Reviews Falling Down (1993)

26 Φεβρουαρίου 2024 |

0

Falling Down (1993)

Σκηνοθεσία: Τζόελ Σουμάχερ

Παίζουν: Μάικλ Ντάγκλας, Ρόμπερτ Ντυβάλ, Μπάρμπαρα Χέρσεϊ

Διάρκεια: 113᾽

O Γουίλιαμ Φόστερ θυμίζει ναυαγό από μια ξένη εποχή. Υπερβολικά κοντινή για τον ίδιο, ο οποίος αδυνατεί να συμφιλιωθεί με τις αλλαγές που μεσολάβησαν, αλλά και αδιανόητα μακρινή για τον σύγχρονο κόσμο, που βλέπει στο πρόσωπο, στο σουλούπι και στη συμπεριφορά του Φόστερ έναν αναχρονιστικό ήρωα που ζει στο παρελθόν. Με στρατιωτικό κούρεμα, ντεμοντέ γυαλιά, άσπρο πουκάμισο σφιχτά κουμπωμένο έως τέρμα επάνω και παραδοσιακή μαύρη γραβάτα, ο Φόστερ μοιάζει να έχει ξεπηδήσει από εκείνο το ιδιόρρυθμο αμερικανικό κράμα που συνδυάζει τον παραδοσιακό συντηρητισμό των 50s και τον white collar ρηγκανισμό των 80s.

Ο Μάικλ Ντάγκλας, σε μια γενναία ερμηνευτική κίνηση, απαγκιστρώνεται από την ταυτότητα του sex symbol (την προηγούμενη χρονιά πρωταγωνίστησε στο Basic Instinct του Πολ Φερχόφεν, ενώ την επόμενη χρονιά επέστρεψε σε εφάμιλλους ρόλους, στο Disclosure του Τομ Σάντερς) και ενσαρκώνει έναν άνθρωπο που έχει ξεπεράσει προ πολλού το προσωπικό σημείο θραύσης. Ο Γουίλιαμ Φόστερ, στην πραγματικότητα, δεν είναι κάποιος γοητευτικός ή μισητός (θα επανέλθουμε σε αυτό) αντί-ήρωας. Σίγουρα, πάντως, δεν είναι ούτε κάποιος αυτόκλητος vigilante, που αρχίζει να σκορπά τον θάνατο, όπως έχει επανειλημμένα (και τελείως βιαστικά) γραφτεί. Πρώτα απ’ όλα, το χαρακτηριστικό παρατσούκλι D-FENS που του αποδίδεται στην ταινία, από τις πινακίδες του οχήματός του, συμπυκνώνει τόσο τις καταβολές του όσο και την επερχόμενη ολική κατάρρευση. Ο Φόστερ, που εργαζόταν στο παρελθόν ως μηχανικός και σχεδιαστής πυραυλικών συστημάτων για το Πεντάγωνο (εξ ου και η αναγραφή του «D-Fens» στις πινακίδες), βλέπει τις ικανότητες και τα ταλέντα του να μπαίνουν ξαφνικά στο περιθώριο.

Ξεπερασμένος και παρωχημένος από κάθε άποψη, στερημένος από σκοπό και ιδανικά, τώρα που η «κόκκινη απειλή» μοιάζει ξεθωριασμένη και οι ΗΠΑ εισέρχονται στη μετα-ψυχροπολεμική ιστορική καμπή, ο Φόστερ νιώθει κοινωνικά-επαγγελματικά εξόριστος, μα πάνω απ’ όλα αναπάντεχα και αφόρητα αδικημένος. Παράλληλα, το επαγγελματικό του βιογραφικό είναι αυτό που θα σκιαγραφήσει και το ζοφερό του μέλλον. Ένας επιστήμονας στην υπηρεσία του αμερικάνικου στρατού, κομμάτι ενός μηχανισμού που επιδιώκει την επιβολή με το πρόσχημα της άμυνας, θα εξαπολύσει μια ατελείωτη επίθεση απέναντι σε δίκαιους και άδικους, νιώθοντας πως έχει το απόλυτο συγχωροχάρτι.

