Reviews Lost Highway (1997)

20 Ιανουαρίου 2024 |

0

Lost Highway (1997)

Σκηνοθεσία: Ντέιβιντ Λιντς

Παίζουν: Μπιλ Πούλμαν, Πατρίσια Αρκέτ, Ρόμπερτ Μπλέικ

Διάρκεια: 135’

and the rain sets in
it’s the angel-man
I’m deranged
so cruise me, baby

Μία διαδρομή δίχως συγκεκριμένο προορισμό ή αφετηρία, σαν αυτοεκπληρούμενη προφητεία-ατέρμονη επανάληψη της θολής κίτρινης γραμμής που δεσπόζει στο μέσο του δρόμου. Σε αυτή την ιστορία, ίσως η αέναη κίνηση –όπως σηματοδοτείται με τα ευφάνταστα dissolve– έχει περισσότερη σημασία από τα τεκταινόμενα. Η Χαμένη Λεωφόρος, ωστόσο, δεν είναι η εξιστόρηση κάποιας μεγάλης ή μικρότερης φυγής, αλλά ακριβώς το αντίθετο: μία αιώνια καταδίκη επιστροφής στο «είναι». Η φωνή του Ντέιβιντ Μπόουι μάς καλωσορίζει σε μια ταινία που κατοικεί στα πιο εκλεκτά δωμάτια του λιντσικού δαίδαλου. 

Ο Φρεντ Μάντισον, ένας σαξοφωνίστας της free jazz, μένει με τη σύζυγό του, τη Ρενέ, σε ένα πολυτελές σπίτι βγαλμένο από τα suburbia dreams. Φαινομενικά, η ζωή του μοιάζει ήρεμη και ατάραχη, μονολότι στην πραγματικότητα βασανίζεται από υποψίες ότι έχει πέσει θύμα απιστίας. Την ηρεμία του έρχονται να διαταράξουν οριστικά μία σειρά από βιντεοκασέτες που βρίσκει στα σκαλιά της εισόδου, οι οποίες απεικονίζουν αρχικά το εξωτερικό και στη συνέχεια το εσωτερικό της οικίας του. Παρά την αρχική επιφυλακτικότητα, τελικά αποφασίζει να ειδοποιήσει την αστυνομία. Λίγο καιρό αργότερα, ο ζηλιάρης Φρεντ βρίσκεται κατηγορούμενος για τον φόνο της Ρενέ και παρότι αρνείται τα πάντα, καταδικάζεται σε θάνατο. Κάπου εκεί η ταινία πατά ολικό restart, αφού ο Φρεντ εξαφανίζεται ως δια μαγείας και τη θέση του στο κελί παίρνει ο Πιτ Ντέιτον, ένας νεαρός μηχανικός αυτοκινήτων με μηδενικά κοινά στοιχεία με τον σαξοφωνίστα.

Κυρίαρχο μοτίβο στο μυστηριακό φιλμ του Ντέιβιντ Λιντς είναι η μάταιη αναζήτηση και η θολή φύση της ταυτότητας. Ο ίδιος ο δημιουργός περιέγραψε το έργο του ως  psychogenic fugue (ψυχογενής φούγκα), στην οποία κυριαρχεί μία τεθλασμένη οπτική αναξιόπιστου αφηγητή. Με πορεία τρεμάμενη και ανάρχη, σαν περιδίνηση γύρω από τις συναισθηματικές αναμνήσεις ενός ψυχικά λαβωμένου ήρωα και τους εφιάλτες του ρημαγμένου ψυχισμού του, η εναλλακτική εκδοχή του alter ego-αντικαταστάση σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί αναδρομή στα βιώματα του Φρεντ, αλλά μία φαντασιακή εξιστόρηση της τραυματισμένης αποτυχίας του, απλώς με αλλαγμένους όρους, όσο επιτρέπει βέβαια ένα ασυνείδητο βεβηλωμένο από την ανδρική ανεπάρκεια.

Πρόσφορο σχήμα για να περιγράψει την αφηγηματική δομή της Χαμένης Λεωφόρου ως προς τη καμπυλωμένη χρονική ακολουθία φαντάζει το λεγόμενο Moebius Strip. Ο δυϊσμός του χαρακτήρα των Φρεντ και Πιτ δεν εμπίπτει σε καμία γραμμική ανάπτυξη, αλλά σε μία διεστραμμένη ταυτόχρονη αλληλοσυμπλήρωση. Πρόκειται για τον ίδιο δισυπόστατο άνθρωπο, με τον Πιτ να αποτελεί προβολή του «εγώ» του Φρεντ, ενταγμένη σε μία φαντασιακή παρέκβαση στην οποία και πάλι ο σαξοφωνίστας αποτυγχάνει να φτιάξει για τον εαυτό του μία πραγματικότητα που δεν τον διαλύει ψυχικά, μολονότι θεωρητικά διαμορφώνει τους όρους της κατά το δοκούν.

