What's On Jojo Rabbit

23 Ιανουαρίου 2020 |

0

Jojo Rabbit

Σκηνοθεσία: Τάικα Γουαϊτίτι 

Παίζουν: Ρόμαν Γκρίφιν Ντέιβις, Σκάρλετ Τζοχάνσον, Τάικα Γουαϊτίτι, Τόμαζιν Μακένζι, Σαμ Ρόκγουελ, Άλφι Άλεν, Ρέμπελ Γουίλσον, Στίβεν Μέρτσαντ

Διάρκεια: 109′

Ελληνικός τίτλος: “Τζότζο”

Ο Τζότζο είναι ένα δεκάχρονο παιδί που μεγαλώνει στη ναζιστική Γερμανία. Μέλος της ναζιστικής νεολαίας ήδη από αυτή την ηλικία, ο μικρός ονειρεύεται μία σταδιοδρομία στα στρατιωτικά κλιμάκια του τρίτου Ράιχ που θα τον οδηγήσει στη δόξα. Όταν ένα ατύχημα με μία χειροβομβίδα θα σταθεί προσωρινά εμπόδιο στην πορεία του, θα στηριχθεί τη βοήθεια ενός ιδιαίτερου φανταστικού φίλου, του Αδόλφου Χίτλερ.  Ώσπου ανακαλύπτει ότι η μητέρα του κρύβει στο πατάρι του σπιτιού τους την Έλσα, ένα έφηβο κορίτσι που ανήκει στην «εξωγήινη» φυλή των Εβραίων και έτσι ο μικρός και ο σαχλός φανταστικός φίλος του αποφασίζουν να αντιμετωπίσουν από κοινού το πρόβλημα της συμβίωσης με τον εχθρό.

Ο Τάικα Γουαϊτίτι φιλοτεχνεί μία γνήσιο crowd-pleaser κωμική ιστορία ενηλικίωσης και θριαμβεύει τεχνηέντως πάνω στο αμφιλεγόμενο στοιχείο του θέματός του. Με τούτη την ταινία κερδίζει το μεγάλο στοίχημα κάθε αντίστοιχης απόπειρας: το «Jojo Rabbit» δεν προσβάλλει κανέναν, το controversy του το ανατρέπει με χάρη και δε φυλακίζεται σε αυτό. Η Τέχνη έχει δικαίωμα να απεικονίσει τον Χίτλερ όπως της καπνίσει, γιατί η Τέχνη δεν είναι Ιστορία, και από πουθενά δεν προκύπτει μία a priori υποχρέωση σεβασμού της καλλιτεχνικής δημιουργίας σε ιερά και όσια. Διατηρεί το δικαίωμα να ξεφτιλίσει τους ναζί ανηλεώς, ειδικά όταν δεν καμώνεται ότι κάνει το αντίθετο. Το ζήτημα αυτό (θα όφειλε να) θεωρείται κινηματογραφικώς λήξαν από τη μνημειώδη σύλληψη του Μελ Μπρουκς και το «Springtime for Hitler» των «Τρελών Τρελών Παραγωγών», ήδη από το 1967.

Εν προκειμένω, πρόκειται για μία ταινία αναμφιβόλως αντιρατσιστική, αφού βασίζεται στην ευγενή σκέψη ότι τον ρατσισμό όσο και αν τον φυτέψουν στην καρδιά ενός παιδιού τον ξεριζώνει η ίδια η πραγματικότητα (η συνάντησή του μικρού με την εικονιζόμενη «Άννα Φρανκ» της ταινίας και η σταδιακή γνωριμία τους). Είναι και μία ταινία προφανώς αντιναζιστική, που επιλέγει να παρουσιάσει ναζί σαν σαχλεπίσαχλες φιγούρες άνευ ίχνος στοιχειώδους πνεύματος, και πολύ καλά κάνει, αφού ο αφηγητής της ταινίας είναι ένα δεκάχρονο αγόρι, της δικές του προσλαμβάνουσες μεταφέρει. Είναι δε και μία θεμελιωδώς αντιφασιστική κατάθεση, με χαρακτήρα-κλειδί επ’ αυτού την μητέρα του μικρού, η οποία δεν οδηγείται σε πράξη αντικαθεστωτικής  αντίστασης απλώς από στοιχειώδη ανθρωπισμό αλλά και από μία πηγαία ανάγκη για υπεράσπιση της ελευθερίας, ερμηνευμένη από μία στιβαρή πλην με παράξενη εκφορά λόγου Σκάρλετ Τζοχάνσον.

