What's On Benedetta

19 Νοεμβρίου 2021 |

0

Benedetta

Σκηνοθεσία: Πολ Βερχόφεν

Παίζουν: Βιρζινί Εφιρά, Δάφνη Πατακιά, Σαρλότ Ράμπλινγκ, Λαμπέρ Ουιλσόν

Διάρκεια: 131′

 

Η Μπενεντέτα διάγει μοναστικό βίο στην Τοσκάνη του 17ου αιώνα. Κυκλοφορεί ανάμεσα στους αυστηρούς τοίχους της μονής, τελεί υπό το άγρυπνο βλέμμα της πανταχού παρούσας ηγούμενης και αναζητά μαζί με τις υπόλοιπες μοναχές τη θεία χάρη που θα γεμίσει την ύπαρξή της. Μόνο που συχνά έρχονται στο νου της οράματα, στα οποία ο ποικιλοτρόπως μεταμφιεσμένος Ιησούς την προσεγγίζει ερωτικά και την ελευθερώνει από πάσης φύσεως δεσμά. Την απρόσκλητη σεξουαλική έγερσή της θα περιπλέξει ακόμα περισσότερο η άφιξη της Μπαρτολομέα, μίας νεαρής γυναίκας που μπαίνει στο μοναστήρι και για την οποία νιώθει εξαρχής ανεξέλεγκτη έλξη.

Η ανάγνωση και μόνο της υπόθεσης της ταινίας, σε συνδυασμό με την εγγυημένα προβοκατόρικη παρουσία του Πολ Βερχόφεν πίσω από την κάμερα, υπόσχονται ήδη μία κιτς αποθέωση ή έστω ένα απολαυστικό camp ναυάγιο. Και ο Ολλανδός δημιουργός πράγματι πληρώνει τα γραμμάτια: ξαναμμένες καλόγριες που ερωτοτροπούν στον οίκο του Θεού, ένα αγαλματάκι της Παναγίας που τρέπεται σε dildo για να κορέσει τις ορμές του σώματος (αφού οι αναζητήσεις του πνεύματος λοξοδρόμησαν), ένας θεσμός φαύλης ιερότητας που λειτουργεί σαν επιχείρηση. Μάλιστα, εμφανίζεται και σε μεγάλα κέφια, αφού τα οράματα της έλευσης του Χριστού που αναστατώνουν την ταλαίπωρη καλόγρια φέρουν κάτι από μπουνιουελικό σαρκασμό, είναι ευφυή, επί τούτου ψηφιακά πρόχειρα, δεικτικά μίας ζηλευτής παιγνιώδους διάθεσης από έναν δημιουργό που βρίσκεται στην ένατη δεκαετία της ζωής του.

Ο Βερχόφεν επιδεικνύει σημαντική φροντίδα στην αναπαράσταση της εποχής: οπλισμένος με ευθύ κυνισμό, διαμορφώνει μια σειρά από κάδρα υψηλής αισθητικής ακρίβειας και καταπληκτικού φωτισμού, με το μοναστήρι να φαντάζει ένα πεισματικά ανήλιαγο μέρος στο οποίο το φως πάντα κάπως κατορθώνει να τρυπώσει. Λαϊκίζει ανερυθρίαστα, αλλά τουλάχιστον από τεχνικής σκοπιάς είναι σε φόρμα, κλιμακώνοντας με δημιουργικό τρόπο την ένταση κατά την εξέλιξη της πλοκής, ούτως ώστε καμία στιγμή να μη μοιάζει περιττή για το «δράμα».

Η ταινία, που βασίζεται σε μία αληθινή ιστορία όπως αυτή καταγράφηκε στο βιβλίο «Immodest Acts: The Life of a Lesbian Nun in Renaissance Italy» της Τζούντιθ Μπράουν, βρίθει θεματικών που προξενούν αυτόματα το ενδιαφέρον. Αρχικά, η άσβεστη δίψα των πάντων για εξουσία που ακολουθείται από γενναίες δόσεις υποκρισίας κατά το χριστιανικό δίδαγμα το οποίο ορίζει πως κάθε τι που συμβαίνει, ακόμα και προδήλως εξηγήσιμο δια της απλούστερης λογικής, πρέπει να τίθεται στο πλαίσιο μίας θείας πρόνοιας που ορίζει τις τύχες των ανθρώπων. Έπειτα, ο οπορτουνιστικός μεσσιανισμός των ηγούμενων που βλέπουν ένα θέσει θεϊκό υποκείμενο στο πρόσωπο της Μπενεντέτα επανεμφανίζεται αντίστροφα ως δική της παραληρηματική ψύχωση αυθεντικής επικοινωνίας με τον Θεό δίχως μεσάζοντες. Ωστόσο, συνολικά, τα πάντα παρατίθενται σε ένα κλίμα σήμα κατατεθέν του Βερχόφεν, όλοι μοιάζουν να δουλεύονται ψιλό γαζί μεταξύ τους, περιμένοντας πότε και σε τίνος τα χέρια θα σκάσει η βόμβα του φαρισαϊσμού που κατακυριεύει το σύμπαν.

