Σκηνοθεσία: Ρομάν Πολάνσκι
Παίζουν: Τζακ Νίκολσον, Φέι Νταναγουέϊ, Τζον Χιούστον
Διάρκεια: 130′
Ida Sessions –«Αre you alone?»
J.J. Gittes –«Isn’t everyone?»
Το φιλμ νουάρ δεν αποτελεί έναν τόπο καλών αισθημάτων. Θα ήταν εξαιρετικά κοινότοπο να επαναλάβει κανείς για χιλιοστή φορά πως στο σύμπαν του δεν υπάρχουν καλοί και κακοί. Αυτό είναι το προφανές. Η ηθική αμφισημία διαπερνάει την αφετηρία, τα μέσα και τους σκοπούς του είδους, προκειμένου να καθρεφτίσει ένα κόσμο και μια εποχή σε πλήρη αξιακή αποσύνθεση. Αν κάτι ξεχωρίζει το νουάρ, είναι αυτή η «ανακλαστική» λειτουργία. Παρουσιάζει μια όψη του κόσμου, σκοτεινή, αρνητική, μαύρη, όπως υποδηλώνει και το όνομα του. Η άλλη πλευρά του Αμερικάνικου ιδεαλισμού, ο αντίποδας του θετικισμού και των ηρωικών οραμάτων. Η πυκνότητα και το βάρος της ανομολόγητης ήττας στην καρδιά της νίκης, όλα κατοικούν στη χέρσα γη του νουάρ.
Στο νουάρ εμφιλοχωρεί η «κακοπιστία» του δυτικού πολιτισμού που συνήθως διακηρύττει τις νίκες του διαμέσου των κινηματογραφικών εικόνων. Δεν είναι τυχαίο που σχεδόν πάντα, τα αίτια διατάραξης της ηθικής ισορροπίας αποδεικνύονται κερδοσκοπικά. Ο οικονομικός ντετερμινισμός και η λογική της παραγωγής διαπιστώνουν τα όρια ή τις έσχατες συνέπειες τους. Ο άνθρωπος πασχίζει να υπάρξει επιστρατεύοντας τα ένστικτά του. Προκύπτει έτσι μια διαλεκτική που μοιραία οικοδομεί το βασίλειο της βίας. Το νουάρ, σαν επικριτική «φωνή» μιας ένοχης συνείδησης, βασανίζει τον νικητή ορθολογισμό.
Αν όμως θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι επιχειρεί από την πλευρά του κάτι ανάλογο και το γκανγκστερικό φιλμ, η διαφορά του νουάρ βρίσκεται στον παροιμιώδη φαταλισμό του. Το ενδεχόμενο μιας πλήρους αντιστροφής των ρόλων του καλού και του κακού που επιφέρει μια αποτελεσματική γκανγκστερική ταινία, η ματεριαλιστική αιτιοκρατία που διαλύει τις ψευδαισθήσεις ή οι αποχρώσεις επαναστατικότητας που προσιδιάζουν στον τύπο της, τη φέρνουν πιο κοντά σ’ ένα μαρξιστικό σχήμα αντίληψης της δράσης. Οι εγγενείς αντιφάσεις του συστήματος μπορούν να χρησιμοποιηθούν εναντίον του. Τελικά, οι «καταραμένοι» παράνομοι προτείνονται ως ήρωες λίγο πριν εκπέσουν. Η δε συγκρουσιακού τύπου, χειραφέτηση που επιδιώκουν αποβαίνει πιο αποτελεσματική εφόσον οργανώνονται σε ομάδες. Μέσω της πρόσκαιρης ανατροπής της τάξης (να μην τα θέλουμε κι όλα δικά μας, η «κάθαρση» απαιτεί πάντα την τιμωρία των εξεγερμένων) διαφαίνεται, ακόμη και παρά τη θέληση των δημιουργών, μια αχτίδα αισιοδοξίας.
Αντίθετα, στο νουάρ, τίποτα δε μας παρακινεί να πιστέψουμε ότι ο άνθρωπος διαθέτει την παραμικρή ελπίδα απόδρασης από τη μοίρα του. “Ταμπουρωμένος” στην ατομικότητα του, περίκλειστος στα πάθη του, προσαρτημένος στη «μηχανή», διαπιστώνει την εγκατάλειψη και την ανεστιότητά του, τη στιγμή που αποφασίζει να δράσει κόντρα στις επιταγές της εξουσίας (εδώ, όπως και παντού, ο πλούτος) που θέλει τα πάντα ισοπεδωμένα, βουβά και ανήμπορα. Για όσο παραμένει κάτω από οδηγίες που πάντα πυροδοτούν το δράμα και την εκτύλιξη της πλοκής -δέχεται μια επίσκεψη από κάποιον που αναζητά κάτι και λειτουργεί σαν ενδιάμεσος μεταξύ μιας επιθυμίας και του αντικειμένου της- λειτουργεί παρακινούμενος από τη βούληση ενός άλλου. Το προσωπικό κίνητρο που τον συμπλέκει στη διαδικασία, ουδέτερο και οικουμενικό όπως το χρήμα, δεν αρκεί για να αφυπνίσει τις πιο δικές του προϋποθέσεις δράσης.
