Reviews H περιφρόνηση (Le Mépris, 1963)

13 Σεπτεμβρίου 2022 |

0

H περιφρόνηση (Le Mépris, 1963)

Σκηνοθεσία: Ζαν-Λυκ Γκοντάρ

Παίζουν: Μισέλ Πικολί, Μπριζίτ Μπαρντό, Φριτς Λανγκ, Τζακ Πάλανς

Διάρκεια: 101’

Κινηματογραφικό πλατό, η κάμερα στις ράγες, ένα πλάνο τράβελινγκ, μια κοπέλα περπατά προς το μέρος μας, σταδιακά νομίζει κανείς πως ολόκληρη η ταινία έρχεται καταπάνω μας. Την ίδια στιγμή, ακούμε τον σκηνοθέτη, με σχεδόν περίλυπη φωνή, να εκφωνεί το καστ και τους συντελεστές της ταινίας. Ο κάμεραμαν (ο διευθυντής φωτογραφίας της ταινίας, Ραούλ Κουτάρ) στρέφει τον φακό στον θεατή, την ίδια στιγμή που ο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ δίνει τον χρησμό: «Το σινεμά υποκαθιστά στο βλέμμα μας έναν κόσμο που βρίσκεται σε αρμονία με τις επιθυμίες μας. Η Περιφρόνηση είναι η ιστορία αυτού του κόσμου». Η γκονταρική κοσμοθεωρία δεν χρειάζεται παραπάνω από δύο λεπτά για να ξεδιπλωθεί: το σινεμά είναι ζωή, αλλά όχι η δική μας ζωή. Αντιθέτως (παρεμπιπτόντως, η λέξη που ζήτησε ο JLG να γραφτεί στον τάφο του), το σινεμά ζει και αναπνέει σε έναν παράλληλο κόσμο, εξίσου χειροπιαστό με τον δικό μας, που υπακούει όμως στους δικούς του κανόνες. Και σε κάποια στιγμή, είναι σχεδόν αδύνατο να αποφανθείς ποιος από τους δύο κόσμους είναι πιο «πραγματικός».

Αμέσως μετά, βυθιζόμαστε σε μια εικόνα ερωτικής οικειότητας που κρύβει κάτι ανολόγητο και σκοτεινό κάτω από τα σκεπάσματα. Ένα πηχτό κόκκινο, αδιαπέραστο, σχεδόν σαν αίμα, παρέα με τη μουσική του Ζορζ Ντελερί, δίνουν τον πένθιμο τόνο. Ένα ανδρόγυνο χαζολογά στο κρεβάτι, αλλά στην πραγματικότητα κάνει πρόβα χωρισμού. Η πανέμορφη γυναίκα ζητά συνεχώς επιβεβαίωση για το αψεγάδιαστο κορμί της, ενώ ο άνδρας καταφεύγει στην αμήχανη κολακεία. Πολύ σύντομα, οι ρόλοι θα αντιστραφούν: εκείνος θα αρχίσει να αναρωτιέται αν η αγάπη τους έχει ακόμη λίγο σφυγμό. Φυσικά, όσο περισσότερο παλεύει κανείς να αρνηθεί το μοιραίο και το προφανές τόσο γρηγορότερα φέρνει στο φως όλα όσα είχαν μείνει βολικά στο σκοτάδι. Παρατηρώντας, πάντως, αυτή την τόσο μελετημένη και υποβλητική σκηνή (που περνά από τις κατακόκκινες αποχρώσεις σε ένα παγωμένο λευκό φως και από εκεί σε ένα ναρκοληπτικό μπλε), δύσκολα υποθέτει κανείς πως πρόκειται για μια έκτακτη προσθήκη που απαίτησαν οι παραγωγοί της ταινίας.

Η Περιφρόνηση υπήρξε η πιο μεγαλεπήβολη παραγωγή σε ολόκληρη την γκονταρική φιλμογραφία, με την ένταξη της Μπριζίτ Μπαρντό στο καστ να εκτινάσσει τον προϋπολογισμό στα ύψη. Φυσικά, ο παραγωγός Κάρλο Πόντι δεν ήταν διατεθειμένος να ξεχειλώσει το μπάτζετ χωρίς αντίκρισμα. Αγανακτισμένος από τις ανύπαρκτες ερωτικές-γυμνές σκηνές, ο Πόντι ζήτησε να προστεθεί μια ηδονοβλεπτική πινελιά για να εκμεταλλευτεί τον σεξουαλικό δυναμίτη της Μπαρντό. Ο Γκοντάρ, σε μία από τις ελάχιστες στιγμές όπου συμβιβάστηκε με τα «θέλω» κάποιου άλλου, αγκυροβολεί μεν την κάμερα στα κάλλη της Μπε-Μπε, αλλά προσδίδει στη σκηνή έναν τόνο λυπητερό, σχεδόν νεκρικό. Η κεντρική πλοκή του Le Mépris (μεταφορά του μυθιστορήματος Il Disprezzo [1954] του Αλμπέρτο Μοράβια) περιστρέφεται γύρω από έναν δουλοπρεπή σεναριογράφο (Μισέλ Πικολί) που κάθεται σούζα μπροστά στον χυδαίο παραγωγό (Τζακ Πάλανς), ο οποίος τον έχει προσλάβει για να σουλουπώσει το καλλιτεχνικό όραμα ενός σκηνοθέτη (ο Φριτς Λανγκ υποδύεται τον εαυτό του) που έχει αναλάβει με τη σειρά του να μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη την Οδύσσεια του Ομήρου.