Την ίδια ακριβώς συνθήκη βιώνει και στην προσωπική του ζωή. Προσκολλημένος στο αραχνιασμένο μοντέλο του άντρα που παρέχει τα προς το ζην στην οικογένεια, θεωρεί πως οι εκρήξεις οργής που τον διακατέχουν δεν συνιστούν ιδιαίτερο πρόβλημα. Αποσβολωμένος από τις εξελίξεις –το διαζύγιο, τα περιοριστικά μέτρα, το γεγονός ότι δεν μπορεί να δει την κόρη του παρότι δεν την έχει πειράξει ποτέ και η ίδια τον αγαπά– ο Φόστερ κατά βάθος αδημονεί για την αφορμή που θα του δώσει το πράσινο φως για να φλιπάρει.

Κι αυτή καταφτάνει σε μια μέρα-σκέτη κόλαση, σε ένα εφιαλτικό μποτιλιάρισμα στους αυτοκινητόδρομους του Λος Άντζελες, παρόμοιο με τη ζωή του ήρωα, που είναι εξίσου φρακαρισμένη και στερημένη από διεξόδους. Χωρίς να το σκεφτεί ούτε δευτερόλεπτο, ο Φόστερ παρατά το αμάξι του στη μέση του πουθενά –ακριβώς δηλαδή στο σημείο όπου κατοικεί και ο ίδιος ψυχικά– και ξεκινά πεζός το προσωπικό του ταξίδι προς τον όλεθρο. Ο φαινομενικός προορισμός του είναι η άλλη άκρη της πόλης και το πάρτι γενεθλίων της κόρης του, στο οποίο δεν είναι καλεσμένος. Ο αληθινός προορισμός του είναι να επιταχύνει την πορεία του προς τον γκρεμό.

Το Falling Down (1993) του Τζόελ Σουμάχερ απεικονίζει ένα Λος Άντζελες αποκαμωμένο, ξέπνοο, χωρίς ηθική πυξίδα, ταλαιπωρημένο από έναν βρόμικο ήλιο, έτοιμο να διολισθήσει στην παράνοια και στο χάος. Την εποχή που βγήκε στις αμερικανικές αίθουσες, το Falling Down δέχτηκε τα πυρά από μια (όχι πλειοψηφούσα πάντως) μερίδα της κριτικής, η οποία του πρόσαψε δύο βασικές κατηγορίες. Πρώτον, ότι βλέπει με θετικό μάτι την ανομία, την εκδίκηση και τη βία. Δεύτερον, ότι ενθαρρύνει τα φυλετικά στερεότυπα, ιδίως με τον τρόπο που απεικονίζει έναν Κορεάτη παντοπώλη στο πρώτο ξέσπασμα του ήρωα που υποδύεται ο Μάικλ Ντάγκλας, ο οποίος κάνει λαμπόγυαλο ένα ολόκληρο μαγαζάκι για μια κόκα-κόλα.

Δεν πρέπει να λησμονούμε, εξάλλου, ότι το 1993 το Λος Άντζελες έχει ακόμη νωπές τις μνήμες από τις άγριες ταραχές του 1992, που ξέσπασαν μετά την αθώωση των τεσσάρων αστυνομικών που είχαν ξυλοκοπήσει βάναυσα τον Αφροαμερικανό Ρόντνεϊ Κινγκ την προηγούμενη χρονιά. Η Koreantown του LA βρέθηκε στο επίκεντρο των συγκρούσεων, με τους ντόπιους να μετράνε ανοιχτές πληγές όταν κατακάθισε η σκόνη, γεγονός που εξηγεί τον σάλο που ξεσήκωσε η συγκεκριμένη σκηνή. Μάλιστα, το Falling Down δεν προβλήθηκε ποτέ στη Νότια Κορέα, εξαιτίας απειλών για μποϊκοτάζ της κορεατικής αγοράς σε όλες τις ταινίες της Warner Bros.

