Basic Instinct (1992)

Σκηνοθεσία: Πολ Φερχόφεν

Παίζουν: Σάρον Στόουν, Μάικλ Ντάγκλας, Τζιν Τρίπλχορν

Διάρκεια: 128′

Ένας άνδρας και μια γυναίκα κυλιούνται με πάθος στα σεντόνια. Η γυναίκα, με το πρόσωπο καλυμμένο -άρα και αόρατο- από τα ξανθά της μαλλιά, δένει τα χέρια του άνδρα με ένα λευκό μεταξωτό μαντήλι στην κουπαστή του κρεβατιού. Δεν ακούμε τίποτα άλλο παρά βαθιές ανάσες ηδονής και λίγο πριν την κορύφωση, η γυναίκα-μυστήριο αρπάζει έναν παγοκόφτη (η ασύλληπτη δύναμη της κινηματογραφικής εικόνας μετέτρεψε ένα καθημερινό αντικείμενο σε αιώνιο ποπ φετίχ) και επιτίθεται στον άνδρα με εκστατική δολοφονική μανία. Πίδακες αίματος ξεπηδούν από παντού και το συμπέρασμα είναι μάλλον οφθαλμοφανές: σε αυτό το σύμπαν, ο έρωτας και ο θανάτος γειτονεύουν, ο κίνδυνος και η απειλή είναι το πιο εθιστικό ερωτικό ναρκωτικό.

Το Βασικό ένστικτο (1992), ένα τέκνο της εποχής του, βγαλμένο από τη μήτρα των early 90s, ποντάρει στη σεξουαλικότητα μιας νέας εποχής, που έχει πλέον ξεπεράσει τη μούχλα του Ρηγκανισμού, έχοντας αρχίσει δειλά-δειλά να αφομοιώνει το τραύμα του AIDS, που σκόρπισε θάνατο και πυροδότησε μια βόμβα κοινωνικών ηθών. Απροκάλυπτα σεξουαλικό εκ πρώτης όψεως, αλλά κατάτι λιγότερο απ’ όσο διατείνεται ο μύθος του, με λάγνα διάθεση απέναντι στη βία, μίλια μακριά όμως από οποιαδήποτε αλόγιστη δαιμονοποίηση-θεοποίηση, το Basic Instinct χρωστά το μεγαλύτερο ποσοστό της γοητείας του στην απενοχοποιημένη του πρόθεση να μετατραπεί σε ένοχη απόλαυση.

Ο Ολλανδός Πολ Φερχόφεν, με γερά πατήματα στο χολιγουντιανό παλκοσένικο μετά το Robocop (1987) και το Total Recall (1990, όπου μας δίνει μια πρώτη γεύση από τη διάθεσή του να παιχνιδίσει ανάμεσα στην πραγματικότητα και την αναπαράσταση), φτιάχνει μια ταινία που υπονομεύει σκοπίμως και τεχνηέντως τον ίδιο της τον εαυτό. Το Basic Instinct είναι διάστικτο από φτηνιάρικη λάμψη, την οποία αφήνει έκθετη στο μάτι του θεατή, ελπίζοντας ότι θα «πιαστεί στα πράσα».

Ο Φερχόφεν χτίζει μια ατμόσφαιρα νεό-νουάρ, υπονομεύοντας την ίδια στιγμή ολόκληρη τη νουάρ παρακαταθήκη και αισθητική. Παράλληλα, ενώ το σενάριο φαντάζει δαίδαλος με αμέτρητες αποκαλύψεις σε κάθε στροφή, πολύ γρήγορα αντιλαμβανόμαστε ότι μοναδικός σκοπός του είναι να μας φέρει συνεχώς σε μειονεκτική θέση απέναντι στα δρώμενα και στην αλήθεια (;), η οποία, σταδιακά υποτάσσεται κι αυτή στον πλαστό κόσμο των φαντασιώσεων.

Για να το θέσουμε απλούστερα, ο Φερχόφεν σκαρώνει μια φάρσα που αποδομεί όχι μόνο τους προφανείς κώδικες, αλλά και την πατενταρισμένη εναλλακτική κουλτούρα. Το Βασικό ένστικτο αποτολμά να γελάει με τον εαυτό του, να κοροϊδεύει τους ήρωές του, να βγάζει τη γλώσσα επιδεικτικά σε συστημικούς συμβολισμούς, να ειρωνεύεται ακόμη και την αστερόσκονη του βασικού του πρωταγωνιστή. Νόθο ξαδερφάκι του Fatal Attraction (1987) που καθιέρωσε τον Μάικλ Ντάγκλας ως αρσενικό sex symbol, το Basic Instinct είναι μια μεθοδικά και κλινικά σχεδιασμένη b-movie, που φορά γυαλιστερά στολίδια και καμώνεται την blockbuster ερωτική περιπέτεια. Και μέσα της, γελά με την αφέλειά μας.

Όπως προείπαμε, το Βασικό ένστικτο μοστράρει σχεδόν με τη μία τα θέλγητρα και τη φιλοσοφία του. Στη διασημότερη σκηνή της ταινίας, η οποία καταφθάνει εξαιρετικά νωρίς στην πλοκή, το σταυροπόδι της Σάρον Στόουν προκαλεί καρδιοχτύπια, σκοτοδίνες και κουβάδες ιδρώτα στην ανακριτική αίθουσα. Φαινομενικά και σε πρώτη ανάγνωση, ο Φερχόφεν υιοθετεί το απόλυτο male gaze που εκχυδαϊζει το γυναικείο σώμα.

Στην πραγματικότητα, αυτό που επιτυγχάνει η σκηνή είναι να γελοιοποίησει και να ισοπεδώσει όλη την κουλτούρα του ανδρικού βλέμματος. Τρεμάμενα κι εύθραυστα αρσενικά, ανώριμα παιδιά που δεν μπορούν να ξεπεράσουν τις ορμές τους, έτοιμα να ξεφτιλίσουν ακόμη και τη διαδικασία ανεύρεσης ενός δολοφόνου με έπαθλο λίγα δευτερόλεπτα απαθούς και υποτακτικής ηδονοβλεψίας. Εξάλλου, ολόκληρη η φιλμογραφία του Φερχόφεν είναι μια χλεύη απέναντι στην κανονικότητα της ερωτικής επιθυμίας και στον εξαναγκασμό της ευπρέπειας.

Καθώς το (υποτιθέμενο) μυστήριο φτάνει στη σχεδόν ουρανοκατέβατη λύση του, που κατεδαφίζει κάθε υπόνοια ότι έχουμε παρακολουθήσει ένα -έστω προκλητικό- whodunit αίνιγμα, αντιλαμβάνεται κανείς ότι τίποτα από όσα έχουν προηγηθεί δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό με βάση το τρίπτυχο οπτικό ερέθισμα-νοητική επεξεργασία-λογικό συμπέρασμα. Εξάλλου, κανένας από τους χαρακτήρες δεν έχει προσπαθήσει σε κανένα σημείο να μας πείσει ότι υπακούει στον κανόνα αίτιο-αιτιατό. Στο φινάλε, ωστόσο, νιώθουμε μια περιπακτική εγγύτητα μαζί τους: είμαστε κι οι δυο εξαπατημένοι, πλανεμένοι επισκέπτες σε έναν κόσμο ξένο, θαρρείς υποψήφιοι ήρωες για το επόμενο -τραβηγμένο από τα μαλλιά- βιβλίο της Catherine Tramell.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