Μεταφρασμένος τίτλος: «Το μεγάλο φαγοπότι”
Σκηνοθεσία: Μάρκο Φερέρι
Παίζουν: Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, Φιλίπ Νουαρό, Ούγκο Τονιάτσι, Μισέλ Πικολί
Διάρκεια: 135΄
Έτος: 1973
«Αν δεν φας, δεν θα πεθάνεις»
Ο Ούγκο επισημαίνει το απόλυτο παράδοξο
Τέσσερις φίλοι, ο Ούγκο, ο Μαρτσέλο, ο Φιλίπ και ο Μισέλ, μαζεύονται σε μια έπαυλη με στόχο να φάνε του σκασμού. Κυριολεκτικά. Να φάνε τόσο πολύ που να πεθάνουν. Ένα μεγάλο φαγοπότι ασυδοσίας και ηδονής, απόλυτης διονυσιακής παρακμής στο οποίο αφήνονται έρμαια των παρορμήσεων τους και των σεξουαλικών ορέξεων έχοντας και την πρόσκαιρη συνοδεία ιερόδουλων. Είναι το 1973, εν μέσω μιας ταραχώδους δεκαετίας στην οποία άνθισε στην Ιταλία κι όχι μόνο, ο πολιτικός κινηματογράφος και η ταξική κριτική. Στο μικροσκόπιο φυσικά η αστική τάξη, η μπουρζουαζία και τα χτυπήματα είναι αμείλικτα. Ένα χρόνο νωρίτερα ο Λουίς Μπουνιουέλ σκιαγράφησε με τη γνωστή γλυκόπικρη σουρεαλιστική φινέτσα του τη διακριτική γοητεία μιας παρακμάζουσας μπουρζουαζίας, αλλά ο Μάρκο Φερέρι προχωράει ένα βήμα παραπάνω και δεν χαρίζει κάστανα. Τραβάει το σκοινί στα άκρα και το σπάει.
Τέσσερις άνθρωποι σύμβολα μιας εποχής, τέσσερις ηθοποιοί ογκόλιθοι του ευρωπαϊκού κινηματογράφου, και το πορτρέτο μιας τάξης που έχει φτάσει σε ψυχολογικό τέλμα. Το συναισθηματικό αδιέξοδο, το ιδεολογικό κενό, το βάρος των προσδοκιών, η διάψευση των ιδεατών και η ήττα από το σαρωτικό χρόνο του οποίου το πέρας απλώς επιδεινώνει την κατάσταση. Ο δρόμος της αυτοκαταστροφής που επιλέγουν δεν είναι τυχαίος. Θα μπορούσαν να επιλέξουν μια συντομότερη οδό αυτοχειρίας, όμως προτιμούν την οδό που αρμόζει καλύτερα στον ασφυκτικό τρόπο ζωής τους, στις ενοχές τους και στις κενές νοήματος ανέσεις τους, αυτόν της αφθονίας. Μια αφθονία που όχι μόνο δεν φέρνει την ευτυχία, αλλά δεν μπορεί να λειτουργήσει ούτε καν ως βάλσαμο. Δεν επουλώνει πληγές, δεν σε κάνει να ξεχάσεις. Αντιθέτως αναδεικνύει την προβληματική ύπαρξη των τεσσάρων φίλων και την αδυναμία τους να αντλήσουν αληθινή ευχαρίστηση από την καθημερινότητά τους, από τις επιλογές τους, από την ίδια τους τη ζωή.
Σαν σε ρωμαϊκό όργιο προσπαθούν να ικανοποιήσουν τη σάρκα τους μέχρι που η ίδια τους η σάρκα να κορεστεί, να τσιτώσει, να σπάσει και να τους προδώσει. Το μοναδικό ιδεώδες στο οποίο φαίνονται πιστοί και κουβαλούν ως σημαία τους μοιάζει να είναι αυτό του τέλους που οι ίδιοι επιλέγουν. Και το διαλέγουν μ’ έναν τρόπο τελεσίδικο σαν μην τους είχε απομείνει καμιά άλλη επιλογή.
Δεν είναι μια ταινία εύκολη. Δεν είναι εύπεπτη. Το ατελείωτο φαγοπότι, η κατάχρηση και η απύθμενη λαγνεία προκαλούν στον ίδιο το θεατή συναισθήματα κορεσμού και αηδίας. Κάτι που ξεκινάει ως παιχνίδι, έως και γοητευτικό, καταλήγει σε έναν επαναλαμβανόμενο εφιάλτη ο οποίος απαλύνεται μονάχα εν μέρει από τις γερές δόσεις μαύρου χιούμορ. Δεν μπορεί να γίνει κι αλλιώς, όμως. Επιλογή υπήρχε κάποτε. Όχι τώρα.