Σκηνοθεσία: Ρόμπερτ Ζεμέκις
Παίζουν: Τζόζεφ – Γκόρντον Λεβίτ, Μπεν Κίνγκσλεϊ, Σαρλότ Λε Μπον, Κλεμάν Σιμπονί
Διάρκεια: 123′
Μεταφρασμένος τίτλος “Βόλτα στο Κενό”
Η ιστορία του Φιλίπ Πετί, παράτολμου σχοινοβάτη που αποφάσισε, πριν από περίπου 40 χρόνια, να διασχίσει την απόσταση μεταξύ των δίδυμων πύργων της Νέας Υόρκης πάνω σε ένα συρματόσκοινο, αποτελεί πρώτης τάξεως κινηματογραφικό υλικό. Το «καλλιτεχνικό έγκλημα του αιώνα», όπως χαρακτηρίστηκε η παράστασή του (γιατί κινήθηκε παράνομα, αψηφώντας τις απαγορεύσεις των αρχών), έδωσε στον σκηνοθέτη Τζέιμς Μαρς την ιδέα για ένα εξαιρετικό ντοκιμαντέρ, το Man on Wire που, το 2008, κέρδισε και το Όσκαρ στην αντίστοιχη κατηγορία.
Η περίπτωση της ταινίας του Ρόμπερτ Ζεμέκις, αυτού του συνεπούς επαγγελματία της χολιγουντιανής βιομηχανίας, είναι εντελώς διαφορετική. Ο Ζεμέκις εμπνέεται απ’ το εγχείρημα του Πετί αλλά δεν τον ενδιαφέρουν ιδιαίτερα οι ψυχολογικές προκείμενες ούτε η ολόπλευρη, ρεαλιστική καταγραφή μιας εντυπωσιακής ιστορίας υπέρβασης των ανθρώπινων ορίων, περισσότερο θαμπώνεται απ’ την μυθολογική διάσταση της υπόθεσης και -ποιητική αδεία- παραδίδει ένα σύγχρονο κινηματογραφικό παραμύθι για όλες τις ηλικίες. Το The Walk είναι προορισμένο, κυρίως, να συναρπάσει ως θέαμα. Η εσωτερική, βαθιά, «κάθετη» θα μπορούσε να πει κανείς, γνώση μιας προσωπικότητας που ανέλαβε να πραγματώσει το αδύνατο, παραμερίζεται, για να αναδειχθούν τα στοιχεία που λιγώνουν τα μάτια: η όψη, τα ύψη και οι πράξεις.
Θα ήταν άδικο, βέβαια, να υποστηρίξουμε ότι ο Ζεμέκις δεν έχει παραδώσει μια ωραία ταινία. Απλώς τον αφορά περισσότερο (και, σε σημαντικό βαθμό, και το μεγαλύτερο μέρος του κοινού του) η φωτεινή πλευρά, αυτή που μπορεί να εμπνεύσει ποικιλοτρόπως, να λειτουργήσει ως επιχείρημα υπέρ της αδάμαστης φύσης του ανθρώπου, να γίνει καλός αγωγός θετικών συναισθημάτων και να συγκινήσει κάπως βεβιασμένα. Δηλαδή, με λίγα λόγια, πρόκειται γι’ αυτό που η χολιγουντιανή λογική έχει μετατρέψει σε ένα είδος ιδεολογίας.
Όποια κι αν είναι η ιστορία, όση τραγικότητα κι αν εμπεριέχεται στο θέμα, όποιες μύχιες συγκρούσεις και σκοτεινά πάθη κι αν καταμαρτυρεί η συμπεριφορά των ηρώων, εξάγουμε ΠΑΝΤΑ οπτιμιστικά συμπεράσματα, δοξολογούμε την ατομική προσπάθεια και λειαίνουμε κάθε αιχμηρή γωνιά που θα μπορούσε να προβληματίσει τον θεατή σε σχέση με την ιστορική, δηλαδή την κοινωνικά διαμορφωμένη, διάσταση κάθε επιθυμίας για απόσπαση απ’ τη γενική συνθήκη (κάθε επιδίωξη της κορυφής, στον οποιονδήποτε τομέα, ενέχει ΚΑΙ μια τέτοια πολιτισμικά «κατασκευασμένη» πλευρά).
