Μεταφρασμένος τίτλος: «Αμαρτωλή πόλη: Η κυρία θέλει φόνο»
Σκηνοθεσία: Ρόμπερτ Ροντρίγκες
Παίζουν: Εύα Γκριν, Τζος Μπρόλιν, Τζόζεφ Γκόρντον Λέβιτ, Μίκι Ρουρκ, Τζέσικα Άλμπα, Ροζάριο Ντόσον
Διάρκεια: 102΄
Ας ξεκινήσουμε ξεκαθαρίζοντας ένα πράγμα: όταν βγήκε η πρώτη ταινία Sin City το 2005, ανήκω σε αυτούς που έπαθαν πλάκα. Η ασπρόμαυρη αισθητική, οι νοσηρές ιστορίες, οι κοφτερές ατάκες, το μαύρο χιούμορ, οι τρεις κεντρικοί χαρακτήρες που ξεπήδησαν από κάποια αντρική νουάρ φαντασίωση και η λογική πως οι εικονογραφημένες νουβέλες του Φρανκ Μίλερ χρησιμοποιήθηκαν δίχως να αλλαχτεί το παραμικρό (η ταινία γυρίστηκε κυριολεκτικά καρέ προς καρέ), με κέρδισαν. Μετά την πρώτη ταινία έπαθα για κάνα δυο βδομάδες σινσιτίαση και γνωρίζοντας πως σύντομα (τελικά όχι και τόσο… σύντομα) θα κυκλοφορούσε η επόμενη ταινία, διάβασα όλη τη σειρά των εικονογραφημένων νουβέλων του Φρανκ Μίλερ. Και η αλήθεια είναι πως τότε κατάλαβα κάτι: πως εκτός συγκλονιστικού απροόπτου η δεύτερη ταινία θα ήταν πιο αδύναμη από την πρώτη, διότι για την πρώτη ταινία επιλέχτηκαν μακράν οι πιο ενδιαφέρουσες και σφιχτοδεμένες ιστορίες. Οι υπόλοιπες, με εξαίρεση ίσως την ιστορία «Η κυρία θέλει φόνο» έπασχαν, δεν είχαν δύναμη, πατούσαν σε φόρμουλα, δεν ενέπνεαν.
Πέρασαν 9 χρόνια από τότε και η δεύτερη ταινία βρισκόταν συνεχώς σε στάση αναμονής. Όλα θα γυριζόταν και όλο δεν γυριζόταν. Σε κάποια στιγμή ακούστηκε πως ο Τζόνι Ντεπ συμφώνησε να παίξει, αλλά τελικά έκανε πίσω και το ρόλο του πήρε ο Τζος Μπρόλιν (βλέπε «Καμιά πατρίδα για τους μελλοθάνατους»). Εντάξει, όχι και τόσο κακή επιλογή εκ πρώτης όψεως. Εν πάση περιπτώσει ακριβώς επειδή οι καλές ιστορίες εξαντλήθηκαν στην πρώτη ταινία, τότε από τις τέσσερις ιστορίες της δεύτερης ταινίας (2 μικρές και 2 μεγάλες), μόνο οι 2 (μια μικρή και η μεγάλη του τίτλου) βασίζονται στην εικονογραφημένη σειρά του Φρανκ Μίλερ. Οι υπόλοιπες δυο γράφτηκαν από τον Μίλερ αποκλειστικά για την ταινία. Το μπάλωμα, όμως, δεν έπιασε τόπο.
Ναι, έχουμε γενικά την ίδια αισθητική με την πρώτη ταινία και την ίδια λογική με τους διάφορους χαρακτήρες να κινούνται στην Αμαρτωλή Πόλη και να κάνουν το πέρασμά τους από πολλές ιστορίες. Ναι, έχουμε τους σκληρούς καταραμένους αντιήρωες και τις γυναίκες δηλητήριο που περιφέρουν τη γύμνια τους με αυταρέσκεια, αλλά ό,τι λειτουργούσε στην πρώτη ταινία, τούτη τη φορά δεν λειτουργεί. Οι ατάκες δεν είναι το ίδιο καλές και φλερτάρουν με τη γελοιότητα, ο ενδιαφέρων χαρακτήρας του Μαρβ (Μίκι Ρουρκ) χάνει το ενδιαφέρον του, η υπερβολή κουράζει, η νοσηρότητα –αυτό το έστω επιδερμικό ταξίδι στο σκότος της ψυχής μας- λείπει και το καστ είναι κακό. Ο Τζος Μπρόλιν δεν πείθει όσο θα έπρεπε και ο Τζόζεφ Γκόρντον Λέβιτ είναι τελείως παράταιρος (αναπολώ το σύντομο μα τόσο γοητευτικό πέρασμα του Τζος Χάρτνετ από την πρώτη ταινία).
Εντέλει αυτό που έχουμε είναι μια ταινία καρικατούρα, μια (ενοχλητικά) σεξιστική εφηβική φαντασίωση, στην οποία η Εύα Γκριν δεν διστάζει να κυκλοφορεί γυμνή για να ικανοποιήσει το αδηφάγο αντρικό βλέμμα. Παραδόξως, η μόνη σκηνή που εκπέμπει κάτι από την αρρώστια της Αμαρτωλής Πόλης και ξεφεύγει από την αισθητική εφηβικού πόστερ, είναι ένας σύντομος πορνογραφικός χορός της Τζέσικα Άλμπα προς το τέλος της ταινίας. Όχι γιατί σπάει κάποιο ταμπού (ίσα ίσα πάλι το αντρικό βλέμμα τροφοδοτεί), αλλά γιατί διέπεται από μια σαρκικότητα, από κάτι βρόμικο, από κάτι ανθρώπινα σκοτεινό. Ένας χορός, όμως, δεν αρκεί, και σε καμιά περίπτωση δεν σώζει το ναυάγιο.