Reviews The Cook, the Thief, His Wife & Her Lover

5 Απριλίου 2021 |

0

The Cook, the Thief, His Wife & Her Lover

Σκηνοθεσία: Πήτερ Γκρίναγουεϊ

Παίζουν: Μάικλ Γκαμπόν, Έλεν Μίρεν, Ρίτσαρντ Μπόρινγκερ, Άλαν Χάουαρντ, Τιμ Ροθ

Διάρκεια: 124’

Tριάντα και βάλε χρόνια μετά την πρώτη προβολή του, το ενοχλητικό και βλάσφημο αριστουργήμα του Πήτερ Γκρίναγουεϊ διατηρεί στο ακέραιο τη δύναμή του να σοκάρει. Μια ταινία σαν αυτή, που ισοδυναμεί με ολοκληρωτική επίθεση στον κομφορμισμό, δεν μπορείς να την ξεφορτωθείς έτσι απλά. Ο Ρότζερ Ίμπερτ έγραφε τότε ότι, σε αντίθεση με τα άλλα φιλμ του Γκρίναγουεϊ, τα πολύ πιο εγκεφαλικά, αυτό εδώ έγινε με λύσσα και θυμό. Είχε απόλυτο δίκιο. Το The Cook, The Thief, His Wife & Her Lover είναι ένα έργο οργισμένο. Ένα έργο με δόντια που τρίζουν και σφιγμένη γροθιά. Κι ας μας ξεγελάει, αρχικά, η καλλιέπεια της κατασκευής του, αφού την καλλιτεχνική φροντίδα την αποδίδουμε συχνά στη σίγουρη ηρεμία ενός ικανοποιημένου πνεύματος.

Οι μεγάλοι δημιουργοί κάνουν μετάγγιση της άρνησης στη φόρμα. Την αφήνουν να κυκλοφορεί εκεί, σαν δηλητήριο στο αίμα. Η άρνηση παραμένει άρνηση, αλλά, καθώς διαχέεται στο αισθητικό αντικείμενο, μετατρέπεται σε σύμβολο, σε σημείο που η φαινομενική του αταραξία μπορεί να κρύβει τρικυμίες. Πρέπει ο θεατής να διανοίξει τη σημασία του, και κατακτώντας την, να τη μετατρέψει σε κίνητρο της δικής του εξέγερσης. Γι’ αυτό οι μεγάλες αλληγορίες είναι, κατ’ ουσίαν, ευγενικές. Δεν ξεσηκώνουν, δεν υποκινούν τη μαζική υστερία ή τους αλαλαγμούς του πλήθους. Αυτή είναι δουλειά της προπαγάνδας και της πολιτικής. Η τέχνη απλώς αποκαλύπτει, δουλεύοντας τον υπαινιγμό και το υπονοούμενο.

Η ταινία του Γκρίναγουεϊ σπρώχνει τον φορμαλισμό στα όριά του. Τίποτα δεν είναι ρεαλιστικό, το στιλιζάρισμα στο λόγο, τα κάδρα, τα κουστούμια (του Ζαν Πωλ Γκοτιέ, παρακαλώ) και τους χώρους, είναι τόσο έντονο που σε υποχρεώνει να αποσπάσεις την ιστορία από το πραγματικό πλαίσιό της και να την αντιμετωπίσεις σαν παραβολή. Παραβολή για τις αντικοινωνικές πολιτικές, την καταναλωτική μανία της μεσαίας τάξης (ο κόσμος έχει μετατραπεί σε ένα τεράστιο εστιατόριο και οι κοινωνικές κατηγορίες σουλατσάρουν ανάμεσα στην τραπεζαρία, την κουζίνα, τις τουαλέτες και το γκαράζ), τον εκκολαπτόμενο νέο-συντηρητισμό.

Ο Άλμπερτ Σπίκα, αυτός ο αδιανόητα φλύαρος gangster δεν είναι απλά ένας λαίμαργος πατρίκιος, αν και η καταγωγή του, είναι ξεκάθαρα αστική. Αυτό μαρτυρά η μανία του να γευματίζει με γκουρμέ φαγητό, να μαθαίνει καλούς τρόπους στα τσιράκια του (μάταια) και να επιδεικνύει μια βαρυφορτωμένη σολοικισμούς ευγλωττία, εντελώς παράταιρη, δεδομένης της φρικαλέας συμπεριφοράς του. Οι προσπάθειές του αυτές είναι, βέβαια, καταδικασμένες στην αποτυχία. Καταντάει περισσότερο γελοίος όταν καμώνεται τον ευγενή. Και ξέρει κι ο ίδιος πως ο ρόλος αυτός δεν του πηγαίνει.