Παραμένει αποξενωμένος από το σκοπό του, στο μέτρο που δεν τον αφορά βαθιά η τελική έκβαση, τουλάχιστον στην αρχή του εγχειρήματος. Ο κυνισμός του, ευθέως ανάλογος με την απόσταση που διατηρεί από τα πράγματα, αντιστοιχεί απόλυτα στην άγνοια και την «αγνότητα» του. Με την ανακάλυψη της αλήθειας, έρχεται η συναισθηματική εμπλοκή, η γνώση αποκαλύπτει τον ορίζοντα των δυνατοτήτων, δεσμεύει με το πραγματικό στο σύνολό του. Τη στιγμή που αρχίζει να νοιάζεται κανείς, αναγκαία, τοποθετείται στο μέσο της κατάστασης, παύει να υπάρχει «εκτός», ρίχνεται στον κόσμο και πασχίζει να τον αλλάξει. Μόνο και μόνο για να διαπιστώσει πως ο κόσμος είναι πιο δυνατός και αναπόφευκτα θα τον συντρίψει. Με μια φράση: “Forget it Jake, it’s Chinatown”.
Όλα αυτά οδηγούν, από τον συγκαλυμμένο μαρξισμό των γκανγκστερικών ταινιών στον υπόγειο υπαρξισμό που αποτελεί τελικά και την ταιριαστή πνευματική ατμόσφαιρα του νουαρικού περιβάλλοντος. Ο Πολάνσκι φαντάζει αρμόδιος, λοιπόν, να πλάσει το απόλυτο υπαρξιστικό νουάρ μετά την υπέροχη υπαρξιστική άσκηση ύφους του Cul–de–sac και τον, αστικής ασφυξίας, ασπρόμαυρο εφιάλτη του Repulsion. Δεν έχει παρά να περάσει μέσα από τα κανάλια του δικού του ιδιοσυγκρασιακού αισθητηρίο τους κώδικες και να προσθέσει λίγη αρρώστια ακόμα στο τελικό αποτέλεσμα. Η σήψη εδώ, δεν αφορά μόνο μια κοινωνική τάξη, ένα πολιτικό σύστημα, μια εποχή. Αγγίζει τον άνθρωπο στα τρίσβαθα του. Από εκεί και οι έκδηλες αντιστοιχίες με την αρχαιοελληνική τραγωδία. Στον θεματικό πυρήνα του Chinatown βρίσκεται η ύβρις. Αυτό αρκεί για να την αποσπάσει όμως από το νουαρικό σώμα; Κάθε άλλο.
Η πολανσκική έννοια της διαστροφής δεν προσκολλάται σε ένα απομονωμένο υποκείμενο που θα είχε να δώσει λόγο για τις ειδεχθείς πράξεις του ενώπιων θεών και ανθρώπων, επικαλούμενο ίσως την αιώνια ατελή, ανθρώπινη φύση. Αντίθετα, είναι γέννημα ενός κόσμου με πολύ συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, κι αν επιλέγει για εκπρόσωπο της, ένα επιφανές μέλος της ιθύνουσας τάξης, αυτό γίνεται για αυστηρά καθορισμένους λόγους: για να συμπορευθούν στο ρεύμα της ίδιας ενότητας η μεταμοντέρνα ανάγνωση του Πολάνσκι κι οι γνώριμες προβληματικές των χρυσών ταινιών από τα ’40s και ’50s, που συνέταξαν τη γραμματική και το συντακτικό του είδους.
Προκειμένου να «μιλήσει» στη δική του γλώσσα, στο δικό του κοινό (αυτό των έντονα πολιτικοποιημένων και πολύ ανήσυχων αμερικανικών ’70s ) το φιλμ του Πολάνσκι, δε μπορούσε να αρκεστεί στην αποτύπωση και μόνο της κοινωνικής αποσάθρωσης στους κόλπους μιας υλικά ευημερούσας, μα ηθικά υποβαθμισμένης, εποχής. Έπρεπε να δείξει την ψυχική έκπτωση και τον εσωτερικό μαρασμό, έτσι όπως τα προκαλεί με την πάροδο του χρόνου αυτή η εποχή καθώς προχωρά προς το μέλλον, την ώρα που παγιώνει με σταθερά βήματα την κυριαρχία της στο παρόν.