Ο Πιτ είναι  κάτι σαν αρνητική διπλοτυπία του Φρεντ: βιοπορίζεται από χειρωνακτική εργασία, δεν απολαμβάνει πολυτελείς ανέσεις, αλλά διαθέτει κάτι που ο Φρεντ φθονεί, την άγνοια κινδύνου της νιότης και την (σεξουαλική και όχι μόνο) ορμή που πηγάζει από τον ασυμβίβαστο χαρακτήρα του. Έτσι, όταν θα γνωρίσει την Άλις, πανομοιότυπη προβολή της Ρενέ σε βερσιόν χιτσκοκικής ξανθιάς (ένα κλείσιμο ματιού στο Vertigo), θα ζήσει μαζί της ένα πάθος που ο Φρεντ δεν μπορεί καν να ανακαλέσει από τα σεντούκια της μνήμης. Φυσικά, ως προβολή του Φρεντ, θα κινδυνεύσει για εκείνη, θα παρασυρθεί σε διαδρομές ερεβώδεις και επικίνδυνες για χάρη της, και στο τέλος θα γευτεί την πίκρα της «προδοσίας».

Το διφυές φιλμ του Λιντς είναι γεμάτο από νοσηρές και παραμορφωτικές αποχρώσεις του κίτρινου και του κόκκινου, ως πινακίδες που φανερώνουν τον σαλεμένο λογισμό του πρωταγωνιστή και προοικονομούν τη μοιραία πορεία του. Η ταινία, σταδιακά και μεθοδικά, αλλάζει τόνο και ύφος. Αρχικά, εκκινεί ως μία ψυχοφθόρα αποτύπωση της αστικής ζωής,  στην οποία κυριαρχεί η ανασφάλεια και η απουσία εμπιστοσύνης, προτού μεταλλαχτεί σε ένα καλοζυγισμένο νέο-νουάρ που αξιοποιεί και εμπαίζει όλες τις στάθερες-διδαχές του genre. Στο δεύτερο μέρος συναντούμε, άλλωστε, τη σαγηνευτική femme fatale, τη μοιρολατρικά προδιαγεγραμμένη ήττα, την γκανγκστερική φιγούρα-συνεχή απειλή, την τυφλή εμπιστοσύνη που διαψεύδεται, τη ματαιωμένη φυγή, στοιχεία που έρχονται να ψαλιδίσουν κάθε φαντασιακή απόπειρα διαφυγής του Φρεντ από τη σκληρή πραγματικότητα: λες και το ίδιο το σινεμά διαψεύδει τις προσδοκίες του ήρωά του, χαρτογραφώντας τον δρόμο για μια ακόμη πιο οδυνηρή ματαίωση. 

Εύλογα λοιπόν, η μεταμόρφωση δεν είναι ποτέ πλήρης, η ζωή του Πιτ μοιάζει ολοένα πιο ελλιπής, ακόμα και η φλεγόμενη σχέση του με την Άλις έχει κάτι το εμφανώς πλαστό και απατηλό. Στη Χαμένη Λεωφόρο, η μνήμη μπορεί να μη λειτουργεί συμβατικά, αλλά δεν ξεστρατίζει ποτέ από τη απάνθρωπη αποστολή της αδιάκοπης επαναφοράς στα όσα δεν μπορεί να ξεγράψει ο χρόνος. Ακόμα και στην ψυχοπαθογενή φαντασίωσή του, ο Φρεντ αδυνατεί να πλάσει έναν κόσμο όπου ως alpha male κατακτά τη γυναικεία καρδιά και επιβάλλεται στην ανεπάρκειά του: η ανασφάλειά του είναι τόσο δομική και αγιάτρευτη που εισβάλλει σε κάθε ιστορία που σκαρφίζεται για να ξεγελάσει τον εαυτό του. 

Ο Λιντς χρησιμοποιεί τον νουαρικό τρόμο του δεύτερου μέρους για να προβάλει γιγαντωμένες τις φοβίες και την κρίση στην οποία περιέρχεται το ανδρικό «εγώ» του πρωταγωνιστή του. Όπως ο Φρεντ για τη δική του πολυσχιδή ανικανότητα κατηγορεί τη Ρενέ, έτσι ο Πιτ βρίσκει στην αινιγματική Άλις μία φιγούρα που τον ωθεί στην αυτοκαταστροφή. Ο άνδρας του αστικού περιβάλλοντος αισθάνεται ότι ο κόσμος τού οφείλει συνέχεια περισσότερα, ότι έχει γενετήσιο και κληρονομικό δικαίωμα στο easy life και στον απεριόριστο σεβασμό. Επομένως, δυσκολεύεται να αποδεχθεί ότι η δυστυχία του οφείλεται αποκλειστικά στον ίδιο, ρίχοντας όλη την ευθύνη στο εξιλαστήριο θύμα της γυναίκας.

Ως συνδετικός κρίκος ανάμεσα στους δύο κόσμους εμφανίζεται ο mystery man, ένας απόκοσμος ανώνυμος χαρακτήρας που επιβάλλει τη μοιραία -νιτσεϊκής αύρας- αιώνια επιστροφή του Φρεντ/Πιτ στην θέση αφετηρίας και την οριστική διάλυση της φαντασίωσης. Κάπως έτσι, ο Λιντς και ο σεναριογράφος Μπάρι Γκίφορντ καταφέρνουν να ανατρέψουν την πετενταρισμένη έννοια της κλιμάκωσης. Χρησιμοποιώντας με θαυμαστή ακρίβεια το τέχνασμα του φαύλου κύκλου, που είναι και η μονάδα μέτρησης φιλμικού χρόνου στο Lost Highway, συνθέτουν μία αφήγηση που δεν αποζητά τη λύτρωση του τέλους, αλλά την αδρεναλίνη και τη συντριβή μιας ιστορία που συνεχίζεται στο διηνεκές. Όπως ακριβώς τα βάσανα και τα σκοτάδια του μυαλού. 




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