Η σύζυγος του σεναριογράφου (Μπαρντό) τον συνοδεύει τόσο στην πρώτη γνωριμία με τον παραγωγό όσο και στα γυρίσματα, νιώθοντας συνεχώς πως ο άντρας της τη χρησιμοποιεί ως ερωτικό δόλωμα για να καλοπιάσει τον παραγωγό. Η σύζυγος, λοιπόν, μεταμορφώνεται σε Πηνελόπη, μόνο που στη συγκεκριμένη περίπτωση ο Οδυσσέας όχι απλώς δεν ξεπαστρεύει τους μνηστήρες, αλλά φτάνει στο σημείο να υπονοήσει ότι η απιστία της Πηνελόπης πυροδότησε αυτή την ιστορία περιπλάνησης και νόστου. Την ίδια στιγμή, η σύζυγος του σεναριογράφου περιγράφει υποτιμητικά και απλοϊκά την Οδύσσεια ως «μια ιστορία για έναν άνδρα που ταξιδεύει όλη την ώρα». Όπως είναι φανερό, το χάσμα είναι αγεφύρωτο και ο λόγος είναι ξεκάθαρος: τα ζευγάρια, οι άνθρωποι, ο κόσμος ολόκληρος, έχουν απομακρυνθεί από τη συνεκτική δύναμη του μύθου. Κι ως γνωστόν, χωρίς την παραίσθηση και την ανακούφιση του μύθου, οι άνθρωποι έρχονται αντιμέτωποι με την αμείλικτη ζωή που δεν χαμπαριάζει από ηθικά χρέη και ύβρεις.

Η Περιφρόνηση πυροδοτεί ένα ατελείωτο ντόμινο από μεταμορφώσεις και μεταμφιέσεις, όπου το καθετί χάνει (ή και επιβεβαιώνει) το αληθινό του νόημα. Με πρώτη και καλύτερη στη λίστα τη μελαχρινή περούκα που φορά η σύζυγος του σεναριογράφου, η οποία δρα ως παραμορφωτικός καθρέφτης σε πολλαπλά επίπεδα. Αρχικά, απογυμνώνει την αληθινή Μπαρντό από το γνώριμο look της ξανθιάς σεξοβόμβας. Έπειτα, καθρεφτίζει την απόπειρα της ηρωίδας να απεκδυθεί τον παλιό της εαυτό (μια πρώην γραμματέας που δεν μπορεί να αρθρώσει λόγο για «σημαντικά» θέματα) και να ανέβει επίπεδο τόσο στα δικά της όσο και στα μάτια των άλλων.

Επιπλέον, η μελαχρινή μεταμόρφωση φέρνει αναπόφευκτα στο νου την Άννα Καρίνα, τότε σύζυγο του Γκοντάρ, ο οποίος έβλεπε τον γάμο του να βρίσκεται στο πρόθυρα της κατάρρευσης. Λίγο νωρίτερα, εξάλλου, το ζευγάρι της ταινίας κοντοστέκεται μπροστά στην αφίσα της ταινίας Vivre Sa Vie, με πρωταγωνίστρια την Καρίνα, που είχε γυρίσει ο Γκοντάρ ένα χρόνο νωρίτερα. Με άλλα λόγια, ο έρωτας του Γκοντάρ με την Καρίνα μπορεί πλέον να επιβιώσει μονάχα ως σεναριακή αναλαμπή και όχι ως βιωμένη πραγματικότητα.

Την ίδια στιγμή, ο σεναριογράφος φορά συνεχώς ένα καπέλο, ακόμη και μέσα στην μπανιέρα, προσπαθώντας -όπως λέει ο ίδιος- να μοιάσει στον Ντιν Μάρτιν στην ταινία Some Came Running (1958) του Βινσέντε Μινέλι. Χωρίς να το αντιλαμβάνεται, καταλήγει αμήχανο κακέκτυπο σε μια παιδιάστικη ονείρωξη. Η αρρενωπότητα δεν είναι παρά μια ξεπερασμένη ματαιοδοξία και το φαντασιακό του σινεμά δεν μπορεί ποτέ να επιβιώσει στην πραγματικότητα, μας υπενθυμίζει ο Γκοντάρ. Διόλου τυχαία, πάντως, ο μόνος ήρωας που διατηρεί ακέραιο το ηθικό και πνευματικό του φορτίο είναι ο Φριτς Λανγκ, ο οποίος ενσαρκώνει μια ξεπερασμένη και ετοιμοθάνατη ακεραιότητα.

Η Περιφρόνηση είναι ευδιάκριτα χωρισμένη σε τρεις πράξεις, με σημείο αφετηρίας μια ερημωμένη Cinecittà, ένα επιβλητικό σκηνικό που αντανακλά τη μόνιμη και αθεράπευτη φοβία του Γκοντάρ: τον θάνατο του σινεμά, το τέλος των ψευδαισθήσεων, την υποταγή του κινηματογράφου στο εμπόριο της εικόνας. Στη συνέχεια, ακολουθεί μια αδιανόητα μεγάλη σεκάνς εσωτερικού χώρου, όπου χάνεται οριστικά η όποια συνοχή και αλληλοεκτίμηση είχε απομείνει ανάμεσα στο ζευγάρι. Παραδομένοι σε έναν ιψενικό κανιβαλισμό, οι δύο ήρωες επαναλαμβάνουν το ίδιο ατέρμονο λάθος: υποκύπτουν στην ύπουλη γοητεία της κατρακύλας, αδυνατούν να τραβήξουν φρένο, να βάλουν μία άνω τελεία. Ο Γκοντάρ αποτυπώνει όλες τις εναλλαγές ισχύος στην ψυχολογική σκακιέρα, με όπλο την (περίκλειστη) γεωγραφία του διαμερίσματος. Και μεταδίδει μια τόσο αβίαστη ροή και φυσικότητα που σχεδόν ξεγελιόμαστε πως όσα βλέπουμε εξελίσσονται σε πραγματικό χρόνο.

Πράξη τρίτη και μοιραία στην περίφημη Casa Malaparte, στο Κάπρι της Ιταλίας, σε μια έπαυλη που θυμίζει ναό των Ίνκας ή των Αζτέκων σχεδιασμένο από κάποιον αρχιτέκτονα της Art Deco. O Γκοντάρ, κινηματογραφώντας για πρώτη φορά σε σινεμασκόπ, εκμεταλλεύεται κάθε σπιθαμή του χώρου, φτιάχνοντας μια χαμένη Εδέμ που καταλήγει να μοιάζει με αδιαπέραστη φυλακή. Από το διαμέρισμα που διαστέλλεται μεταφερόμαστε σε πνιγηρούς αδειανούς χώρους, όπου οι άνθρωποι εκμηδενίζονται, μοιάζοντας ασήμαντες κουκίδες σε έναν αδιάφορο ορίζοντα. Τελικός σταθμός, φυσικά, η επικύρωση του τίτλου, η σκληρή περιφρόνηση που εξαπολύει η γυναίκα ως εξέγερση απέναντι στην υπόγεια βία που της έχει ασκηθεί.

Ο Πικολί, ισορροπώντας σε εκείνο το μεγαλειώδες σημείο ανάμεσα στη συντριβή και στην αυταρέσκεια, γίνεται το πληγωμένο και πλανεμένο αρσενικό που καταρρέει μπροστά στην απαξίωση, αλλά αρνείται πεισματικά να κάνει την οποιαδήποτε αυτοκριτική. Αναπόφευκτα και μοιραία, εισπράττει τη χειρότερη δυνατή τιμωρία. Διότι η περιφρόνηση, αυτός ο ανίκητος αντίπαλος (δείτε το The Duelists [1971] του Ρίντλεϊ Σκοτ και θα μας θυμηθείτε), μπορεί να γεννήσει ως απάντηση μονάχα το αυτομαστίγωμα ή την οργή. Ο Γκοντάρ συγχωνεύει ζωή και τέχνη, βουτά στα σωθικά του σινεμά, σκίζει το δέρμα του μύθου, αυτομαστιγώνεται στα κρυφά για τα λάθη και τις παραλείψεις του, μα πάνω απ’ όλα θρηνεί για την αγιάτρευτη αδυναμία των ανθρώπων. Που είναι αιώνια καταδικασμένοι να γκρεμίζουν μονομιάς ό,τι έχτισαν με κόπο, αγάπη και υπομονή.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