Collateral (2004)

Σκηνοθεσία: Μάικλ Μαν

Παίζουν: Τομ Κρουζ, Τζέιμι Φοξ, Τζέιντα Πίνκετ-Σμιθ

Διάρκεια: 120′ 

Εννέα χρόνια μετά και τίποτα δεν έχει αλλάξει προς το καλύτερο. Αντιθέτως, η αίσθηση της ήττας είναι ακόμη πιο ολοκληρωτική, ακόμη πιο αδιαπραγμάτευτη. Στο Heat (1995), το Λος Άντζελες ήταν ένας ναός αμοραλισμού και αποξένωσης. Ένας τόπος δίχως πυξίδα για θλιμμένους ανθρώπους που δεν έχουν πλέον το κουράγιο να αμφισβητήσουν το ριζικό τους. Στο Collateral (2004), το Λος Άντζελες δεν πενθεί καν για τη χαμένη του ψυχή. Πλέον, έχει συνθηκολογήσει άνευ όρων, σαν μην υπήρχε ποτέ καμία εναλλακτική. Από τον φαταλισμό ενός νεό-νουάρ angst, έχουμε πλέον βυθιστεί σε μια post 9/11 μαύρη τρύπα. Στο Λος Άντζελες δεν συναντάς πια έκπτωτους αγγέλους, αλλά αγγέλους-εξολοθρευτές που έρχονται ουρανοκατέβατοι, σκορπάνε τον θάνατο τη νύχτα και αναχωρούν το επόμενο πρωί. Στο ενδιάμεσο, όμως, βρίσκουν τη σπίθα και την επιθυμία να αποτέλεσουν έμπνευση για έναν βαλτωμένο άνθρωπο. Ακόμη και αν αυτό σημάνει το δικό τους τέλος.

Το Collateral είναι μια απελπισμένη νυχτερινή διαδρομή σε έναν αστικό δαίδαλο, που θαρρείς αποτελείται μονάχα από αδιέξοδα και τυφλά σημεία. Η θραυσματική δομή της πόλης αντανακλά την ψυχική μοναξιά, την απομόνωση και την πλήρη ιδιώτευση των ανθρώπων. Στις αχανείς λεωφόρους της μητρόπολης συμβαδίζουν σκιές που δεν έρχονται ποτέ σε επαφή. Ένα ταξί χαρτογραφεί μια πορεία θανάτου, υπενθυμίζοντας στην πορεία ότι ο τρόμος της ζωής, της επικοινωνίας, της αγάπης υπερβαίνει κάθε άλλο φόβο. Ο Μάικλ Μαν, ένας αρτίστας του εσωτερικού λυγμού, γνωρίζει, όσο λίγοι σκηνοθέτες στο Χόλιγουντ, πώς να αποτυπώσει μια νύχτα που μοιάζει με ολόκληρη ζωή.

Ο Βίνσεντ (Τομ Κρουζ) έχει την όψη και τη φορεσιά ενός lone wolf: τα φρύδια, τα μαλλιά, τα δόντια και τα γένια του ταιριάζουν με το γκριζωπό του κουστούμι, θυμίζοντας προβιά λύκου. Σε κάποια στιγμή εξάλλου (και διόλου τυχαία), θα αντικρίσουμε στην οθόνη ένα πραγματικό αδέσποτο κογιότ, που έχει κατέβει από τα βουνά στην πόλη, αναζητώντας τροφή και λεία. Ο Βίνσεντ, ένας πληρωμένος δολοφόνος που έχει αναλάβει να ξεπαστρέψει ένα κάρο ανθρώπους μέσα σε μία και μόνο νύχτα, μισθώνει τις υπηρεσίες ενός ταξί για όση ώρα θα «εργάζεται». Ο Μαξ (Τζέιμι Φοξ), όμως, θα αποδειχθεί κάτι πολύ περισσότερο από ένας απλός οδηγός σε αυτή τη νύχτα μακελειού: θα έχει το προνόμιο να γίνει ο πρώτος και ο τελευταίος φίλος που θα αποκτήσει ο Βίνσεντ στη ζωή του.