Ο Σπίκα είναι ο τερατώδης στην άγνοιά του, εξοργιστικά επιφανειακός και απροκάλυπτα κτηνώδης με τους γύρω του, προνομιούχος που, καθώς ξεφορτώνεται και τα τελευταία παραφερνάλια της μισοπεθαμένης ιδεολογίας που τον κατασκεύασε, γίνεται ρατσιστής και μισαλλόδοξος. Ο Γκρίναγουεϊ, καθόλου τυχαία, τον βάζει να αναφέρεται με προσβλητικά σχόλια στους Εβραίους, τους μαύρους και τους διανοούμενους (απευθυνόμενος στον εραστή της γυναίκας του, που διαβάζει στο τραπέζι του φαγητού, επιμένει σαρκαστικά ότι το «βιβλίο δεν μπορείς να το μαγειρέψεις»), σε λογύδρια μίσους που φανερώνουν την τραγελαφική του αμβλύνοια.

Γι’ αυτόν, όσοι αντί να τρώνε, διαβάζουν, είναι άχρηστοι και επικίνδυνοι. Καταδικάζοντας την κουλτούρα, ο Σπίκα επιβάλλει τον δικό του νόμο: της βίας και του τραμπουκισμού. Και, φυσικά, το εστιατόριο τού ανήκει, αφού κανείς δεν έχει το σθένος να υψώσει ανάστημα απέναντί του. Οι αδύναμοι θαμώνες τον νομιμοποιούν με την ανοχή τους. Του παραχωρούν το δικαίωμα να μεταχειρίζεται το περιβάλλον, ανθρώπους και αντικείμενα, όπως του κάνει κέφι.

Η γυναίκα του, μπουχτισμένη και παθητική, μπλέκεται κάτω από τη μύτη του, σε μια ερωτική περιπέτεια με τον βιβλιοφάγο λογιστή. Αναρωτιέται ο Γκρίναγουεϊ: είναι το σεξ μια μορφή αντίστασης; Η μοιχεία της Τζωρτζίνα είναι σίγουρα μια πράξη εξέγερσης. Άλλωστε ο άντρας της, ιδιαίτερα απασχολημένος καθώς είναι με το να καταβροχθίζει συνεχώς, πάει καιρός που δεν την ικανοποιεί. Κι αν, σε πρώτη ανάγνωση, το φαγητό και το σεξ ταυτίζονται (ή τουλάχιστον τα ταυτίζει ο Σπίκα, με το να γίνεται ο ίδιος, το ζωντανό παράδειγμα του άμετρου ευδαιμονισμού και της αποχαλινωμένης ηδονοθηρίας), σταδιακά οι δύο απολαύσεις θα σηματοδοτήσουν εντελώς διαφορετικές στάσεις απέναντι στα πράγματα. Η βουλιμία του Σπίκα προεξοφλεί τον επικείμενο θάνατό του.

Είναι επόμενο: όταν ύπαρξη και βρώση ταυτίζονται, καθώς γίνονται ένα μέσα στην κυκλική κίνηση παραγωγής και κατανάλωσης, το μόνο που μένει είναι καταναλωθείς, με τη σειρά σου, από τον Θάνατο για να ολοκληρωθεί η διαδικασία (ο ίδιος ο μάγειρας σε μια σημαίνουσα σκηνή στηλιτεύει τις ψευδαισθήσεις των ανθρώπων που νομίζουν ότι καταναλώνοντας «μαύρες» τροφές, «τρώνε» τον ίδιο το Θάνατο που τους απειλεί). Η ερωτική επιθυμία της Τζωρτζίνα, αντίθετα, μαρτυρά ότι είναι καταδικασμένη να ζήσει. Κόντρα σε κάθε αντιξοότητα.

