα όλων των άλλων, έχει να αντιμετωπίσει και τα δικά του άλυτα ζητήματα με τη μητέρα του. Έχοντας στερηθεί τη μητρική αγάπη, είναι σε θέση να επιδείξει ανιδιοτέλεια και να αναλάβει τις ουρανοκατέβατες ευθύνες που του φορτώθηκαν;
Όπως υπονοήσαμε ήδη, ο χειρισμός του θέματος της τρομοκρατίας από την ταινία είναι λεπτεπίλεπτος και προσεκτικός. Δεν δαιμονοποιεί τον μουσουλμανισμό, οι ήρωές της είναι άθεοι, και η αντίδρασή τους είναι αυτή που αρμόζει σε λογικούς και ψύχραιμους ανθρώπους. Με οδηγό αυτή την ψυχραιμία και τη σύνεση, η ταινία καθίσταται συγκινητική χωρίς να γίνεται μελοδραματική.
Στα όπλα της συγκαταλέγεται κι ένα επιτυχές κάστινγκ, καθώς ο -συνήθως αντιπαθής- Vincent Lacoste αποδίδει τον εύθραυστο ψυχισμό του Νταβίντ, η Stacy Martin (του Nymphomaniac) είναι εξαιρετική ερμηνεύοντας τη φιλενάδα του Νταβίντ –ένα ρόλο ζουμερό, όχι προσχηματικό και με σκοπό να γεμίσει τα όποια κενά– ενώ ακόμη και η εξαφανισμένη τα τελευταία χρόνια Greta Scacchi είναι στιβαρή στον μικρό αλλά ιδιαιτέρως σημαντικό ρόλο της μητέρας του Νταβίντ, προσπερνώντας τον σκόπελο όλων των στερεότυπων που καιροφυλακτούν.
Σε τελικό απολογισμό, η ταινία διαχειρίζεται τα θέματά της διακριτικά και σε καμία περίπτωση μισαλλόδοξα ή διδακτικά. Πιο πολύ επικεντρώνεται στο πώς μπορεί κάποιος να σταθεί στα πόδια του μετά από μία τραγωδία, ανεξάρτητα από την ηλικία του. Η μόνη ένσταση που εγείρουμε για την ταινία είναι μια λίγο υπέρμετρη χαλαρότητα και χλιαρότητα σε ό,τι αφορά επιμέρους δραματουργικά στοιχεία. Σε κάποιες στιγμές, η πλοκή αναλώνεται σχεδόν ασυναίσθητα σε subplots που δεν βοηθούν στην εξέλιξη της ιστορίας και παραλείπει άλλα σημαντικότερα.
Ακόμη κι έτσι όμως, ο σκηνοθέτης ακολουθεί το ρυθμό της ζωής και κατορθώνει να σε παρασύρει. Διότι στη ζωή, στην αβίαστη ροή της, συμβαίνουν ακατάπαυστα διάφορα μικρογεγονότα, ολότελα ορμώμενα από την τύχη και τις συμπτώσεις, που δεν έχουν καμία πρωταρχική σημασία, αλλά εν τέλει αποκτούν τον δικό τους ρόλο όταν ενταχθούν στο μεγάλο παζλ της καθημερινότητα. Με αυτό τον τρόπο, θα λέγαμε, αντιμετωπίζει την ταινία του ο σκηνοθέτης: σαν μια άναρχη φέτα ζωής που, αυτή τη φορά, έτυχε να καλυφθεί με μια στρώση θλίψης και κουράγιου.