Σκηνοθεσία: Τζόζεφ Γκόρντον Λεβίτ
Παίζουν: Τζόζεφ Γκόρντον Λεβίτ, Σκάρλετ Γιόχανσον, Τζουλιάν Μουρ
Διάρκεια: 90’
Μεταφρασμένος τίτλος: “Δον Ζουάν”
Έτος παραγωγής: 2013
Όπως μας υποδηλώνει και ο τίτλος, ο Ντον Τζον είναι ένας μοντέρνος Δον Ζουάν των φτωχών. Είναι εμφανίσιμος, γυμνάζεται ολημερίς και ολονυχτίς και είναι σε θέση να φεύγει κάθε νύχτα με άλλη κοπέλα από το κλαμπ όπου συχνάζει. Δεν έχει ιδιαίτερο γούστο ή αισθητική, είναι μάλλον ένας αρχετυπικός κάγκουρας για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους. Παράλληλα, έχει μεγαλώσει σε ένα έντονα συντηρητικό περιβάλλον, όπου η αντίληψη περί του έρωτα και της σχέσης μεταξύ των δύο φύλων είναι κάπως παλαιολιθική. Κοινώς, μπατάρει μονόπατα προς την πλευρά του άντρα. Ο άντρας ως κυνηγός παγιδεύει τη γυναίκα εκείνη που του γυάλισε ανεπανόρθωτα. Η γυναίκα, ως φτωχό και άβουλο θήραμα που δεν βλέπει την ώρα να πιαστεί, ενθουσιάζεται από την επίδειξη αντρίλας και αποφασιστικότητας.
Το μόνο πρόβλημα σε όλα αυτά είναι ότι ο ερωτιάρης μας κρύβει ένα σκελετό στην ντουλάπα του. Πάσχει από έναν ανεξέλεγκτο εθισμό που θα καταλήξει να φέρει μπελάδες και στην ερωτική του ζωή. Είναι αθεράπευτα κολλημένος με το πορνό, το οποίο θεωρεί καταφανώς ανώτερο από το αληθινό σεξ. Μεταξύ μας τώρα, ποιος μπορεί να κατηγορήσει ότι έχει άδικο; Η σύγκριση μεταξύ της κρεβατοκάμαράς μας και της οθόνης βγάζει πάντα κερδισμένη τη δεύτερη, τουλάχιστον ως προς τις απόλυτες μαθηματικές τιμές. Από τη μία, γυναίκες που τα κάνουν, τα έχουν, τα δίνουν και τα λένε όλα μέχρι τελικής πτώσης, ξεζουμίζοντας τους άνδρες. Από την άλλη, προικισμένοι άνδρες – κομπρεσέρ που κάνουν φύλο και φτερό τις γυναίκες. Τα πράγματα περιπλέκονται όταν μπαίνει στη ζωή του Ντον Τζον η γυναίκα που ισοδυναμεί με το απόλυτο «10», σαν τη βαθμολογία της Νάντια Κομανέτσι στους Ολυμπιακούς του Μόντρεαλ, το 1976. Η Σκάρλετ Γιόχανσον υποδύεται την φτηνιάρα και ανάφτρα «βλάχα» από το Νιου Τζέρσεϊ που μασάει ακατάπαυστα τσίχλα και είναι πράγματι ένα δέκα με τόνο. Είναι βασικά κάτι σαν οπτικό βιάγκρα. Μπορεί βασικά να αναστατώσει μέχρι και ευνούχο. Σταματάω εδώ, ας μην πω άλλα γιατί θα ξεφύγω και δεν θα μπορώ να το μαζέψω μετά. Όντας η κορυφή λοιπόν, εύλογα απαιτεί και την ανάλογη αντιμετώπιση. Καμία παρασπονδία, ούτε καν ιντερνετική, αλλιώς θα πάρει τα μπογαλάκια της και θα αποχωρήσει.