Η μεγάλη διαφορά του The Walk από τα απειράριθμα αμερικάνικα ταινιάκια που υμνούν την υπερπροσπάθεια και την δαφνοστεφανωμένη νίκη που της έρχεται στο τέλος σαν δωράκι, είναι ότι το δικό της θέμα, «ανεβαίνει» (κυριολεκτικά και μεταφορικά) στο επίπεδο της αλληγορίας, απ’ την ίδια του τη σύσταση. Ο Πετί προσωποποιεί, λόγω της φύσης του εγχειρήματός του, τόσο την αφηρημένη έννοια της καλλιτεχνικής υπερβατικότητας όσο και εκείνην της περιλάλητης δημιουργικής «αλαζονείας» που κληρώνει σε κάποιους ανθρώπους να πασχίζουν -σε όλη τους τη ζωή και με τον κίνδυνο να τη χάσουν ανά πάση στιγμή- να ανέλθουν πάνω απ’ το «έδαφος» των κοινών, τετριμμένων, καθημερινών απασχολήσεων και να επιδιώξουν να βαδίσουν στα τεντωμένα σχοινιά της πρωτοπορίας.
Οι πολλοί θα τους χλευάσουν (εξαιρετική, και σημειολογικά εύστοχη, η σκηνή με τους μεθυσμένους ψαράδες που γιουχάρουν τον ακροβάτη πάνω απ’ τη λίμνη), η Εξουσία, αναμενόμενα, θα προσπαθήσει να τους συντρίψει (η αστυνομία άλλωστε, κατά μια έννοια, δεν είναι παρά η ενσάρκωση, στο κοινωνικό επίπεδο, της ανομολόγητης, κρυφής επιθυμίας των πολλών, να δρουν όλοι πανομοιότυπα, δηλαδή αθόρυβα και υποταγμένα) και, τελικά, το πλήθος –αυτή η αόριστη, διαβρωτική δύναμη του συλλογικού- θα αποδεχθεί την διαφορετικότητά τους, μόνο για να τη μετατρέψει σε κάτι ακίνδυνο και διαχειρίσιμο (μετά τη βόλτα στο κενό, ο Πετί, «ξεπληρώνοντας το χρέος στην κοινωνία», παίρνει την άδεια να πραγματοποιήσει τα κόλπα του στο Σέντραλ Παρκ, σε πολύ χαμηλότερο ύψος και με θεατές, μικρά παιδάκια).
Έτσι, το φιλμ πετυχαίνει με άνεση ορισμένες δραματουργικές κορυφώσεις που το αποσπούν απ’ την χλιαρή χολιγουντιανή κοινοτοπία παρά το γεγονός ότι τα κλισέ δεν λείπουν: τα πολύχρωμα παιδικά χρόνια με την ανακάλυψη της ιδιαίτερης κλίσης, οι –κλασικά- ενάντιοι γονείς, η δύσκολη περίοδος της μαθητείας με τον απαραίτητο, απαιτητικό μέντορα (φοβερός, για άλλη μια φορά, ο Μπεν Κίνγκσλεϊ) το ρομαντικό ειδύλλιο (η απαιτούμενη ψυχολογική ισορροπία, προϋπόθεση της σωματικής, δίνεται μέσα από τη συναισθηματική στήριξη και την αρωγή του θηλυκού αλλά υποβιβάζει πάντα –έτσι κι εδώ- τη γυναίκα στο επίπεδο της ετερόφωτης «μεσίτριας», μετατρέποντας την σε ψυχολογικό δεκανίκι του άνδρα ) η σταδιακή ωρίμανση, η σύλληψη της μεγάλης «ιδέας», το κυνήγι της υλοποίησής της. Τίποτα απ’ όλα αυτά, όμως, δεν θα μπορέσει να καταστρέψει την συνολική επίγευση που αφήνει το φιλμ, όταν θα πάρει μπρος το τελευταίο ημίωρο της «βόλτας». Εκεί, ο Ζεμέκις αποδεικνύεται αλάνθαστος.
