Σκηνοθεσία: Καρίν Κουσάμα
Παίζει: Νικόλ Κίντμαν
Διάρκεια: 120′
Η Έριν Μπελ είναι μία αστυνομικός που διάγει την καριέρα της υπό τη σκιά της παταγώδους αποτυχίας μίας παλαιάς αποστολής παρείσφρησης σε μία συμμορία και αποτροπής μίας ληστείας. Δεκαέξι χρόνια μετά τα συμβάντα, ο αρχηγός της σπείρας επιστρέφει κουβαλώντας μαζί του όλους τους δαίμονες της διαλυμένης Μπελ και εκείνη αποφασίζει να τον σταματήσει, αψηφώντας οποιοδήποτε κόστος.
Το φιλμ της Καρίν Κουσάμα, παρότι η προώθησή του παραπλανεί, είναι μία νέο-νουάρ δραματική ιστορία που επικεντρώνεται στα δυσβάσταχτα ψυχικά φορτία. Η αφήγηση μοιράζεται ανάμεσα σε παρόν και παρελθόν και εκτυλίσσει ουσιαστικά δύο ιστορίες ταυτόχρονα. Σαν αρχαιοελληνική τραγωδία που παρουσιάζει παράλληλα την ύβρι και την αναζήτηση της κάθαρσης. Και στο βάθος όλων, παρότι κρυμμένο έξυπνα, είναι το μέλλον, υπό τη μορφή της αποξενωμένης δεκαεξάχρονης θυγατέρας της αστυνομικού. Μίας ύπαρξης που στερήθηκε την αγάπη που της έπρεπε, αλλά επέζησε. Και τώρα αποτελεί τον μόνο αληθινό ζωοδόχο άξονα της ζωής της Μπελ.
Η απόδραση της μικρής από τα σκατά στα οποία η ίδια έζησε όλη της ζωή είναι η σπουδαιότερη αποστολή της σκληροτράχηλης μητέρας, αλλά γνωρίζει ότι δε μπορεί να την οδηγήσει εκεί. Γιατί το μυαλό της είναι κατειλημμένο από την κραυγαλέα δυστυχία του ανεκπλήρωτου πόνου που βίωσε εκείνη τη σημαδιακή ημέρα. Μία ιστορία από την οποία πρέπει πάση θυσία να απαλλαγεί, προκειμένου να βάλει ένα τέλος και να μπορεί να κοιτάξει το φως της ημέρας μέσα από τα πρησμένα μάτια της.
Παρότι η ιστορία δεν βρίθει πρωτοτυπίας και τα σεναριακά ατοπήματα, ιδίως υπό τη μορφή παράλογων διευκολύνσεων για την εξέλιξη της πλοκής δεν λείπουν, η ταινία της Αμερικανίδας δημιουργού έχει μία έντονη εσωτερική πυγμή, βρίσκει τον τρόπο να παραμείνει πάνω στις ράγες ακόμα και όταν πλησιάζει δραματικά κοντά στον εκτροχιασμό. Η επιτυχημένη σκοτεινή απεικόνιση του τοπίου που αντανακλά τον τσακισμένο ψυχισμό της πρωταγωνίστριας, η μαεστρική εναλλαγή του χρονικού σημείου της αφήγησης που διατηρεί το ενδιαφέρον ακόμα και όταν ο θεατής αντιλαμβάνεται την νουαρίζουσα κατεύθυνσή της και ο φαταλισμός πίσω από κάθε στάση στις προσπάθειες της Μπελ διασώζουν τις αδυναμίες της πλοκής.
Στο κέντρο κάθε κάδρου είναι η Νικόλ Κίντμαν έχοντας υποστεί μία δριμεία μεταμόρφωση η οποία αποτελεί επί της αρχής το μεγάλο στοίχημα της ταινίας. Ενώ λοιπόν η πεπειραμένη και τελούσα σε καλό φεγγάρι ηθοποιός αδιαμφισβήτητα προσηλώνεται στο δραματικό βάρος της αντι-ηρωίδας που ενσαρκώνει, τα προσθετικά και το μακιγιάζ διατηρούν τον πρώτο λόγο, στερώντας πιθανώς από την Κίντμαν μία καθολική προσέγγιση και μία σπουδαία ερμηνεία. Σημειωτέον ότι και το μοναδικό Όσκαρ της το έχει κερδίσει «μεταμφιεσμένη» σε Βιρτζίνια Γουλφ με σημαντική τοποθέτηση προσθετικών. Σε κάθε περίπτωση, είναι καλοδεχούμενη εξέλιξη η θέση μίας γυναίκας στην εμπροσθοφυλακή μίας παραδοσιακά θεωρούμενης αντρικής κινηματογραφικής απεικόνισης και η ποιότητα της συγκεκριμένης είναι τέτοια ώστε να στηρίζει πλήρως την επιλογή.
Το Destroyer είναι ένα μείγμα ειδών –νουάρ ψυχοδράματος, αστυνομικού θρίλερ και περιπέτειας κυρίως- και πάνω από όλα μία γεμάτη κινηματογραφική εμπειρία. Η Κουσάμα, όπως έδειξε και με το The Invitation του 2015, είναι μία δημιουργός που γνωρίζει καλά το εγχειρίδιο χρήσης του συναισθηματικού κόσμου του κοινού. Εξ ου και δύναται να διαχειρίζεται τις ανατροπές της ιστορίας της με τρόπο που δεν την καθιστά υποχείριο αυτών. Το έργο της έχει τη δική του αξία ακόμα και αν κανείς έχει αντιληφθεί κάθε μικρή τροπή από τα πρώτα λεπτά, γιατί η ουσία του δε βρίσκεται στην κατάληξη, αλλά στη συναισθηματική και ψυχική μετάβαση προς αυτήν.