Στην πραγματικότητα, και αφότου υπενθυμίσουμε ότι οι πράξεις ενός κινηματογραφικού ήρωα σε καμία περίπτωση δεν συνεπάγονται αυτομάτως ότι η ταινία υιοθετεί τη δική του οπτική (πολλές φορές συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο, μιας και πολύ συχνά η ταινία στηλιτεύει τις πράξεις των ηρώων), ο Γουίλιαμ Φόστερ απέχει μίλια ολόκληρα από το μοτίβο του αυτόκλητου εκδικητή που καθαρίζει τον υποτιθέμενο βούρκο. Διότι σε ολόκληρη την απελπισμένη διαδρομή του, το στοιχείο εκείνο που τον καθορίζει και τον οδηγεί είναι μια ακατανίκητη και σαρωτική θλίψη.

Ο Φόστερ δεν βιώνει την παραμικρή εσωτερική λύτρωση, παρά μόνο μια πρόσκαιρη έξαψη, από τα όσα διαπράττει. Η βία που ασκεί κλιμακώνεται μεν, αλλά σε κανένα σημείο της πορείας δεν γίνεται επαρκές υποκατάστατο για τα βάσανά του. Μάλιστα, δείχνει να έχει μια υποδόρια συναίσθηση ότι η αντίδρασή του είναι δυσανάλογη (όπως στην καταπληκτική σκηνή στο diner), ενώ δεν πρέπει να λησμονούμε μια σημαντική λεπτομέρεια, όπως το πότε και πού υιοθετεί την πιο ακραία συμπεριφορά: απέναντι σε έναν νεοναζί, στον οποίο αντιδρά με μίσος τόσο λεκτικά-ιδεολογικά όσο και σωματικά.

Ο αληθινός καταλύτης, πάντως, για την εξέλιξη του δράματος εντοπίζεται σε έναν εξαιρετικά καλογραμμένο δεύτερο ρόλο. Ο αρχιφύλακας Μάρτιν Πρέντεργκαστ βιώνει μια εξίσου σημαδιακή μέρα με τον Φόστερ, καθώς αμφότεροι συνειδητοποιούν την απώλεια της πρότερης ζωής τους: ο Φόστερ αδυνατεί να παρευρεθεί στο πάρτι της κόρης του, ενώ ο Πρέντεργκαστ περνά την τελευταία του μέρα στο Σώμα, βιώνοντας τη διαρκή υποτίμηση και χλεύη των νεότερων συναδέλφων του. (Ο υπέροχος Ρόμπερτ Ντυβάλ ερμηνεύει με μια μειλίχια αποφασιστικότητα, που σχεδόν δικαιώνει την επιλογή του Δον Κορλεόνε να τον «προσλάβει» ως κονσιλιέρε).

Στην πραγματικότητα, και αφότου υπενθυμίσουμε ότι οι πράξεις ενός κινηματογραφικού ήρωα σε καμία περίπτωση δεν συνεπάγονται αυτομάτως ότι η ταινία υιοθετεί τη δική του οπτική (πολλές φορές συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο, η ταινία στηλιτεύει τις πράξεις των ηρώων), ο Γουίλιαμ Φόστερ απέχει μίλια ολόκληρα από το μοτίβο του αυτόκλητου εκδικητή που καθαρίζει τον βούρκο. Διότι σε ολόκληρη την απελπισμένη διαδρομή του, αυτό που τον ορίζει είναι μια ακατανίκητη και σαρωτική θλίψη.

Ο Φόστερ δεν βιώνει καμία εσωτερική ικανοποίηση, αλλά και καμία πρόσκαιρη αγαλλίαση, από τα όσα διαπράττει. Η βία που ασκεί κλιμακώνεται μεν, αλλά σε κανένα σημείο της πορείας δεν γίνεται επαρκές υποκατάστατο για τα βάσανά του. Μάλιστα, δείχνει να έχει μια υποδόρια συναίσθηση ότι η αντίδρασή του είναι δυσανάλογη (όπως στην καταπληκτική σκηνή στο diner), ενώ δεν πρέπει να λησμονούμε πού και πώς φτάνει στο πιο ακραίο σημείο συμπεριφοράς: απέναντι σε έναν νεοναζί, απέναντι στον οποίο αντιδρά τόσο λεκτικά-ιδεολογικά όσο και σωματικά.