Από την πρώτη κιόλας στιγμή, πάντως, ψυχανεμιζόμαστε πως ο Μαξ κρύβει περισσότερα από όσα αφήνει να διαφανούν κάτω από τη συγκατάβαση και της ευπρέπεια της βιτρίνας. Σε αυτό τον υπαρξιακό λαβύρινθο του Λος Άντελες, ο Μαξ γνωρίζει απ’ έξω και ανακατωτά κάθε σοκάκι, παράκαμψη και παράδρομο. Σε αυτή την urban ζούγκλα, κινείται άνετα, απρόσκοπτα και σχεδόν στα τυφλά: είναι στο στοιχείο του, παίζει εντός έδρας, είναι εξοπλισμένος με μια αγριάδα που ούτε ο ίδιος ήξερε πως διαθέτει. Λίγο αργότερα, όταν θα κληθεί να υποδυθεί/αντικαταστήσει τον Βίνσεντ, η μεταμόρφωση θα έχει επικυρωθεί οριστικά και αμετάκλητα. Ο Μαξ δεν θα γίνει ποτέ δολοφόνος επί πληρωμή, φυσικά, αλλά θα σηκώσει το γάντι της πρόκλησης: θα ζήσει στην κόψη του ξυραφιού, αναγκασμένος να προσαρμοστεί, να τολμήσει, να αυτοσχεδιάσει και -εντέλει- να επιβιώσει.

Το δρομολόγιο του Collateral, όπως υποδηλώνει και ο τίτλος του, είναι γεμάτο παράπλευρες απώλειες, αλλά και παραδρόμους με συμπληρωματικές ιστορίες, που προλαβαίνουν (χάρη στο απίστευτο χάρισμα του Μαν να μεταδίδει οικειότητα ακόμη και στις πιο φαινομενικά αμήχανες στιγμές) να αποκτήσουν αυτόνομη υπόσταση και ταυτότητα. Ταυτόχρονα όμως, είναι μια υπομονετική κούρσα με τελικό προορισμό τον εξανθρωπισμό και την αυτογνωσία. Σε κάποια στιγμή, αποκαμωμένος από την αδυναμία του Βίνσεντ να νιώσει έστω και ένα ίχνος ενοχής, ο Μαξ τού καταλογίζει πως είναι λειψός και ελαττωματικός, σα να του λείπουν τα ουσιώδη στοιχεία που συγκροτούν κάθε ανθρώπινη ύπαρξη.

Στην πραγματικότητα, αυτό που λείπει από τον Βίνσεντ είναι η παραμικρή αισιοδοξία ότι οτιδήποτε μπορεί να αλλάξει προς το καλύτερο στο μέλλον. Στερημένος από την ελπίδα της βελτίωσης και την υπόσχεση της λύτρωσης, συμφιλιωμένος με την αναπόδραστη μοίρα του και ταγμένος σε μια υπόγεια επιθυμία θανάτου, γίνεται ο κατάλληλος μέντορας για τον Μαξ. Στον οποίο -όλως παραδόξως- θα διδάξει ένα μάθημα (επικαλούμενος το τραγούδι Beautiful Boy, που είχε γράψει ο Τζον Λένον για τον γιο του) που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τον δικό του νιχιλισμό: η ζωή είναι αυτό που συμβαίνει στο ενδιάμενο, ενόσω είμαστε απασχολημένοι σκαρώνοντας πλάνα και σχέδια.

Φυσικά, λίγο πριν χαράξει η αυγή, φέρνοντας το αναπόφευκτο φινάλε μαζί της, ο Μαν προλαβαίνει να αραδιάσει όλη του τη βιρτουοζιτέ σε μια σεκάνς που αγκυροβολεί στα μάτια και στην καρδιά (βλέπε πρώτο σχόλιο). Στην περιβόητη σκηνή των πυροβολισμών στο club, ο χώρος τεμαχίζεται και ενοποιείται, συστέλλεται και διαστέλλεται ασταμάτητα, στριμώχνεται και απλώνεται στο κάδρο. Την ίδια στιγμή, ο Μαν συγχωνεύει και αντιπαραβάλλει το υποκειμενικό βλέμμα με τη ματιά του παντόπτη αφηγητή. Και φτιάχνει από το πουθενά -σχεδόν με το τίποτα θα έλεγε κανείς- μια παλλόμενη αναπαράσταση του κόσμου της ταινίας. Δυναμώνουμε τον ήχο και απολαμβάνουμε για πολλοστή φορά.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