Το κατά πόσο όμως αποτελεί και μία επιτυχημένη σάτιρα κατά του μίσους, όπως διατείνεται συνεχώς ο δημιουργός της, είναι αμφίβολο. Σίγουρα εκκινεί από μία θεσπέσια νοηματική αφετηρία: ο μικρός Τζότζο είναι θύμα της βαθιά ανθρώπινης ανάγκης του ανήκειν, αυτής που εκμεταλλεύεται κάθε ακροδεξιά ιδεολογία του βόθρου για να προσελκύσει πιστούς. «You’re not a Nazi, Jojo. You’re a ten-year-old kid who likes dressing up in a funny uniform and wants to be part of a club», του λέει η Έλσα, και συνοψίζει όμορφα το φιλμ. Στην πορεία προς το φινάλε όμως, δε λείπουν οι εκφάνσεις της χειριστικής διάθεσης του δημιουργού και o διδακτισμός που ενδυναμώνει την όμορφη αλλά ήδη απολύτως εύληπτη θέση της ταινίας.

Και αν κάτι τέτοιο δικαιολογείται από το ανισοβαρές πλην σπιρτόζο αφηγηματικό δίπολο παιδικής αθωότητας και ναζιστικής φρίκης, αυτό που σίγουρα αποτελεί ολίσθημα στη σατιρική πορεία του έργου είναι η αισθητική μετάβαση από το παιγνιώδες στο μελό. Όσο οδεύει προς το τέλος του έργου και το πράγμα «σοβαρεύει», ο Νεοζηλανδός ενδίδει σε μία αισθητική αλλοτρίωση του φιλμ η οποία του επιτρέπει να το προσδώσει την tear-jerker διάσταση (που είναι αυτή που τον οδήγησε και στις οσκαρικές υποψηφιότητες). Από α λα Γουές Άντερσον χιπστερική παραδοξότητα που μέσα στις ατέλειές της διαθέτει κάτι το καινοτόμο, το «Τζότζο» τρέπεται σε σύγχρονο «La Vita è Bella» χωρίς τελικά να διαθέτει τη συνοχή ούτε ενός γουεσαντερσονικού φιλμ ή του μπενινικού τοτέμ της κινηματογραφικής συγκίνησης.

Με αυτή τη μετάλλαξη, ο Γουαϊτίτι καταφέρνει να ξεμπερδέψει οριστικά με τους κήρυκες ενός νερόβραστου σεβασμού, αλλά και να αποκόψει και το έργο του από οτιδήποτε το αληθινά προκλητικό για τη σκέψη του θεατή. Η ένδυση της σάτιρας δεν αποτελεί μόνη της κινηματογραφικά επαναστατική πράξη ∙ χρειάζεται να επικουρείται και με διάθεση ρήξης με ένα καθεστώς. Παράλληλα, το χιούμορ σταδιακά ατονεί (δίχως αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν εγκατεσπαρμένες λαμπρές κωμικές στιγμές καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου) και αυτό είναι εμφανές στον χαρακτήρα του φανταστικού φίλου Αδόλφου Χίτλερ, ρόλο τον οποίο ερμηνεύει με άκρατο χιπστερισμό ο ίδιος ο δημιουργός: ξεκινά σαν μία σπαρταριστή ιδέα και καταλήγει σε ένα προφανές και ξέπνοο τέλος του character arc.

Πρόκειται για μία ταινία με πασίδηλες αρετές που δε μπορούν να παραμεριστούν. Διαθέτει φανταστικές ερμηνείες από τα παιδιά (ο μικρός Ρόμαν Γκρίφιν Ντέιβις είναι αποκάλυψη και η Τόμαζιν Μακένζι, ήδη πιστοποιημένη νεαρή ερμηνεύτρια από το καταπληκτικό «Leave no Trace», αποδίδει θεσπέσια), ολοφάνερο κέφι και στιγμές ευφυούς κωμωδίας. Παράλληλα, διατηρεί μία ελαφρά διάθεση που το καθιστά ικανό να προσπεράσει όλες τις ηθικές δυσκολίες της θεματολογίας του και μία ανθρωπιά που επιβιώνει σε ολέθριες συνθήκες. Του λείπει όμως, τελικά, κάτι από την καινοτομία και την «τρέλα» που υπόσχεται στην αρχή. Ακόμα και έτσι όμως, είναι μία ταινία με καρδιά, ικανή να συγκινήσει και να προκαλέσει το πηγαίο γέλιο. Με μία φράση, το «Jojo Rabbit» αποτελεί μία ακαταμάχητη υπεραπλούστευση.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