Ο αληθινός καταλύτης, πάντως, για την εξέλιξη του δράματος εντοπίζεται σε έναν εξαιρετικά καλογραμμένο δεύτερο ρόλο. Ο αρχιφύλακας Μάρτιν Πρέντεργκαστ βιώνει μια εξίσου σημαδιακή μέρα με τον Φόστερ, καθώς αμφότεροι συνειδητοποιούν την απώλεια της πρότερης ζωής τους: ο Φόστερ αδυνατεί να παρευρεθεί στο πάρτι της κόρης του, ενώ ο Πρέντεργκαστ περνά την τελευταία του μέρα στο Σώμα, βιώνοντας τη διαρκή υποτίμηση και χλεύη των νεότερων συναδέλφων του. (Ο υπέροχος Ρόμπερτ Ντουβάλ ερμηνεύει με μια μειλίχια αποφασιστικότητα, που σχεδόν δικαιώνει την επιλογή του Δον Κορλεόνε να τον «προσλάβει» ως κονσιλιέρε).

Αν το καλοσκεφτούμε, είναι απολύτως λογικό ότι ο Πρέντεργκαστ σκιαγραφεί το προφίλ του Φόστερ με απόλυτη ακρίβεια, καθώς είναι ο μόνος που αντιλαμβάνεται ότι τα περιστατικά αναρχίας και βίας που ξεδιπλώνονται κατά μήκος της πόλης οφείλονται στο ίδιο άτομο. Οι δυο τους είναι αδελφές ψυχές στην απογοήτευση και στην αίσθηση αδικίας που τους πλημμυρίζει, με τη διαφορά ότι ο Πρέντεργκαστ διαλέγει τη φωτεινή πλευρά (ιδού, η αληθινή οπτική της ταινίας).

Ενώ εισπράττει αποδοκιμασία, υποτίμηση και δυσπιστία, ο βετεράνος αστυνομικός επιλέγει να στηριχτεί σε ό,τι μπορεί να του προσφέρει βοήθεια (τη μία και μοναδική συνάδελφο που τον εκτιμά), να διορθώσει ό,τι αξίζει να σωθεί (τη σχέση του με τη γυναίκα του, την οποία λατρεύει παρά την αδιανόητη ταλαιπωρία στην οποία τον υποβάλλει καθημερινά) και να ορθώσει ανάστημα σε ό,τι του ροκανίζει την αξιοπρέπεια (οι ανώτεροί του στην αστυνομία). Κάπως έτσι, η τελική αναμέτρηση δεν παίρνει τη μορφή μιας σύγκρουσης ανάμεσα σε δύο αντιπάλους, αλλά ξεδιπλώνεται ως μια εσωτερική μάχη ανάμεσα σε δύο διαφορετικές οπτικές και προσεγγίσεις απέναντι στην απώλεια της αξιοπρέπειας και την απογοήτευση της ζωής. Με ρυθμό βραδυφλεγή και υπομονετικό (σε όμορφη αντίστιξη με τα ντελιριακά επεισόδια βίας του κεντρικού ήρωα), το Falling Down αναδεικνύει σταδιακά το αληθινό του πρόσημο.

Μια σπουδή στο υπαρξιακό angst που βιώνει ένας ανθρωπότυπος που είχε διδαχτεί ότι η ζωή και οι πατέντες είχαν φτιαχτεί στα δικά του μέτρα και με ευνοϊκούς όρους που δεν πρόκειται να αλλάξουν ποτέ. Κι όταν επέλθει εκείνη η μοιραία στιγμή, όπου παίρνουν το πάνω χέρι η απόκλιση, το λάθος, η αποτυχία, η αστοχία, η ολική κατάρρευση είναι ο μόνος (εγωιστικός) δρόμος που ανοίγεται μπροστά του. Μια white male paranoia tale βγαλμένη από τη μήτρα μιας ολόκληρης κοσμοθεωρίας και εποχής.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