Ο σταθερά συμπαθής Τζόζεφ Γκόρντον Λεβίτ, στην πρώτη του σκηνοθετική απόπειρα ποντάρει στα εξής σημεία. Πρώτον, επενδύει σε ένα σπιντάτο μοντάζ και σε ένα πιασάρικο συνολικό στιλ κινηματογράφησης. Ως ένα βαθμό και μέχρι ενός σημείου, αυτό προσδίδει μία κάποια φρεσκάδα και ένα ρυθμό στην όλη ιστορία. Δεύτερον, πετάει στην αρένα μπόλικες σφήνες αληθινού πορνό. Καθιστά μεν πιο εμφανή την εμμονή του ήρωά του, δείχνει όμως να κυνηγά κάπως πιεστικά να πρωτοτυπήσει. Τρίτον, εστιάζει εμφατικά σε διάφορα επαναλαμβανόμενα στιγμιότυπα, με κυριότερο εξ αυτών την τυπική επίσκεψη στην εκκλησία και την ακόμη πιο τυπική εξομολόγηση που ακολουθεί. Προσπαθεί κάπως προσχηματικά να δείξει πως η ζωή του ήρωά του είναι μία καρικατούρα, μία κατασκευασμένη ρουτίνα συνηθειών αλλά κυρίως, αντιλήψεων. Τέταρτον, αντιπαραβάλλει συνεχώς το «φτιαχτό» με το «αληθινό». Το πλαστικό και ψεύτικο σεξ vs του έρωτα και της αληθινής σαρκικής επαφής. Οι στερεοτυπικές αντιλήψεις ενός νέου άντρα και μιας νεαρής γυναίκας περί σχέσεων και αγάπης, οι οποίες κοντράρονται τόσο μεταξύ τους όσο και με το τι συμβαίνει (ή οφείλει να συμβαίνει) στην κανονική ζωή.
Πάνω ακριβώς στο σημείο όπου η εξέλιξη της ιστορίας μοιάζει στατική, έρχεται η ανεπιθύμητη στροφή. Για να είμαστε ειλικρινείς, το πράγμα είχε βρωμίσει από την πρώτη στιγμή που εμφανίστηκε στην οθόνη η πολυαγαπημένη Τζούλιαν Μουρ. Ως ουρανοκατέβατη Μητέρα Τερέζα, θα αναλάβει περίπου από το πουθενά χρέη φύλακα αγγέλου και καθοδηγητή. Θα διδάξει αληθινή ζωή, αληθινή επαφή, αληθινό σεξ, αληθινά αισθήματα και αληθινά λόγια, με ένα τελείως ψεύτικο τρόπο Δυστυχώς, μόλις η ταινία αποφασίσει να διευρύνει την οπτική της, καταλήγει περισσότερο μονοδιάστατη, ακριβώς όπως ο κεντρικός της χαρακτήρας στα πρώιμά του στάδια. Όπως έχει συμβεί αμέτρητες φορές σε αμέτρητες ταινία, η πρεμούρα να εξαχθεί ένα νόημα, να σοβαρέψει η κατάσταση, να διατυπωθεί ένα τελικό μήνυμα, αποδεικνύεται μπούμερανγκ. Το τελικό νόημα δεν πείθει διόλου. Η κατάσταση σοβαρεύει κατά παραγγελία και κάπως μηχανικά. Το «σοβαρό» μήνυμα αντί για ηχηρό, είναι μάλλον χλιαρό και σίγουρα χιλιοειπωμένο. Γιατί να το θέσουμε πολύ απλά, όταν ο παλιός ανώριμος Ντον Τζον είναι μάλλον πιο συμπαθής από τον ώριμο καινούργιο του εαυτό, κάτι δεν έχει πάει καλά στην όλη ιστορία.
υγ: Στον ρόλο του φωνακλά, macho και μπερμπάντη πατέρα του πρωταγωνιστή, ο Τόνι Ντάντζα, ο γνωστός σε όλους μας (ή τουλάχιστον στους συνομήλικούς μου) housekeeper Τόνι από τη σειρά «Who’s the Boss?», με την πιτσιρίκα τότε Αλίσα Μιλάνο να υποδύεται την κόρη του. Παιδικές αναμνήσεις…