Σκηνοθεσία: Μαρκ Γουέμπ
Παίζουν: Τζόζεφ Γκόρντον – Λέβιτ, Zόι Ντεσανέλ
Διάρκεια: 95′
Το επίσημο καλεντάρι του καλοκαιριού περιλαμβάνει 92 μέρες. Ωστόσο, παρά την αμείλικτη αντικειμενικότητά του, ο χρόνος είναι κατά βάση μέγεθος βιωματικό. Κάποιες φορές λοιπόν, το καλοκαίρι μπορεί να διαρκέσει λίγο παραπάνω. Να φτάσει, ας πούμε, τις 500 μέρες, ούτε μία περισσότερη ούτε μία λιγότερη. Γιατί τόσα ακριβώς ήταν τα ξημερώματα και τα δειλινά που έζησε ο Τομ (Τζόζεφ Γκόρντον-Λέβιτ) στο πλευρό της Σάμερ (Ζόι Ντεσανέλ), στο ατελείωτο καλοκαίρι της ζωής του.
Ο Τομ, όπως κάθε κεραυνοβόλα ερωτευμένος, είδε τον χρόνο να διαστέλλεται και να συστέλλεται σαν ακορντεόν, να ξεγλιστρά από το πριν και το μετά, μετατρέποντας την κάθε ανάμνηση και προσμονή σε ένα ατελείωτο τώρα. Όπως εκείνη τη μαγική στιγμή που θα ακούσεις την κοπέλα (ή το αγόρι) δίπλα σου, στη μονότονη και αμήχανη διαδρομή του ασανσέρ, να σιγομουρμουράει το τραγούδι που ακούς ξανά και ξανά, πείθοντας τον εαυτό σου πως κανείς άλλος δεν μπορεί να καταλάβει την -τόσο ξεχωριστή και μοναδική- ευαισθησία σου.
Γι’ αυτό ακριβώς ο έρωτας λειτουργεί σαν πυρηνική σχάση, εκμηδενίζοντας την απόσταση ανάμεσα στη μονάδα και στο «εγώ και εσύ» σε κλάσματα δευτερολέπτου. Ο Τομ έχασε και ξαναβρήκε τον εαυτό του αυτοστιγμεί μονό και μόνο για να αντιληφθεί τελικά ότι όλα είναι κύκλος: θα βιώσει κι αυτός τη συναισθηματική ενηλικίωση, εκεί όπου μαθαίνουμε όλοι μας να διαχειριζόμαστε τις ήττες του παρελθόντος και να απολαμβάνουμε τις μικρές μάταιες νίκες της καθημερινότητας. Μέχρι τότε όμως, έχει λίγο ακόμη καιρό μπροστά του για να μπερδέψει το εφήμερο με το παντοτινό.
Ο έρωτας, ανισοβαρής από τη φύση του, αγαπά την ανισορροπία. Ακόμη και όταν τη νιώθεις απόλυτα αμοιβαία και διπλής κατεύθυνσης, η καψούρα δεν είναι ποτέ ευθυγραμμισμένη. Με άλλα λόγια, ο έρωτας του Τομ είναι πολύ πιο δυνατός και επίμονος από εκείνον της Σάμερ. Γι’ αυτό και το καλοκαίρι που θα ζήσει θα αποδειχθεί τόσο πλήρες, περιδιαβαίνοντας όλες τις εποχές. Τα ολάνθιστα πρώτα φιλιά και τις ανοιξιάτικες βόλτες της γνωριμίας. Τα μεσημέρια του πάθους και την καλοκαιρινή ραστώνη της σιγουριάς. Τα φθινοπωρινά πρωτοβρόχια της αμφιβολίας, μόλις η επιθυμία και το ενδιαφέρον αρχίσουν να χάνουν φύλλα. Τη βαρυχειμωνιά και την ψύχρα του τέλους.
Ο Τομ βλέπει με μάτια γουρλωμένα τη ζωή του όλη να στροβιλίζεται γύρω από τη Σάμερ. Κι όταν εκείνη αποφασίσει να αλλάξει τροχιά, τι θα απογίνει ο Τομ, χωρίς κέντρο βάρους; Μάλλον θα γίνει λίγο πιο αυτόφωτος και αυτάρκης, ιδίως μόλις ανακαλύψει πως τα κέρδη από την αγάπη του για τη Σάμερ ήταν πιο πολύτιμα από ένα απλό άθροισμα από όμορφες στιγμές. Στην πραγματικότητα, η έλξη, η συντροφικότητα και η λαχτάρα δεν οφείλονται ποτέ μόνο στα κοινά χούγια, ερεθίσματα και γούστα ή στην ψευδαίσθηση μιας βαθύτερης επαφής. Ούτως ή άλλως, η βιτρίνα του αρχικού αλληλο-εντυπωσιασμού περισσότερο αποκρύπτει παρά φανερώνει όσα πρέπει να γνωρίζουμε ο ένας για τον άλλο. Το πώς και το γιατί ερχόμαστε κοντά και μετέπειτα απομακρυνόμαστε εξακολουθεί ευτυχώς να αντιστέκεται στην απόλυτη εκλογίκευση. Η ανθρώπινη χημεία θα κρύβει πάντα μέσα της ένα άλυτο μυστήριο και μια ανεξήγητη παρόρμηση. Κάπως έτσι, οι ιστορίες αγάπης εξακολουθούν να αναβλύζουν αγάπη, ακόμη κι όταν αυτή έχει φύγει για άλλες αγκαλιές.