Οι λάτρες του Ολλανδού προβοκάτορα, πάντως, θα παρατηρήσουν χαρωπά ότι ουσιωδέστερο στοιχείο αυτού του ξέχειλου από μεσαιωνικό camp b-movie, είναι η δοξασία του σώματος εντός ενός πλαισίου αυστηρής τρέχουσας ηθικής που αποστρέφεται τις ανάγκες του μανιωδώς. Οι ερωτικές περιπτύξεις των γυναικών περιέχονται στο φιλμικό κείμενο αφειδώς και ενώ συχνά διανθίζονται από κωμικά στοιχεία, ουδέποτε παρουσιάζονται αγοραίες. Η γυναικεία επιθυμία στη «Μπενεντέτα» είναι το μόνο άξιο σεβασμού ͘στοιχείο. Ενώ το πνεύμα άγεται και φέρεται από διάφορους καιροσκόπους, με αποτέλεσμα να γίνεται πρώτη ύλη κάθε απολυταρχικής εξουσίας (μια τέτοια και η Καθολική Εκκλησία στο έργο), το κορμί επαναστατεί αυτοδίκαια και ζητά ικανοποίηση άνευ συμβιβασμών. Και όσο οι ταγοί της θρησκείας δαιμονολογούν και το κηρύσσουν ανίερο, πηγή δεινών και απομάκρυνσης από τον θείο λόγο, απαγορεύοντας την ηδονή χάριν μίας μίζερης ευλάβειας, τόσο αυτό εξεγείρεται, περιφρονώντας τους απανταχού ηθικολόγους, ανυπάκουο και αύθαδες όπως του πρέπει.

Δυστυχώς, οδεύοντας προς το τέλος του έργου, ο Βερχόφεν εγκαταλείπει ως ένα βαθμό τον ιταμό κυνισμό που έκανε το όλο φιλμ να δουλεύει σαν καλοκουρδισμένη φάρσα. Πιθανώς υπό το βάρος της αληθινής ιστορίας που αφηγείται, παρεισφρέει ο διδακτισμός και η τεχνητή αμφισημία που περισσότερο θολώνει παρά σοβαρεύει την ουσία των αφηγούμενων. Σε μία καθ’ όλα εντυπωσιακή κινηματογραφική σεκάνς, ο Ολλανδός στρέφει το περιεχόμενο προς το πολιτικό, αλλά με όρους κραυγαλέου λαϊκισμού και εν γένει εκτός του κλίματος της ταινίας έως εκείνο το σημείο. Έτσι, στερεί κάτι από τη δυναμική ενός φιλμ που μέχρις εκείνου του σημείου έχει επιβιώσει χάρη στην ελαφρότητά του, αναμειγνύοντας είδη και θεματικές σε ένα καζάνι ιλαροτραγικού nunsploitation.

Ακόμα και έτσι όμως, το φιλμ του αγαπημένου Ολλανδού προβοκάτορα βρίσκει τον τρόπο να μείνει απολαυστικό και αξιομνημόνευτο ως ανεκδοτολογικό εγχείρημα που εμπαίζει την κάθε λογής εξουσία που καθορίζει τι συνιστά βλασφημία και τι όχι. Εκτός των άλλων, αποσπά και τρεις έκτακτες γυναικείες ερμηνείες από την  Βιρζινί Εφιρά, τη Δάφνη Πατακιά και τη Σαρλότ Ράμπλινγκ, οι οποίες ανταποκρίνονται από διαφορετικό μετερίζι με απόλυτη ακρίβεια στο φάσμα των ρόλων τους. Ενώ δύσκολα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως η πλέον σχολαστική δουλειά του Πολ Βερχόφεν, είναι μια απολύτως καλοδεχούμενη προσθήκη στην πλούσια φιλμογραφία του.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