Reviews Heat (1995)

15 Δεκεμβρίου 2023 |

0

Heat (1995)

Σκηνοθεσία: Μάικλ Μαν

Παίζουν: Αλ Πατσίνο, Ρόμπερτ Ντε Νίρο, Βαλ Κίλμερ

Διάρκεια: 172′

Έτος παραγωγής: 1995

Ένας μπαρουτοκαπνισμένος αστυνομικός έχει πάρει στο κατόπι έναν σεσημασμένο ληστή. Δυο αμάξια, στον φωτισμένο με neon επιγραφές αυτοκινητόδρομο, λίγο έξω από τον σύγχρονο ναό της αποξένωσης και της μοναξιάς. To Λος Άντζελες είναι μια γυάλινη πεδιάδα γεμάτη ενέδρες, ένας δαίδαλος πλημμυρισμένος από θλιμμένους ανθρώπους που δεν ψάχνουν καν τον μίτο. Προτού καν η παρακολούθηση μετατραπεί σε υποψία κυνηγητού, ο αστυνομικός παίζει τα φώτα στον ληστή. Οι δυο τους συνομιλούν ήρεμα, μειλίχια, πέρα για πέρα φιλικά. Ο διώκτης προσκαλεί τον φυγά για έναν νυχτερινό καφέ σε ένα ξενυχτάδικο diner, ένα αρχετυπικό νεκροταφείο χρόνου. Δυο απλές λεξούλες (“Follow me“) υπογράφουν την οριστική αντιστροφή των ρόλων.

Η συγκεκριμένη σεκάνς του Heat (1995) υλοποίησε μια σινεφίλ φαντασίωση που μαινόταν για 20 και βάλε χρόνια, από τότε που οι Ρόμπερτ ντε Νίρο και Αλ Πατσίνο  συμπρωταγωνίστησαν στο The Godfather Part II, δίχως όμως να μοιραστούν κάποια σκηνή. Ο Μάικλ Μαν σοφά και συνετά άφησε στα δύο τοτέμ ανοιχτό γήπεδο -χωρίς καμία σεναριακή προετοιμασία- προκειμένου να αυτοσχεδιάσουν και να αλληλεπιδράσουν με τις πλέον ανεπαίσθητες κινήσεις και τους πιο φευγαλέους μορφασμούς. Έστησε, μάλιστα, 3 κάμερες (ασχέτως αν δεν χρησιμοποίησε στο final cut κανένα πλάνο-προφίλ), προκειμένου να εξασφαλίσει τη μέγιστη πλαστικότητα και ροή στη συζήτηση, στην κινησιολογία, στον περιρρέοντα θόρυβο. Και μας χάρισε, έτσι απλά, μια σκηνή αιώνιας ανθολογίας.

Δύο άγρια θηρία κουρασμένα και ξέπνοα, αλλά με μάτια πάντα γουρλωμένα. Απολύτως αφοσιωμένα σε ένα modus vivendi που δεν επιδέχεται εξαιρέσεις, διαλείμματα, αμφιβολίες, δισταγμούς. Δύο κόσμοι που αλληλοσυμπληρώνονται, δυο μονομάχοι που μοιράζονται αναμνήσεις και θραύσματα ονείρων, που απολαμβάνουν τη διαθέσιμη ηρεμία πριν την αναπόφευκτη καταιγίδα. Αμφότεροι γνωρίζουν πολύ καλά πως η επόμενη συνάντηση δεν μπορεί να μείνει αναίμακτη και σκαλίζουν μια εσοχή στον χρόνο, ξεγελώντας για ελάχιστες στιγμές αυτή την πένθιμη βεβαιότητα.

Ταγμένοι σε μια αποστολή που δεν εξυπηρετεί κανένα απώτερο σκοπό (τη δικαιοσύνη, το χρήμα, την καταξίωση, το ξέπλυμα αμαρτιών, τις τύψεις) παρά τον αυτοσκοπό του αναπόδραστου ριζικού: στο δικό τους λεξικό, η διέξοδος και η αλλαγή δεν διαθέτουν λήμμα. Οι δύο αυτοί μοναχικοί άνδρες, που επικοινωνούν σαν συγκοινωνούντα δοχεία, ζουν μέσα στην καρδιά της νύχτας. Κοιμούνται με τον θάνατο, πέφτουν στην ίδια παγίδα ξανά και ξανά, θρέφονται από την απώλεια, βλέπουν ξάστερα μέσα στα σκοτάδια. Αφάνταστα, δομικά και αδιαπραγμάτευτα θλιμμένοι, μολύνουν με το μικρόβιο της εμμονής όποιον κάνει το λάθος να βρεθεί κοντά τους. Η μόνη διαφορά μεταξύ τους δεν αποτιμάται σε ηθικό ανάστημα, αλλά στο είδος και το επίπεδο της αυτογνωσίας.

Ο αστυνομικός, στοιχειωμένος από το φάντασμα της «κανονικής» ζωής που ορθώνεται συνεχώς μπροστά του, αφουγκράζεται την αβάσταχτη μοναξιά του. Καταδικασμένος να πλαγιάζει κάθε νύχτα με πτώματα, δεν επιτρέπει στον εαυτό του να διεκδικήσει την αγάπη. Υποφέρει σιωπηλά, οικτίρει τον εαυτό του για την απάθεια με την οποία υποδέχεται την ξοδεμένη του ζωή. Την ύστατη όμως στιγμή, αντιλαμβάνεται πως έχει μια στερνή ευκαιρία για να γραπωθεί από κάτι όμορφο και αμόλυντο.

Ο ληστής, εθισμένος στο μόνιμο φευγιό, έτοιμος να εγκαταλείψει αυτοστιγμεί κάθε συναισθηματικό βαρίδιο, παλεύει να ξορκίσει τη μοναξιά από την ιερή κοσμοθεωρία της μοναχικότητας. Και όταν έλθει το πλήρωμα του χρόνου, ακριβώς τη στιγμή που αγγίζει το όνειρο μιας καινούργιας αρχής, θα επιλέξει τον δρόμο του τραγικού ήρωα. Ένα απλό μειδίαμα του Ντε Νίρο, ένα απλό πετάρισμα των ματιών και έχουν ειπωθεί όλα όσα πρέπει να γνωρίζουμε. Ο Μαν χτίζει έναν ντετερμινιστικό ανδρικό κόσμο μάταιης και πεισματάρικης περηφάνιας, που κουβαλά στις πλάτες του μια ατελείωτη κούραση και υπακούει σε έναν απαράβατο και δογματικό κώδικα τιμής.

Ναυαγοί σε μία εξ ορισμού ξένη γη, οι δύο μονομάχοι παρακολουθούν ο ένας τον άλλο σαν κυνηγοί, μαντεύουν, προβλέπουν, στήνουν σιωπηρές ενέδρες. Την ίδια στιγμή όμως, κοιτάζουν πίσω από τον ώμο τους, παλεύοντας να μην τυφλωθούν από το δικό τους είδωλο, που καθρεφτίζεται στο βλέμμα του αντιπάλου. Όλα τα υπόλοιπα, οι οπτικές και αισθητικές λιχουδιές του Μαν, οι εκπληκτικές νυχτερινές λήψεις, το soundtrack υπόγειας απελπισίας, οι σαρωτικά ενορχηστρωμένες σκηνές από πιστολίδια, ληστείες και κυνηγητά είναι απλώς το υποδειγματικό ντεκόρ που συμπληρώνει ένα αψεγάδιαστο υπαρξιακό νεό-νουάρ.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