Επενεργώντας στο θυμικό με έναν ανεπανάληπτο τρόπο, παίζοντας μαεστρικά με έναν απ’ τους ακρογωνιαίους λίθους των μαζικών νευρώσεων, αυτόν που σχετίζεται με τον φόβο της πτώσης (αλλά και τον -κατά Σαρτρ- υπαρξιακό πειρασμό να αφεθείς να πέσεις, όταν βρίσκεσαι στην άκρη ενός γκρεμού), βάζοντας τον θεατή να πατάει ο ίδιος στο τεντωμένο σχοινί πάνω απ’ το χαίνον κενό, με μια περίπλοκη χρήση ποικίλων κινηματογραφικών μεθόδων έκλυσης του σασπένς, αλλά και μια –επιτέλους- ουσιαστική αξιοποίηση της 3D τεχνολογίας (μια απ’ τις ελάχιστες φορές που το 3D δεν είναι περιττό οπτικό ψιμύθιο και εμπορικό τερτίπι αλλά βασικό όργανο της δραματουργίας), ο Ζεμέκις ενορχηστρώνει την σκηνή της σχοινοβασίας, πατώντας με το ένα πόδι στο θρίλερ και με το άλλο στην ποιητική παραβολή της ανύψωσης πάνω απ’ τα πληκτικά ανθρώπινα (το voice-over, λίγο πριν διαλυθούν τα σύννεφα και αποκτήσουμε θέα της Νέας Υόρκης από ψηλά, δίνει την περιγραφή ενός βιώματος που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μεταφυσική εμπειρία αλλά και μυστικιστική ένωση με το Θείο), ισορροπώντας ιδανικά ανάμεσα στις απαιτήσεις ενός εντυπωσιακού θεάματος για μεγάλο κοινό και στον λυρισμό μιας μεταρσιωτικής απεικόνισης του ανέφικτου που πραγματοποιείται ολόλαμπρα, χρήζοντας τον άνθρωπο, μικρό θεό, μέσα στην δαιμονοληψία των αέναων ξεπερασμάτων του.
Όταν ο Πετί, αφού έχει ολοκληρώσει την πρώτη του βόλτα και ενώ οι φίλοι του τον παρακαλούν να κατέβει στον βόρειο πύργο, κάνει μια επιτόπια μεταβολή, για να κατευθυνθεί προς τον νότιο, υπό τους ήχους του Μπετόβεν και του Fur Elise, μπορεί να νιώσετε και δάκρυα να αναβλύζουν απ’ τους θαμπωμένους οφθαλμούς σας. Και είναι εκείνη η μαγική στιγμή που απογειώνει την ταινία και παντρεύει ιδανικά, χωρίς χλαπαταγή και στόμφο, το σινεμά της διασκέδασης με το σινεμά της Ποίησης.
Συμβαίνει τόσο ήπια αυτό, με έναν ρέοντα, κελαρυστό σχεδόν, τρόπο, που αδυνατείς να συνειδητοποιήσεις ότι το blockbuster που παρακολουθούσες μέχρι εκείνη τη στιγμή, μεταμορφώθηκε ξαφνικά σε μια αέρινη ελεγεία για το πείσμα και την ομορφιά αυτού του ξεροκέφαλου όντος που λέγεται άνθρωπος και αρνείται να εγκατασταθεί ανάμεσα σε όρια, να περιορίσει τους πόθους του και να πει «εντάξει ως εδώ, τώρα μπορώ να σταματήσω», ακόμα κι όταν η ζωή του η ίδια κρέμεται από μια λεπτή κλωστή. Και είναι χάρη σ’ αυτή την υπέροχη σεκάνς-επιτομή όλων εκείνων που μας κάνουν να λατρεύουμε τον κινηματογράφο, που το The Walk, καίτοι ατελές, δικαιούται να ελπίζει σε κάτι παραπάνω απ’ το εφήμερο μιας κάποιας –σχετικής πάντα, άλλωστε- επιτυχίας: στην αιωνιότητα. Όπως κι ο ίδιος ο άνθρωπος.