Στα σχετικά «αθώα» 40’ς, ο μοραλιστικός σχετικισμός, εμφανιζόταν και λίγο σαν φυσική αντίδραση μετά από ένα πόλεμο που άφηνε παντού πίσω του συντρίμμια, υλικά αλλά και πνευματικά. Αυτά τα τελευταία ήταν τα απομεινάρια των λογοκρατικών θεωριών και του ανθρωποκεντρικού ουμανισμού. Την κατάρρευση των ιδανικών, όμως, δεν τη διαδέχθηκαν νέα αξιακά προτάγματα αλλά η εγκαθίδρυση της αστικής ψυχρότητας και της ωφελιμιστικής παντοκρατορίας. Ταυτόχρονα το «κακό» σχηματοποιήθηκε στην έννοια της, απαλλαγμένης από φραγμούς, αναρχίας του κεφαλαίου που επιτρέπει στον εαυτό της τα πάντα (εδώ προσωποποιημένη από ένα μεφιστοφελικό Τζον Χιούστον, μια εμβληματική φιγούρα του νουάρ από τη στιγμή που τού αποδίδεται η πρώτη δημιουργία του είδους: το εμβληματικό Maltese Falcon).
Στο πλαίσιο αυτό, ο υπαρξιακός τρόμος του Chinatown διαδέχεται φυσιολογικά την παράδοση του νουάρ, όχι για να την ανατρέψει αλλά για να τη συμπληρώσει ιδανικά, προσθέτοντας το μοιρολατρικό «λιθαράκι» μιας επαυξημένης αγωνίας και απόγνωσης. Ό,τι στα ασπρόμαυρα φιλμ έμοιαζε επώδυνο, σκληρό, αλλά ίσως περαστικό, και γι’ αυτό όχι απόλυτα αβάσταχτο, σαν ένα μεσοδιάστημα που έπρεπε να διανυθεί προκειμένου να ξαναβρεί ο άνθρωπος την ανθρωπιά του, στην έγχρωμη εκδοχή του Ρομάν Πολάνσκι, αποκρυσταλλώνεται σε απροσμάχητη πραγματικότητα. Κι ό,τι διέλυε τη συλλογική οντότητα με τη διχαστική του επενέργεια, στρέφεται τώρα προς τον πυρήνα του ατόμου για να το αποδιαρθρώσει ολοκληρωτικά: η διαβρωτική υποψία πως είμαστε μόνοι και ανίσχυροι απέναντι στις τυφλές, μηχανιστικές, ακατάληπτες δυνάμεις ενός σύγχρονου κόσμου που διαφεύγει αέναα, τόσο από τον έλεγχο όσο κι από τις εκτιμήσεις μας. Στο τέλος δεν μένει παρά η αποδοχή.
Το μεγαλείο του αριστουργήματος του Πολάνσκι, όμως, βρίσκεται αλλού. Στο ότι σε κάνει να εξοργίζεσαι μ’ αυτή την αποδοχή, να θέλεις να τη συντρίψεις με όλες τις εφήμερες, μικρές, ασήμαντες προσωπικές σου δυνάμεις. Κι αυτή η μικρή ατομική οργή, «σπάει» τον σιδερένιο κλοιό του φαταλισμού που τελικά δεν ωφελεί παρά την καταπίεση οποιασδήποτε μορφής. Αν το Chinatown έρχεται κάπου σε ρήξη με το ένδοξο παρελθόν του είδους, είναι με την αποφασιστικής σημασίας ατάκα του φινάλε που ενώ παροπλίζει τον ήρωα, εξωθώντας τον στον συμβιβασμό, σπρώχνει εσένα ως θεατή στην αντίπερα όχθη, προτρέποντας σε να μην ανεχθείς αυτό που οι άλλοι, χαμένοι στο λαβύρινθο της ιδιοτέλειας και της καθημερινής τους διαφθοράς, ανέχονται: την αδικία. Ένα τέλος που δεν αποκαθιστά την ηθική τάξη, δεν τιμωρεί, δεν λυτρώνει, αλλά παρόλα αυτά και ίσως εξαιτίας τους, απευθύνει μια ταραγμένη έκκληση για ελευθερία και δικαιοσύνη, απαράμιλλη στα χρονικά του νουάρ.