Η ελεύθερη προσφορά του σώματος, η σεξουαλική αυτοδιαχείριση, αμφισβητεί κάθε μορφή εξουσίας, δυναμιτίζει το μοντέλο, τοποθετεί μια βόμβα στα θεμέλια του καταπιεστικού μηχανισμού. Η Τζωρτζίνα, έστω και ετεροχρονισμένα, επαναστατεί. Παραμένει υπεύθυνη όμως, για τη σιωπηλή ανοχή τόσων χρόνων, γι’ αυτό και δεν έχει δικαίωμα στη λύτρωση. Θα τιμωρηθεί, όχι επειδή αψήφησε το κτήνος, αλλά γιατί το έκανε στα κρυφά. Ανάμεσα στα γεύματα, με τακτικές επισκέψεις στην τουαλέτα και την κουζίνα.

Κι ο διανοούμενος εραστής της θα πληρώσει επίσης για τη δειλία του. Επειδή απολαμβάνει να μελετά τόμους και τόμους για τη Γαλλική Επανάσταση, ενώ η δική του επανάσταση αναβάλλεται επ’ αόριστον. Το θηρίο μεγαλώνει όσο δεν το πολεμάς. Κανείς δεν μπορεί να πάει κόντρα στον Σπίκα. Ούτε καν ο Γάλλος σεφ, ο εξευγενισμένος καλλιτέχνης του φαγητού που εξαντλεί τη δημιουργικότητα του στο να προσφέρει λουκούλλεια γεύματα σε ένα τσούρμο κακοποιών που δεν μπορούν να εκτιμήσουν το ταλέντο του, απλώς το αποδέχονται γιατί τους έχει επιβληθεί από έναν παλιό κώδικα αξιών.

Πράγματι, ο Σπίκα δεν βιαιοπραγεί ποτέ κατά του μάγειρα. Δεν τον συμπεριλαμβάνει στις ύβρεις του. Αυτό έχει διπλή σημασία: απ’ τη μία τα τέρατα δεν μπορούν να ξεμπερδέψουν μια και καλή με τον πολιτισμό, τον φοβούνται αόριστα, αναγνωρίζουν μια ήρεμη δύναμη που βρίσκεται εν υπνώσει (σε εποχές γενικής παρακμής) και που δεν μπορούν να ελέγξουν. Από την άλλη, τον έχουν εξοβελίσει σε έναν «ιερό» χώρο απ’ όπου δεν μπορεί να τους απειλήσει πραγματικά. Απολαμβάνουν τις δημιουργίες του, εκχυδαΐζοντάς τες απόλυτα, βρωμίζοντας καθετί που ακουμπούν με τα αδέξια χέρια και τη μιαρή γλώσσα τους. Ανάμεσα στον gangster και το μάγειρα υπάρχει μια άτυπη συμφωνία: κανείς δεν μπορεί να εξοντώσει τον άλλο, τους δένει μια σχέση αλληλεξάρτησης παρά την αμοιβαία απέχθεια.

Αν οι θεατές του 1989 είδαν στον χώρο της τραπεζαρίας, μια παρακμάζουσα τάξη που βυθιζόταν απροκάλυπτα στη λαίμαργη κακοπιστία της, οι θεατές του σήμερα οφείλουν να αναγνωρίσουν την προφητική δήλωση του Γκρίναγουεϊ: η υπεραφθονία των 80s έπλασε τυράννους και πολιτικά εκτρώματα. Εκείνοι που συνήθισαν στα εδέσματα (περισσότερο τροφή για τη ματαιοδοξία παρά για το στομάχι τους), συνήθισαν και στη βία που τα συνόδευε.

Μαζί με τα κτήνη που θριαμβολογούσαν πάνω από το κουφάρι της κουλτούρας, οι ταπεινοί, φιλήσυχοι συνδαιτυμόνες έστησαν το φρικιαστικό «τραπέζι» της σύγχρονης, παγκόσμιας κατάστασης. Οι μεν, καταβροχθίζοντας ανερυθρίαστα τα πάντα, οι δε, χαζεύοντας παθητικά το φαγοπότι, προσμένοντας τα αποφάγια. Χωρίς την ευδαιμονία των ξεχειλισμένων πιάτων, τώρα που άδειασαν οι κουζίνες, έμεινε μόνη της η βία. Γυμνή και στερημένη πλέον από επίσημο ένδυμα και δικαιολογίες. Κι αυτό εδώ είναι το μακάβριο ανέκδοτο που την αναγγέλλει.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